“Ου γαρ έχομεν ώδε την μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν”
(Εβρ. ιγ’ 14)
ΓΓια εκείνους που ζουν έξω από τον χώρο της χριστιανικής πίστεως, ο θάνατος παραμένει το κατεξοχήν γεγονός φθοράς και αφανισμού της ζωής, ένα μυστήριο τραγικό και παράλογο, που γεμίζει με αμηχανία κάθε ανθρώπινη ύπαρξη.
Για κείνους, όμως, που πιστεύουν στον νικητή του θανάτου, Χριστό, ο θάνατος χάνει την τραγικότητα του και μεταμορφώνεται σε ένα γεγονός γεμάτο νόημα.
Η ανθρώπινη ψυχή, αν και πεπερασμένη πνευματική ύπαρξη, αν και έλαβε αρχή, αφού είναι θείον δημιούργημα, ηθέλησεν ο Θεός να παραμένει: “εν διηνεκεί και ατελευτήτω υπάρξει”.
Η Εκκλησία μας βιώνει τον ιστορικό χρόνο, κινείται μέσα στην καθημερινότητα μας όμως η πραγματική ταυτότητά της είναι εσχατολική.
Η νοσταλγία του πιστού χριστιανού δεν στρέφεται στο παρελθόν, αλλά σ’ αυτό που πρόκειται να έλθει, η νοσταλγία συνδέεται με το μέλλον. Το γεγονός της Αναστάσεως του Χριστού, μας ανοίγει την προοπτική και της δικής μας ανάστασης, και της δικής μας συμμετοχής στην αιώνια ζωή, σε έναν κόσμο πραγματικής ζωής και αφθαρσίας.
Η ανάσταση του Χριστού έχει ανοίξει την προοπτική της αιώνιας ζωής στον κάθε πιστό, που έχει εντάξει τη ζωή του στη ζωή της Εκκλησίας.
«Προσδοκώ ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος» ομολογούμε στο Σύμβολο της Πίστεως.
Η ελπίδα και η βίωση των εσχάτων γίνεται πραγματικότητα, χειροπιαστό γεγονός από τον πιστό μέσα στη λατρεία και κατ’ εξοχήν στο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, ως πρόγευση των εσχάτων.
Στην Θεία Ευχαριστία βιώνουμε τα έσχατα, την βασιλεία του Θεού. Επίσης ο πιστός βιώνει τα έσχατα στην καθημερινή του ζωή. Κάθε φορά που ο άνθρωπος επιλαμβάνεται την αγάπη του Θεού και ανταποκρίνεται κατά κάποιον τρόπο σε αυτήν βιώνει την αιωνιότητα. Η αγάπη βοηθά τον πιστό στην πρόγευση των εσχάτων.
Η εμπειρία της ελπίδας είναι μια εσχατολογική εμπειρία. Η αγάπη θέλει τον άνθρωπο ελεύθερο, τον θέλει ον εσχατολογικό, εστραμμένο προς τα έσχατα και αυξανόμενο στα μέτρα της ηλικίας του πληρώματος του Χριστού, όπως πίστευσε και δίδαξε ο Απόστολος Παύλος. (Εφεσ. δ’ 13).
Ετσι ο θάνατος γίνεται πύλη προς την αιωνιότητα. Δεν είναι τέρμα οριστικό της ύπαρξης μας. Είναι τέρμα μαζί και αφετηρία. Τελειώνει η επίγεια και αρχίζει η αιώνια ζωή. Ο Ιησούς Χριστός μίλησε για την αιώνια ζωή πολλές φορές.
(Ματθ. κε’ 31-46), (Λουκ. ιστ’ 19-31), (Ιωαν. ε’ 25).
Ο ίδιος διεκήρυξε: «Εγώ είμαι η ανάσταση και η ζωή. Εκείνος που θα πιστεύσει σε μένα, και αν πεθάνει, θα ζήσει και καθένας που ζει και εμπιστεύεται σ’ εμένα δε θα πεθάνει ποτέ». (Ιωαν. ια’ 25-26).
Επομένως η πίστη στον Ιησού Χριστό, εξασφαλίζει ζωή αιώνιο. Μόνο με το Χριστό νικούμε τον θάνατο και αξιωνόμαστε αιώνιας ζωής.
Ο Ιερός Χρυσόστομος λέγει χαρακτηριστικά: «Ο πιστός χριστιανός καθημερινά βαδίζει την οδό των εντολών του Θεού. Δεν ταράζεται, δεν αναστατώνεται, δεν πληγώνεται εσωτερικά και δεν στενοχωριέται βαριά, όταν έρχεται αντιμέτωπος με το θάνατο. Αποχαιρετά το νεκρό φίλο ή συγγενή ή κάποιο αγαπημένο του πρόσωπο με την ελπίδα της αντάμωσης γιατί γνωρίζει ότι ο θάνατος γι αυτούς που έζησαν χριστιανικά σ’ αυτήν τη ζωή δεν είναι τίποτε άλλο παρά μετάθεση σε μια καλύτερη ζωή, ταξίδι για έναν καλύτερο τόπο, δρόμος που οδηγεί στην αιωνιότητα».
(Από το βιβλίο ο «ΘΑΝΑΤΟΣ» του π. Ηλία Διακουμάκου).
Επιβεβαίωση των παραπάνω λόγων είναι όσα ο Απόστολος Παύλος γράφει προς τους Ρωμαίους. (Κεφ. ε’ 10-11).
«Παρ’ ότι ήμασταν εχθροί με το Θεό - λόγω της πτώσεως του ανθρώπου μας συμφιλίωσε μαζί του ο σταυρικός θάνατος του Υιού Του. Πολύ περισσότερο τώρα που συμφιλιωθήκαμε, η ζωή του θα μας χαρίσει τη σωτηρία».
Τη θέση του ανθρώπου στον μέλλοντα κόσμο καθορίζει η προσωπική σχέση του προς τον Κύριο. Στη Καινή Διαθήκη διαβάζουμε:
«Ο Θεός δεν έστειλε τον Υιό Του στον κόσμο για να καταδικάσει τον κόσμο, αλλά για να σωθεί ο κόσμος δι αυτού. Όποιος πιστεύει σ’ αυτόν δεν έχει να φοβηθεί τη θεϊκή κρίση. Αυτός όμως που δεν πιστεύει έχει κιόλας καταδικαστεί» (Ιωαν. γ’ 17-18).
«Σας βεβαιώνω πως όποιος δέχεται τα λόγια μου και πιστεύει σ’ αυτόν που με έστειλε, έχει κιόλας την αιώνια ζωή και δεν θα αντιμετωπίσει την τελική κρίση, αλλά έχει κιόλας περάσει από τον θάνατο στη ζωή (Ιωαν. ε. 24).
Οι τελευταίες στιγμές της ζωής του ανθρώπου έχουν μεγάλη σημασία. Ο Μητροπολίτης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Νικόλαος επισημαίνει:
«Οι τελευταίες στιγμές της ζωής του ανθρώπου έχουν ιδιαίτερη αξία και για τον ίδιο τον άνθρωπο. Γιατί η ψυχή σ’ αυτές κρίνεται, μπορεί να μετανοήσει, περνάει από την εφημερότητα στην αιωνιότητα. Ο χρόνος αποτελεί την εγγύηση του συνδέσμου της ψυχής με το σώμα. Για τον λόγο αυτόν και επ’ ουδενί λόγω πρέπει ενεργητικά να επιταχύνεται ο θάνατος.
Ο θάνατος είναι τόσο ιερό γεγονός για κάθε άνθρωπο, ώστε θα πρέπει με κάθε τρόπο να διατηρηθεί η καθαρότητά του. Είναι η στιγμή που το πρόσωπο αξίζει τον μεγαλύτερο σεβασμό από την κοινωνία, η οποία με κανένα τρόπο δεν θα έπρεπε από μυστήριο να τον υποβιβάσει σε ψυχρό μηχανικό γεγονός. Τη στιγμή που το σώμα ορφανεύει από την προστασία της ψυχής είναι τρομερό εμείς να το απογυμνώνουμε από το τελευταίο ένδυμα της αξιοπρέπειας του.
Αυτός είναι και ο λόγος που η Εκκλησία αρνείται με κάθε τρόπο την ευθανασία.
Η Εκκλησία σε κάθε θεία λειτουργία απευθύνει στον Θεόν αίτηση: «Χριστιανά τα τέλη της ζωής ημών ανώδυνα…». Με τη φράση αυτή ζητάμε από τον Θεό να μας ελεήσει, ώστε τα τέλη της ζωής μας να είναι χριστιανικά. Η Εκκλησία μας στον πιστό που αντιμετωπίζει το τέλος του βίου τελεί το μυστήριο του Ευχελαίου και παρέχει τη Θ. Ευχαριστία ως δραστικό εφόδιο της ψυχής στην πάλη της με τον επερχόμενο θάνατο. Αναφέρω τρία περιστατικά από την ιερατική μου διακονία.
Ο μακαριστός πατήρ Νικόλαος Κωνιοτάκης, εφημέριος του Ι. Ναού Αγ. Τίτου, συνιστούσε σε φίλο του ενορίτη, που η οικογένειά του θρήσκευε, να εκκλησιάζεται. Εκείνος πάντα απέφευγε. Όταν αντιμετώπισε τον θάνατο οι δικοί του κάλεσαν τον π. Νικόλαο να τον κοινωνήσει. Εκείνος ανταποκρίθηκε στην επιθυμία τους. Όταν ο αρχηγός της οικογένειας δέχθηκε το Σώμα και Αίμα του Χριστού μας, πήρε με τα δύο του χέρια το δεξί χέρι του ιερέως για να εκφράσει την ευχαριστία του με μάτια δακρυσμένα. Ο π. Νικόλαος προβληματίστηκε πολύ. Ποιο άραγε ήταν το νόημα αυτής της χειρονομίας; Ήταν βέβαιος ότι ζητούσε συγχώρηση. Μετά τη Θ. Κοινωνία κοιμήθηκε αμέσως.
- Γερόντισσα, καλή χριστιανική, νοσηλευόταν σε κλινική της πόλης μας. Ενιωσε να πλησιάζει το τέλος της ζωής της. Παρήγγειλε στον εγγονό της να με καλέσει για να κάνουμε το μυστήριο του Ευχελαίου. Τελειώνοντας το μυστήριο κοιμήθηκε γαλήνια και ειρηνική.
- Ήμουν νέος κληρικός όταν με κάλεσαν να κοινωνήσω ασθενή γυναίκα στην κλινική Αγ. Γεώργιος». Ανταποκρίθηκα αμέσως. Η ασθενής όταν άκουσε ότι έφθανα στο δωμάτιο της ανασηκώθηκε στο κρεβάτι και έκανε τον Σταυρό της. Τα παιδιά της βγήκαν από το δωμάτιο. Μιλήσαμε για λίγο και της διάβασα τη συγχωρητική ευχή. Μετά κοινώνησε. Με ευχαρίστησε και φώναξε τα παιδιά της. Έδωσε την ευχή της και κοιμήθηκε.
Για κάθε πιστό ο θάνατος έχει μόνο το όνομα του θανάτου. Δεν τον αποκαλούμε πλέον θάνατο, αλλά κοίμηση και ύπνο. Ο Κύριός μας έλεγε στους μαθητές του: «Ο Λάζαρος ο φίλος μας έχει κοιμηθεί» (Ιωαν. Ια’ 11).. Και ο Απόστολος Παύλος γράφει στους χριστιανούς της Θεσσαλονίκης: «Θέλουμε να ξέρετε, αδελφοί τι θα γίνει με αυτούς που έχουν κοιμηθεί, για να μη λυπάστε κι εσείς όπως οι άλλοι που δεν ελπίζουν πουθενά» (Α’ Θεσ. δ’ 13).
Κατά την παράδοσή μας ο τόπος που γίνεται η ταφή των νεκρών καλείται ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΟ.
Ως προς το θέμα της καύσεως των νεκρών, σε μια πλουραλιστική και πολύ πολυπολιτισμική κοινωνία, εναπόκειται στην ελεύθερη επιλογή των πολιτών και τις σχετικές αποφάσεις της Πολιτείας.
Η Εκκλησία μας συνιστά στα πιστά τέκνα της να κηδεύονται και να θάπτονται μετά την εκδημία τους. Και τούτο διότι η ταφή είναι σύμφωνη με την χριστιανική παράδοση. Άλλωστε ο Κύριος μας ετάφη και όλοι οι άγιοι.
Αλλά και η ελληνική μας παράδοση θέλει την ταφή ως έκφραση τιμής στο ανθρώπινο σώμα. Η μη ταφή αποτελούσε ύβρι για τους αρχαίους Ελληνες.
Η ταφή διασώζει την πίστη στην αθανασία και στην ανάσταση των νεκρών. Διασώζει τα λείψανα των αγίων, τα οποία είναι χαριτόβρυτα και θαυματουργά.
Η φυσική πορεία του νεκρού σώματος είναι η διάλυση του «εις τα εξ ων συνετέθη»
Η διαδικασία της φθοράς του σώματος πρέπει να είναι πάντα φυσική και ποτέ εξαναγκασμένη. Η Εκκλησία μας επιβάλλει την τιμή και την ανύψωση του σώματος όχι μόνο όταν είναι ζωντανό, αλλά και όταν έχει νεκρωθεί.
Ο Απόστολος Παύλος γράφει προς τους Κορινθίους: «Ή μήπως δεν ξέρετε ότι το σώμα σας είναι ναός του Αγίου Πνεύματος, που σας το χάρισε ο Θεός και βρίσκεται μέσα σας» (Α’ Κορ. στ’ 19).
Γι αυτά και η Εκκλησία μας περιβάλλει με τιμή το σώμα και μετά τον θάνατο, αφιερώνει σ’ αυτό τη θαυμαστή ιερολογία της νεκρωσίμου ακολουθίας και το τοποθετεί στο μνημείο επιστρέφοντας το «Εις γην εξ ης ελήφθη».
Δεν πρέπει να παραθεωρήσουμε και την ψυχολογική διάσταση του θέματος. Ο ενταφιασμός του σώματος και οι επισκέψεις στο μνήμα έχουν θεραπευτική αξία για τους επιζώντες από ψυχολογική πλευρά. Ο τάφος μάς συνδέει και συναισθηματικά με τον νεκρό μας. Το θαμμένο σώμα είναι η παρηγοριά για τους επιζώντες και γίνεται αντικείμενο φροντίδας και προσευχών για τους κεκοιμημένους. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει η επιβεβαίωση του Αποστόλου Παύλου. «Είτε ουν ζώμεν, είτε αποθνήσκομεν του Κυρίου εσμέν» (Ρωμ. ιδ’8).
Τα όσα ανέφερα γράφτηκαν με αφορμή τον θάνατο του αδελφού και φίλου εν Χριστώ ΜΙΧΑΗΛ ΜΑΡΚΟΜΙΧΕΛΑΚΗ, ιατρού λίαν αγαπητού. Ας είναι ένα μικρό μνημόσυνο για την ανάπαυση της ψυχής του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου