Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2013

ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΡΟΣΕΥΧΗΝ (εις το Πάτερ ημών)

ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΡΟΣΕΥΧΗΝ (εις το Πάτερ ημών)





ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΡΟΣΕΥΧΗΝ

(εις το Πάτερ ημών)


Αγίου Γρηγορίου Νύσσης

«…Η προσευχή είναι φύλακας της σωφροσύνης, χαλιναγωγεί τον θυμό, καταστέλλει την υπερηφάνεια, καθαρίζει από τη μνησικακία, διώχνει το φθόνο, καταργεί την αδικία, επανορθώνει την ασέβεια. 

Η προσευχή είναι δύναμη των σωμάτων, φέρνει χαρά στο σπίτι, χορηγεί ευνομία στην πόλη, παρέχει ισχύ στην εξουσία, δίνει νίκη κατά την διάρκεια του πολέμου, εξασφαλίζει την ειρήνη, ξαναενώνει τους χωρισμένους, διατηρεί στη θέση τους ενωμένους. 

Η προσευχή είναι το επισφράγισμα της παρθενίας, η πιστότητα του γάμου, όπλο στους οδοιπόρους, φύλακας όσων κοιμούνται, θάρρος των ξύπνιων, στους γεωργούς φέρνει την ευφορία, στους ναυτιλλόμενους χαρίζει τη σωτηρία. 

Η προσευχή γίνεται συνήγορος των δικαζομένων, ελευθερία των φυλακισμένων, παρηγοριά των λυπημένων, χαρά για τους χαρούμενους, παρηγοριά στους πενθούντες, δόξα γι’ αυτούς που έρχονται σε γάμο, γιορτή στα γενέθλια, σάβανο σ’ αυτούς που πεθαίνουν. 

Η προσευχή είναι συνομιλία με τον Θεό, θεωρία των αοράτων, πληροφόρηση για όσα επιθυμούμε, ομοτιμία με τους αγγέλους, προκοπή στα καλά έργα, αποτροπή από τα κακά, διόρθωση για κείνους που αμαρτάνουν, απόλαυση των παρόντων αγαθών, υπόσταση των αγαθών του μέλλοντος. 

Η προσευχή μετέβαλε για τον Ιωνά σε σπίτι το κήτος, επανέφερε στη ζωή τον Εζεκία από αυτές τις πύλες του θανάτου. Για χάρη των τριών νέων μετέστρεψε τη φλόγα της καμίνου σε δροσερή αύρα και για τους Ισραηλίτες κέρδισε νίκη κατά των Αμαληκιτών. 

Και κοντά σ’ αυτά μπορείς να βρεις αμέτρητα παραδείγματα από εκείνα που έχουν γίνει κι από τα οποία φαίνεται καθαρά πως κανένα από όσα θεωρούνται πολύτιμα στη ζωή δεν είναι ανώτερο από την προσευχή. 

Επειδή είναι πολλά και κάθε είδους τα αγαθά που μας έδωκε η θεία χάρη, αυτό το ένα έχουμε να ανταποδώσουμε για όσα λάβαμε, δηλαδή να πληρώνουμε τον Ευεργέτη με την προσευχή και με την ευχαριστία…». 



Τοῦ Ὁσίου καί θεοφόρου Πατρός ἡμῶν ΙΩΑΝΝΟΥ τού Σιναΐτου ΛΟΓΟΣ ΤΡΙΑΚΟΣΤΟΣ Περί ἀγάπης, ἐλπίδος καί πίστεως

Τοῦ Ὁσίου καί θεοφόρου Πατρός ἡμῶν ΙΩΑΝΝΟΥ τού Σιναΐτου ΛΟΓΟΣ ΤΡΙΑΚΟΣΤΟΣ Περί ἀγάπης, ἐλπίδος καί πίστεως




Τοῦ Ὁσίου καί θεοφόρου Πατρός ἡμῶν
ΙΩΑΝΝΟΥ τού Σιναΐτου

ΛΟΓΟΣ ΤΡΙΑΚΟΣΤΟΣ
Περί ἀγάπης, ἐλπίδος καί πίστεως

(Διά τόν σύνδεσμον τῆς ἐναρέτου τριάδος τῶν ἀρετῶν, τῆς ἀγάπης, τῆς ἐλπίδος καί τῆς πίστεως)

Ὕστερα λοιπόν ἀπό ὅλα τά προηγούμενα —μένουν αὐτά τά τρία— τά ὁποῖα σφίγγουν καί διατηροῦν τόν σύνδεσμο ὅλων πίστις, ἐλπίς ἀγάπη, «μείζων δέ πάντων ἡ ἀγάπη» (Α´ Κορ. ιγ´ 13), διότι καί ὁ Θεός ἀγάπη ὀνομάζεται (πρβλ. Α´ Ἰωάν. δ´ 16). Ἐγώ ὅμως τήν μία τήν βλέπω σάν ἀκτῖνα, τήν ἄλλη σάν φῶς καί τήν τρίτη σάν ἡλιακό δίσκο, καί ὅλες μαζί σάν ἕνα φωτεινό ἀπαύγασμα καί μία καί τήν αὐτήν λαμπρότητα. Ἡ μία, ἡ πίστις, δύναται νά ἐπιτελέσει τά πάντα. Ἡ ἄλλη, ἡ ἐλπίς, περικυκλώνει μέ τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ καί δέν καταισχύνει τόν ἐλπίζοντα. Καί ἡ τρίτη, ἡ ἀγάπη, δέν πέφτει ποτέ ἀπό τό ὕψος της οὔτε σταματᾶ ἀπό τό τρέξιμό της οὔτε ἐπιτρέπει σ' αὐτόν πού ἐπλήγωσε μέ τά βέλη της, νά ἠρεμήση ἀπό τήν «μακαρίαν μανίαν» πού τοῦ ἐπροξένησε.

2. Αὐτός πού θέλει νά ὁμιλῆ γιά τήν ἀγάπη εἶναι σάν νά ἐπιχειρῆ νά ὁμιλῆ γιά τόν ἴδιο τόν Θεόν. Ἡ ἀνάπτυξις ὅμως ὁμιλίας περί Θεοῦ εἶναι πρᾶγμα ἐπισφαλές καί ἐπικίνδυνο σέ ὅσους δέν προσέχουν. Γιά τήν ἀγάπη γνωρίζουν νά ὁμιλοῦν οἱ Ἄγγελοι, ἀλλά καί αὐτοί ἀνάλογα μέ τόν βαθμό τῆς θείας ἐλλάμψεώς τους. Ἀγάπη εἶναι ὁ Θεός, καί ὅποιος προσπαθεῖ νά δώσει ὁρισμό τοῦ Θεοῦ ὁμοιάζει μέ τυφλό πού μετρᾶ στήν ἄβυσσο τούς κόκκους τῆς ἄμμου.

3. Ἡ ἀγάπη, ὡς πρός τήν ποιότητά της εἶναι ὁμοίωσις μέ τόν Θεόν, ὅσο βέβαια εἶναι δυνατόν στούς ἀνθρώπους. Ὡς πρός τήν ἐνέργειά της, μέθη τῆς ψυχῆς. Ὡς πρός δέ τίς ἰδιότητές της, πηγή πίστεως, ἄβυσσος μακροθυμίας, θάλασσα ταπεινώσεως.

4. Ἡ ἀγάπη κυρίως εἶναι ἡ ἀπόρριψις κάθε ἐχθρικῆς καί ἀντιθέτου σκέψεως, ἐφ' ὅσον «ἡ ἀγάπη οὐ λογίζεται τό κακόν» (Α´ Κορ. ιγ´ 5). Ἡ ἀγάπη καί ἡ ἀπάθεια καί ἡ υἱοθεσία μόνο στήν ὀνομασία διαφέρουν. Ὅπως ταυτίζεται ἡ ἐνέργεια στό φῶς, στήν φωτιά καί στήν φλόγα, ἔτσι νά σκέπτεσαι ὅτι συμβαίνει καί σ' αὐτές. Ὅσο ποσόν ἀγάπης λείπει, τόσο ποσόν φόβου ὑπάρχει. Διότι ὅποιος δέν ἔχει φόβο, ἤ εἶναι γεμᾶτος ἀπό ἀγάπη ἤ εἶναι νεκρωμένος ψυχικά.

5. Δέν εἶναι ἀπρεπές ἐάν ἀπό τά ἀνθρώπινα πράγματα χρησιμοποιήσωμε παραδείγματα γιά τόν πόθο καί τόν φόβο καί τήν ἐπιμέλεια καί τόν ζῆλο καί τήν δουλεία καί τόν ἔρωτα τοῦ Θεοῦ.

Μακάριος ἐκεῖνος πού ἀπέκτησε τέτοιο πόθο πρός τόν Θεόν, ὡσάν αὐτόν πού ἔχει ὁ μανιώδης ἐραστής πρός τήν ἐρωμένη του.

Μακάριος ἐκεῖνος πού ἐφοβήθηκε τόν Κύριον, ὅσο οἱ ὑπόδικοι τόν δικαστή.

Μακάριος ἐκεῖνος πού ἔδειξε τόση ἐπιμέλεια καί φροντίδα στά πνευματικά, ὅσο οἱ εὐγνώμονες δοῦλοι στόν κύριό τους.

Μακάριος ἐκεῖνος πού ἔδειξε τόση ζηλοτυπία γιά τίς ἀρετές, ὅση οἱ σύζυγοι πού προσέχουν ζηλότυπα τίς γυναῖκες τους.

Μακάριος ἐκεῖνος πού τήν ὥρα τῆς προσευχῆς ἵσταται ἐμπρός στόν Κύριον, ὅπως οἱ ὑπηρέτες ἐμπρός στόν βασιλέα.

Μακάριος ἐκεῖνος πού προσπαθεῖ συνεχῶς νά περιποιεῖται καί νά ἀναπαύη τόν Κύριον, ὅπως ἔτυχε νά περιποιηθῆ καί νά ἀναπαύση (σεβαστούς) ἀνθρώπους.

Δέν προσκολλᾶται τόσο πολύ ἡ μητέρα στό βρέφος πού θηλάζει, ὅσο ὁ υἱός τῆς ἀγάπης στόν Κύριον.

6. Ὁ πραγματικός ἐραστής φέρνει πάντοτε στόν νοῦ του τό πρόσωπο τοῦ ἀγαπημένου του καί τό ἐναγκαλίζεται μυστικά μέ ἡδονή. Αὐτός ποτέ, οὔτε καί στόν ὕπνο του δέν μπορεῖ νά ἡσυχάση, ἀλλά καί ἐκεῖ βλέπει τό ποθητό πρόσωπο καί συνομιλεῖ μαζί του. Ἔτσι συμβαίνει στόν σωματικό ἔρωτα. Ἔτσι συμβαίνει καί σ' αὐτούς πού ἄν καί ἔχουν σῶμα εἶναι ἀσώματοι (καί ἀσκοῦν τόν πνευματικό ἔρωτα).

7. Κάποιος πού ἐκτυπήθηκε ἀπό αὐτό τό βέλος ἔλεγε γιά τόν ἑαυτό του πρᾶγμα πού μέ κάνει νά θαυμάζω : «Ἐγώ καθεύδω» ἀπό τήν ἀνάγκη τῆς φύσεως, «ἡ δέ καρδία μου ἀγρυπνεῖ» ἀπό τό πλῆθος τοῦ ἔρωτος (πρβλ. Ἆσμα ε´ 2).

8. Πρέπει νά σημειώσης καί τοῦτο, ὦ ἀφωσιωμένε φίλε, ὅτι ἀφοῦ ἡ ψυχή σάν ἄλλη ἔλαφος ἐξοντώση τά δηλητηριώδη ἑρπετά τῶν παθῶν, τότε «ἐπιποθεῖ καί ἐκλείπει πρός Κύριον» (πρβλ. Ψαλμ. πγ' 3), διότι πληγώνεται σάν μέ δηλητήριο ἀπό τό πῦρ τῆς ἀγάπης1.

9. Ἐκεῖνο πού προξενεῖ ἡ πεῖνα εἶναι κάτι πού δέν φαίνεται καί δέν ἐκδηλώνεται. Ἐκεῖνο ὅμως πού προξενεῖ ἡ δίψα εἶναι κάτι τό ἔντονο καί φανερό πού κάνει ἔκδηλο σέ ὅλους τόν ἐσωτερικό φλογισμό. Γι' αὐτό καί ἐκεῖνος πού ἐπόθει τόν Θεόν ἔλεγε: «Ἐδίψησεν ἡ ψυχή μου πρός τόν Θεόν, τόν ἰσχυρόν, τόν ζῶντα» (Ψαλμ. μα´ 3).

10. Ἐάν τό πρόσωπο πού ἀγαποῦμε γνήσια, μᾶς μεταβάλλη ἐξ ὁλοκλήρου μέ τήν παρουσία του καί μᾶς κάνη φαιδρούς καί χαρωπούς καί χωρίς λύπη, τί δέν θά προξενῆ ἆραγε τό πρόσωπο τοῦ Δεσπότου, ὅταν ἐπισκέπτεται μυστικά τήν καθαρή ψυχή;

11. Ὁ φόβος, ὅταν εἰσχωρήση πραγματικά σέ μία ψυχή, λυώνει καί κατατρώγει τά ρυπαρά πάθη τῆς σαρκός. «Καθήλωσον ἐκ τοῦ φόβου σου τάς σάρκας μου», λέγει σχετικά ὁ Ψαλμωδός (Ψαλμ. ριη´ 120). Ἐνῶ ἡ ὁσία ἀγάπη, ἄλλους συνηθίζη νά τούς κατατρώγη, ὅπως εἶπε ὁ σοφός: «Ἐκαρδίωσας ἡμᾶς, ἐκαρδίωσας», δηλαδή «μᾶς ἐπλήγωσες στήν καρδιά»(Ἆσμα δ´ 9). Ἄλλους τούς κάνει ὡρισμένες φορές νά ἀγάλλωνται καί νά λάμπουν ἀπό χαρά, ὅπως πάλι ἀναφέρεται στήν Γραφή: «Ἐπ᾽ αὐτῷ ἤλπισεν ἡ καρδία μου καί ἐβοηθήθην καί ἀνέθαλεν ἡ σάρξ μου» (Ψαλμ. κζ´ 7). Καί, «καρδίας εὐφραινομένης πρόσωπον θάλλει»(Παρμ. ιε´ 13).

Ὅταν λοιπόν ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος συγχωνευθῆ κάπως μέ τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τότε καί ἐξωτερικά στό σῶμα του σάν σέ καθρέπτη δείχνει τήν ἐσωτερική λαμπρότητα τῆς ψυχῆς. Κατ' αὐτόν τόν τρόπο ἐδοξάσθη καί ἐκεῖνος ὁ θεόπτης, ὁ Μωϋσῆς. Ὅσοι κατέκτησαν τήν ἰσάγγελη αὐτή βαθμίδα, ξεχνοῦν πολλές φορές τήν σωματική τροφή. Καί νομίζω ὅτι δέν τήν ἐπιθυμοῦν καί τόσο συχνά, πρᾶγμα ὄχι ἀπίστευτο, ἀφοῦ συμβαίνει καί ὁ μή κατά Θεόν πόθος νά κόβη πολλές φορές τήν ἐπιθυμία τοῦ φαγητοῦ.

Αὐτῶν πού ἔφθασαν πλέον σέ τέτοια ἀφθαρσία νομίζω ὅτι καί τό σῶμα τους δέν θά ἀσθενῆ τόσο εὔκολα. Διότι κατά κάποιον τρόπο ἐξαγνίσθηκε πλέον καί ἀφθαρτοποιήθηκε. Ἡ φλόγα δηλαδή τῆς ἁγνότητος ἔσβησε τήν φλόγα τῶν σαρκικῶν παθῶν καί ἀσθενειῶν. Νομίζω ἀκόμη ὅτι καί τό φαγητό πού τρώγουν δέν τούς προξενεῖ καμμία εὐχαρίστησι. Διότι ὅπως οἱ ὑπόγειες φλέβες τοῦ νεροῦ ποτίζουν μυστικά τίς ρίζες τῶν φυτῶν, ἔτσι καί τίς ψυχές αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων τίς τρέφει μυστικά τό οὐράνιο πῦρ.

12. Ἡ αὔξησις τοῦ φόβου εἶναι ἀρχή τῆς ἀγάπης. Καί τό τέλος τῆς ἁγνείας εἶναι προϋπόθεσις τῆς θεολογίας. Ἐκεῖνος πού ἕνωσε τελείως τίς αἰσθήσεις του μέ τόν Θεόν, μυσταγωγεῖται στήν θεολογία ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό. Ἐάν ὅμως οἱ αἰσθήσεις δέν ἔχουν ἑνωθῆ μέ τόν Θεόν, εἶναι δύσκολο καί ἐπικίνδυνο νά θεολογῆ κανείς2.

13. Ὁ ἐνυπόστατος Λόγος τοῦ Θεοῦ Πατρός σέ ἐκεῖνον πού θά κατοικήση, θά χαρίση τελεία ἁγνότητα καί καθαρότητα, νεκρώνοντας τόν θάνατο, (δηλαδή τά πάθη πού νεκρώνουν τήν ψυχή). Μετά ἀπό τήν νέκρωσι αὐτή, ὁ μαθητής τοῦ Χριστοῦ φωτίζεται καί γίνεται γνώστης τῆς θεολογίας. (Ὁ ἁγνός γνωρίζει τόν Ἁγνόν), ἐφ' ὅσον «ὁ Λόγος Κυρίου, δηλαδή ὁ Υἱός τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ, ἁγνός (ἐστι) διαμένων εἰς αἰῶνα αἰῶνος» (πρβλ. Ψαλμ. ια´ 7, ιη´ 10). Καί ὅποιος δέν ἐγνώρισε κατ᾽ αὐτόν τόν τρόπον τόν Θεόν, ὁμιλεῖ περί Θεοῦ«στοχαστικῶς».

14. Ἡ ἁγνεία ἀνέδειξε θεολόγο τόν μαθητή3, ὁ ὁποῖος μέ τήν ἁγνεία του αὐτή ἀξιώθηκε νά κηρύξη καί νά στερεώση τά δόγματα τῆς Ἁγίας Τριάδος.

15. Ἐκεῖνος πού ἀγαπᾶ τόν Κύριον, ἔχει προηγουμένως ἀγαπήσει τόν ἀδελφό του. Τό δεύτερο ὁπωσδήποτε εἶναι ἀπόδειξις τοῦ πρώτου. Ἐκεῖνος πού ἀγαπᾶ τόν πλησίον του, ποτέ δέν θά ἀνεχθῆ ἀνθρώπους πού καταλαλοῦν. Θά φύγη δέ μακρυά ἀπό αὐτούς σάν ἀπό φωτιά. Ἐκεῖνος πού λέγει ὅτι ἀγαπᾶ τόν Κύριον καί συγχρόνως ὀργίζεται κατά τοῦ ἀδελφοῦ του, ὁμοιάζει μέ ἐκεῖνον πού τρέχει στόν ὕπνο του!

16. Ἡ δύναμις τῆς ἀγάπης εἶναι ἡ ἐλπίς, διότι μέ αὐτήν περιμένομε τόν μισθό τῆς ἀγάπης. Ἡ ἐλπίς εἶναι «ἀδήλου πλούτου πλοῦτος», (δηλαδή πλοῦτος ἑνός πλούτου πού δέν φαίνεται). Ἡ ἐλπίς εἶναι ἀσφαλής ἀπόκτησις θησαυροῦ πρίν ἀπό τήν ἀπόκτησί του. Αὐτή εἶναι ἀνάπαυσις καί ἀνακούφισις ἀπό τούς κόπους. Αὐτή εἶναι ἡ θύρα τῆς ἀγάπης. Αὐτή φονεύει τήν ἀπόγνωσι. Αὐτή εἰκονίζει ἐμπρός μας τά πράγματα πού εὑρίσκονται μακρυά. Ἔλλειψις τῆς ἐλπίδος σημαίνει ἀφανισμός τῆς ἀγάπης. Σ' αὐτήν εἶναι δεμένοι οἱ πόνοι, σ' αὐτήν εἶναι κρεμασμένοι οἱ κόποι, αὐτήν περικυκλώνει τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ.

17. Ὁ εὔελπις μοναχός εἶναι σφάκτης τῆς ἀκηδίας, τήν ὁποία κατανικᾶ μέ τήν μάχαιρα τῆς ἐλπίδος. Ἡ ἐλπίς γεννᾶται ἀπό τήν γεῦσι καί τήν ἐμπειρία τῶν δώρων τοῦ Κυρίου. Διότι αὐτός πού δέν τά ἐγεύθηκε, ἔχει δισταγμούς. Τήν ἐλπίδα τήν ἐξαφανίζει ὁ θυμός, διότι ὅπως λέγει ἡ Γραφή, «ἡ ἐλπίς οὐ καταισχύνει» (Ρωμ. ε´ 5), ἐνῶ «ἀνήρ θυμώδης οὐκ εὐσχήμων» (Παρμ. ια´ 25).

18. Ἡ ἀγάπη χορηγεῖ τήν χάρι τῆς προφητείας, ἡ ἀγάπη παρέχει τήν δύναμι τῆς θαυματουργίας, ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ ἄβυσσος τῆς θείας ἐλλάμψεως, ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ πηγή τοῦ θεϊκοῦ πυρός —ὅσο περισσότερο πῦρ ἀναβλύζει, τόσο περισσότερο καταφλέγει ἐκεῖνον πού διψᾶ. Ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ στάσις καί ἡ ἑδραίωσις τῶν Ἀγγέλων, ἡ πρόοδος εἰς τούς αἰῶνας ὅλων τῶν ἐκλεκτῶν τοῦ Θεοῦ.

«Ἀνάγγειλέ μας, ὦ σύ ἡ ὡραία ἀνάμεσα στίς ἀρετές, ποῦ βόσκεις τά πρόβατά σου; Ποῦ κατασκηνώνεις τό μεσημέρι;» (πρβλ. Ἆσμα α´ 7). «Φώτισον ἡμᾶς, πότισον ἡμᾶς, ὁδήγησον ἡμᾶς, χειραγώγησον ἡμᾶς». Ἐπιθυμοῦμε πιά νά ἀνεβοῦμε κοντά σου. Διότι ἐσύ κυριαρχεῖς σέ ὅλα. Τώρα μοῦ ἐπλήγωσες τήν καρδιά καί δέν μπορῶ νά ἀνθέξω στήν φλόγα σου. Γι' αὐτό θά σέ ὑμνήσω καί θά προχωρήσω: Ἐσύ κυριαρχεῖς ἐπάνω στήν δύναμι τῆς θαλάσσης, ἐσύ καταπραΰνεις καί νεκρώνεις τήν ταραχή τῶν κυμάτων της. Ἐσύ ταπεινώνεις καί καταρρίπτεις ὡς τραυματία τόν ὑπερήφανο λογισμό. Μέ τόν ἰσχυρό σου βραχίονα διασκορπίζεις τούς ἐχθρούς σου (πρβλ. Ψαλμ. πη´ 10-11) καί ἀναδεικνύεις ἀνικήτους τούς ἰδικούς σου ἐραστάς.

«Kαί βιάζομαι νά μάθω πῶς σέ εἶδε ὁ Ἰακώβ ἐπάνω στήν κορυφή τῆς κλίμακος. Ἐρωτῶ νά μάθω γι᾽ αὐτήν τήν ἀνάβασι. Πές μου, πῶς ἦταν ὁ τρόπος καί ἡ σύνθεσις στήν διάταξι τῶν βαθμίδων; Τῶν βαθμίδων τῆς ἀναβάσεως ἐκείνης, τήν ὁποία ἔβαλε στόν νοῦ καί στήν καρδιά του νά ἐπιχειρήση ὁ ἐραστής σου; (πρβλ. Ψαλμ. πγ´ 6). Διψῶ ἀκόμη νά μάθω, ποιός ἦταν ὁ ἀριθμός τῶν βαθμίδων, καί πόσος χρόνος ἐχρειαζόταν γιά τήν ἀνάβασι. Διότι τούς μέν χειραγωγούς τῆς ἀναβάσεως, (τούς Ἀγγέλους δηλαδή), τούς ἀνήγγειλε αὐτός πού σέ εἶδε καί ἐπάλαιψε μαζί σου4, ἀλλά γιά τίποτε ἄλλο δέν θέλησε ἤ μᾶλλον δέν κατώρθωσε νά μᾶς διαφωτίση».

Ἐκείνη δέ —ἄν καί θεωρῶ καλύτερο νά εἰπῶ Ἐκεῖνος5— ἡ βασίλισσα, σάν νά ἔσκυψε ἀπό τόν οὐρανό ἔλεγε στά αὐτιά τῆς ψυχῆς μου:

«Ἐάν, ὦ ἐραστά, δέν λυθῆς ἀπό τήν παχύτητα τοῦ σώματος, δέν θά μπορέσης νά γνωρίσης τό κάλλος τοῦ προσώπου μου. Ἡ κλῖμαξ ἄς σέ διδάσκη τήν πνευματική σύνθεσι τῶν ἐπί μέρους ἀρετῶν. Στήν κορυφή δέ αὐτῆς τῆς κλίμακος εἶμαι στηριγμένη ἐγώ, καθώς τό εἶπε ὁ μεγάλος μύστης μου, (ὁ Ἀπόστολος Παῦλος): "Νυνί δέ μένει τά τρία ταῦτα, πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη, μείζων δέ πάντων ἡ ἀγάπη" (Α´ Κορ. ιγ´ 13)».

ΣΥΝΤΟΜΟΣ ΠΡΟΤΡΟΠΗ


ἀντίστοιχος πρός ὅσα προηγουμένως ἀνεπτύχθησαν λεπτομερῶς

ΑΝΕΒΑΙΝΕΤΕ, ἀνεβαίνετε, ἀδελφοί, ἐπιθυμῶντας ὁλόψυχα τίς ἀναβάσεις6, ἀκούοντας αὐτόν πού λέγει: «Δεῦτε ἀναβῶμεν εἰς τό ὄρος Κυρίου καί εἰς τόν οἶκον τοῦ Θεοῦ ἡμῶν»(Ἡσ. β´ 3), ὁ ὁποῖος «δίνει στά πόδια μας τήν εὐκινησία τῆς ἐλάφου καί μᾶς ἀνεβάζει σέ ὑψηλούς τόπους» (Ψαλμ. ιζ´ 34), «ὥστε νά νικήσωμε δοξολογῶντας Αὐτόν» (Ἀββακ. Γ´ 19).

Νά τρέξετε, παρακαλῶ, μαζί μέ ἐκεῖνον πού λέγει: «Σπουδάσωμεν, ἕως οὗ καταντήσωμεν οἱ πάντες εἰς τήν ἑνότητα τῆς πίστεως καί τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ Θεοῦ, εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφ. δ´ 13). Τοῦ Χριστοῦ, πού στήν ἡλικία τῶν τριάκοντα ἐτῶν ὡς ἄνθρωπος ἐβαπτίσθηκε καί κατεῖχε τήν τριακοστή βαθμίδα τῆς πνευματικῆς κλίμακος. (Ἄς προχωρήσωμε μέχρι τήν τελευταία βαθμίδα τῆς ἀγάπης, γιά νά συναντήσωμε τόν Θεόν), ἐφ᾿ ὅσον βέβαια ἡ ἀγάπη εἶναι ὁ Θεός, στόν ὁποῖον πρέπει ὁ ὕμνος, στόν ὁποῖον ἀνήκει ἡ δύναμις καί τό σθένος, στόν ὁποῖον ὑπάρχει ἡ αἰτία κάθε καλοῦ καί ὑπῆρχε καί θά ὑπάρχη εἰς τούς ἀπεράντους αἰῶνας. Ἀμήν.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Γιά τήν κατανόησι τῆς φράσεως αὐτῆς πρέπει νά σημειωθῆ, ὅτι σύμφωνα μέ μία λανθασμένη ἀντίληψι τῶν ἀρχαίων ἡ ἔλαφος κατατρώγει τούς ὄφεις, τό δέ δηλητήριό τους μέσα στόν ὀργανισμό της δημιουργεῖ φλόγωσι καί ἀφόρητη δίψα, ὥστε νά ἐπιποθῆ «ἐπί τάς πηγάς τῶν ὑδάτων». Ἐδῶ χαρακτηρίζεται ὡς ἔλαφος ἡ ψυχή πού ἀνέβηκε στίς βαθμίδες τῆς ταπεινοφροσύνης καί τῆς ἀπαθείας καί προχωρεῖ τώρα γεμάτη δίψα καί θεῖο πόθο πρός τήν κορυφή τῆς ἀγάπης.

2. Ἐάν δηλαδή ὁ ἄνθρωπος δέν καταστῆ ἡγιασμένο δοχεῖο τῆς Χάριτος, δέν μπορεῖ νά γίνη θεολόγος. «Πᾶσα προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου —παρατηρεῖ σύγχρονος θεολόγος— ὅπως γίνη μέτοχος τῆς θεολογίας αὐτοδυνάμως, ἐν τῇ αὐταρκείᾳ τῆς ἐκπεσούσης αὐτοῦ φύσεως καί τῶν διεσπασμένων καί φύσει ἄλλωστε περιωρισμένων αὐτοῦ δυνατοτήτων εἶναι ἀνέφικτος... (Καί ἀντί θεολογίας ἔχομεν τότε) τόν περί Θεοῦ θνητόν ἀνθρώπινον λόγον, ἐντός τοῦ ὁποίου κυοφορεῖται ἐν πολλοῖς τό σκάνδαλον μιᾶς ἁμαρτανούσης θεολογίας, ἡ ὁποία ἀντί τῆς ζωῆς εἶναι φορεύς τοῦ θανάτου» Κ. Μουρατίδης, Ἡ θεολογία τῆς Κλίμακος τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου «Κοινωνία», ΙΖ´ 2, σελ. 59).

3. Ἐννοεῖ τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν εὐαγγελιστή.

4. Πρόκειται γιά τόν πατριάρχη Ἰακώβ. Τό περιστατικό τῆς πάλης του μέ τόν Θεόν περιγράφεται στήν Γένεσι, λβ´ 24-31.

5. «Ἐκεῖνος», δηλαδή ὁ Θεός, ἐφ' ὅσον «ὁ Θεός ἀγάπη ἐστίν» (Α´ Ἰωάν. δ´ 16).

6. Παρόμοιες προτροπές καί ἐκφράσεις συναντῶνται καί στόν Θεολόγο Γρηγόριο: «Τίς ἔμπαλιν ἀπό τοῦ τριάκοντα εἰς τόν ἑξήκοντα προελθών εἰς τόν ἑκατόν ἐτελεύτησεν, ἵνα προβαίνων, ὡς ὁ Ἰσαάκ, μέγας γένηται, πορευόμενος ἐκ δυνάμεως εἰς δύναμιν καί τάς ὠδάς τῶν Ἀναβαθμῶν ἄδων, καί ἀναβάσεις ἐν τῇ καρδίᾳ τιθέμενος» (Λόγος 26ος).

ΚΛΙΜΑΞ
Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου
Εἰσαγωγή-κείμενον-μετάφρασις-
σχόλια-πίνακες
ὑπό Ἀρχιμ. ΙΓΝΑΤΙΟΥ
Ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Παρακλήτου

Ὠρωπός Ἀττικῆς 1978

Στην Δράμα ...στη Σίψα για προσκύνημα σε έναν νέο Άγιο της Εκκλησίας μας

Στην Δράμα ...στη Σίψα για προσκύνημα σε έναν νέο Άγιο της Εκκλησίας μας

Στην Δράμα ...στη Σίψα για προσκύνημα σε έναν νέο Άγιο της Εκκλησίας μας
«Μάνα, τα μαλλιά σου άσπρισαν, γέρασες, θα φύγεις απ’ αυτή τη γη, τι θα πας να βρεις στον άλλο κόσμο; Το πιάτο σου είναι άδειο κι η καντήλα σου σβησμένη». *** -Μάνα, Ταμάμα, που ήσουνα εσύ και σε βλέπω τώρα; -Καλά Γέροντα, δε με είδες; Εχθές στον εσπερινό ήμουνα, σήμερα στη λειτουργία. Δε με είδες; -Δε σε είδα στην Εκκλησία. Τα ρούχα σου έβλεπα. Εσένα δε σε έβλεπα. -Πάτερ άφησα μια κλώσα με δώδεκα πουλάκια στο σπίτι κι ο νους μου ήταν εκεί! *** «Παιδί μου, Ευθυμία, δε θα πεις τίποτε εις βάρος της πεθεράς σου. Γιατι, ό,τι σ’ έλεγε η πεθερά σου, τα είχε στα χείλη». *** Παραμονή Χριστουγέννων ο άντρας μου ήθελε να κοιμηθούμε μαζί. Εγώ τον απέτρεπα. Μετά δυο χρόνια που βρέθηκα στο Μοναστήρι, ο Γέροντας μόλις με είδε, μου είπε: «Μάνα μου, τέτοιο χάλι δεν είδα. Παραμονή Χριστουγέννων να σμίγουν τ’ ανδρόγυνα. Κάνουν παράλυτα παιδιά κι ύστερα τρέχουν να τα σώσουν». *** Μια μέρα καθόταν ο Γέροντας έξω από το σπίτι μου. Ήρθε μια γυναίκα και συζήτησε αρκετή ώρα μαζί του. Ο Γέροντας επαίνεσε κάποια γνωστή της. Τότε η γυναίκα του λέει: -Γιατί, πάτερ, την επαινείς τόσο; -Αυτή, μάνα μου, και τι δεν έκανε. Πεθαμένους ξημέρωσε (δηλαδή ξενυχτούσε στα σπίτια που είχαν νεκρό), ορφανά βοήθησε, γεφύρια έχτισε, ελεημοσύνες έκανε. -Πάτερ, γι’ αυτήν δεν άκουσα καλά λόγια. -Τα κακά λόγια άκουσες και τα καλά δεν άκουσες; Αυτής τα στραβά άκουσες, τα δικά σου δεν τα ξέρεις; -Πάτερ, τι έκανα η κακομοίρα; - Όταν ζυγίζεις τη μισή οκά για μια κι έκλεβες στη ζυγαριά, δεν το σκεφτόσουν; Δούλεψες για τον διάβολο. Εκείνα λογάριασες και τα δικά σου δε λογάριασες; Η γυναίκα σιώπησε και κατέβασε το κεφάλι της. *** Την ημέρα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου ήλθαν να τον δουν 4-5 γυναίκες επιστρέφοντας από μία βάπτιση, που είχε γίνει στο χωριό. Μόλις τις είδε, είπε: «Πήγατε στη βάπτιση και φεύγοντας κουτσομπολεύατε το φαγητό που σας παρέθεσαν, αν ήταν καλό ή όχι…». Εκείνες τον κοιτούσαν και χαμογελούσαν. Ο Γέροντας τότε είπε αυστηρά: «Μη γελάτε… Είναι πολύ κακό να σε ταϊζει ο άλλος και συ να τον κατηγορείς για ό,τι σου προσφέρει». *** «Ο Θεός φροντίζει για όλους. Η απελπισία είναι σχεδόν απιστία». *** «Να μην κάθεσθε την ώρα της θ. Λειτουργίας. Ο νους σας να μην πετάει εδώ κι εκεί. Όσο θα είσθε στην εκκλησία να το πάρετε απόφαση, να διαθέσετε όλο τον χρόνο στην προσευχή». *** Σε μια γυναίκα που άφησε αβοήθητη μια μητέρα που γεννούσε και πέθανε το παιδί της στάθηκε πολύ αυστηρός στην ασπλαχνία της. Μετά την εξομολόγηση της είπε: «Για να συγχωρεθείς, θα πας στο σπίτι σου, και θα παρακαλέσεις πολύ την Παναγία να σε βοηθήσει να κάνεις τον κανόνα σου. Θα πας να ζητιανέψεις σε εφτά χωριά. Από το πρωί ως το βράδυ θα ζητιανεύεις στο ένα χωριό και ότι μαζεύεις θα το μοιράζεις σε φτωχούς και ορφανά. Αυτό θα το κάνεις επί μία εβδομάδα». Η γυναίκα ρώτησε αν μπορεί να μοιράσει χρήματα δικά της, για μην εκθέσει την οικογένειά της. Ο Γέροντας όμως επέμενε: «Το αμάρτημα αυτό δεν συγχωρείται με χρήματα, αλλά με ζητιάνεμα, για να ταπεινωθείς, για να φύγει ο εγωισμός, για να πέσει η μύτη ως το χώμα». *** Σε κάποιον που αποφάσισε να διαλύσει τον γάμο του επειδή η πεθερά του επενέβαινε αδιακρίτως στα του οίκου του, τον συμβούλευσε ο Γέροντας: «Την γυναίκα δεν την χωρίζουν εύκολα. Αυτή σου την έδωσε εσένα ο Θεός, να υποφέρεις μαζί της». *** Είπε σε κάποιον προσκυνητή για την αντιδικία: «Σου έκανε εκείνο, του έκανες εσύ, σου έκανε εκείνος, πάλι του έκανες εσύ… Αυτά δεν τελειώνουν. Εσύ δεν έπρεπε να συνεχίσεις την ανταπόδοση του κακού». *** «Οι υποσχέσεις στον Θεό δεν πρέπει να αθετούνται». *** «Να μη σκέπτεσθε μόνο τι θα φάτε, τι θα φορέσετε, τι μεγάλο σπίτι θα χτίσετε. Να κτυπάτε τις πόρτες των φτωχών, των αρρώστων, των ορφανών. Περισσότερο να προτιμάτε τα σπίτια των θλιμμένων παρά των χαρούμενων. Εάν κάνετε καλά έργα, θα έχετε μεγάλο μισθό από τον Θεό. Θ’ αξιωθείτε να δείτε θαύματα, και στην άλλη ζωή θα έχετε απέραντη αγαλλίαση». *** «Πάντα να ζείτε σεμνά και ταπεινά, δίχως εγωισμό… Πάντα να φροντίζετε ν’ αγαπάτε τους γέρους, τα ορφανά, τους αρρώστους. Να συναναστρέφεστε με φτωχούς και με ανθρώπους που οι άλλοι τους ταπεινώνουν». *** Είπε ο Γέροντας σε προσκυνήτρια της μονής: «Στον φτωχό που σου ζήτησε να του δώσεις ψωμί δεν του έδωσες και τώρα ήρθες να κάνεις σαρανταλείτουργο για να επιδειχθείς;» *** «Η Παναγία δεν θέλει μεγάλες λαμπάδες, ελεημοσύνη στους φτωχούς θέλει». *** Είπε σε μια γυναίκα που τον συνάντησε στο μοναστήρι: «Τι; πηγαίνεις κάθε ημέρα στην Εκκλησία και δεν έχεις συγχωρεθεί με τα παιδιά σου;». *** Σε μια νέα γυναίκα είπε: «Εσύ για την αγάπη που έδειξες στην κατάκοιτη μητέρα σου έκανες πολύ καλά. Ο Θεός σου τα συγχώρεσε όλα». *** «Ο γεωργός όταν αρχίσει να οργώνει για να σπείρει, βλέπει πάντα εμπρός και προχωρεί, δεν γυρίζει να δει πίσω του και ο Θεός τον προστατεύει». *** Έλεγε ο Γέροντας ότι αυτά που σώζουν τον άνθρωπο είναι «τα έργα τα καλά του Θεού, η ταπείνωση, η υπακοή, η αγάπη, η ελεημοσύνη». *** Ο Γέροντας παρ’ ότι περιστοιχιζόταν από τόσο πολύ κόσμο, που τον εκτιμούσε και τον υπεραγαπούσε, αισθανόταν μόνος του. Δεν είχε ανθρώπους να τον καταλάβουν καλά, να τον μιμηθούν, να τον διαδεχθούν. Αναπαυόταν στο θέλημα του Κυρίου. Σε στιγμές ειλικρίνειας και πόνου αναφωνούσε: «Πολλά τα πρόβατα, αλλά πολύ λίγο το γάλα». *** «Δεν αντέχω να βλέπω το κακό. Όλοι είμαστε αμαρτωλοί. Και μόνο που στη γη πατάμε και σάρκα φοράμε κάθε βήμα μας είναι και αμαρτία». *** «Μέσα στην αμαρτία κυλιέται ο κόσμος και δεν το καταλαβαίνει. Αυτά με κουράζουν, δεν αντέχω». *** «Όλοι θα φύγουμε από αυτή τη ζωή. Είμαστε περαστικοί από εδώ. Εδώ ήλθαμε να δείξουμε τα έργα μας και να φύγουμε». *** Πριν κοιμηθεί, είπε σε πνευματικό του τέκνο: «Γιαβρούμ (=παιδί μου), εγώ άσπρα-μαύρα, πέρασα τη ζωή. Εσύ να δούμε τι θα κάνεις; πως θα τα περάσετε;». *** «Οι άνδρες πρέπει ν’ αποφεύγουν να έρχονται σε ερωτική επαφή τις Κυριακές και τις γιορτές για να μη γεννιούνται ανάπηρα παιδιά». *** Αν αγαπούσε κάποιον, ο Γέροντας, του έστριβε τ’ αυτί. Τον χορό δεν τον θεωρούσε αμαρτία. Χόρευε κι ο ίδιος ποντιακούς χορούς. *** Λίγες μέρες πριν την οσιακή κοίμησή του, έβλεπε τα βουνά και έλεγε: «Ευλογημένα βουνά, μόνα σας θα μείνετε». Σαν να τ’αποχαιρετούσε.

Στη Χίο στον Θαυματουργό Άγιο ...

Στη Χίο στον Θαυματουργό Άγιο ...

Στη Χίο στον Θαυματουργό Άγιο ...
“Μνήσθητί μου, Κύριε”, του είπε, “όταν έλθης εν τη βασιλεία Σου”. Θυμήσου και μένα, Χριστέ μου, όταν πας στη βασιλεία Σου!”. Τι γλυκός λόγος! Όλα τα σιρόπια, όλα τα πανευφρόσυνα, όλα τα ευχάριστα του κόσμου τα υπερνικά ο λόγος αυτός. Αμέσως εκτύπησαν αυτά μέσα στην καρδιά του Χριστού και έγινεν αντανάκλασις της χάριτος. Του απήντησε λοιπόν: “αλήθεια σου λέγω και εγώ, ότι σήμερα θα έλθης μαζί μου στον παράδεισο”. Για την μετάνοια αυτής της στιγμής που δείχνεις, ξεχνώ όλους τους φόνους και τα κακουργήματα που είχες καμωμένα και η ευσπλαχνία μου με παρακινεί να σου ειπώ αυτόν τον λόγον: έλα μαζί μου στην βασιλεια μου. Μήπως και εμείς, αδελφές, δεν μοιάζωμεν καμμιά φορά με τον ληστήν; Είμεθα όλο στολισμένοι με χάριτας; Δεν έχομεν ακάθαρτα και αμαρτίες; Δεν μολύνομεν κάθε λίγο τας ψυχάς μας; Δεν βλέπομεν τον πλησίον μας με κακία; Δεν κρίνομεν και κατακρίνομεν; Δεν οργιζόμεθα, δεν φθονούμεν, δεν συκοφαντούμεν; Αλλα μήπως ο Θεός για όλα αυτά μας παραπέμπει; Μήπως εάν ημείς είμεθα ακάθαρτοι, εάν είμεθα μοχθηροί και κακότροποι, εκείνος μας οργίζεται; Μας μισεί; Όχι. Με αυτά τα ακάθαρτα χείλη που έχομεν, δέχεται και τον δοξολογούμεν; Μ’αυτά τα ρερυπωμένα μας εντόσθια, δέχεται και τον γευόμεθα, με αυτά τα αμαρτωλά μας χέρια και πόδια μας κρατεί μας κρατεί στη ζωή. Τέτοια αγάπη μας έχει, τέτοια συμπάθεια έχει για τον ανθρώπoν, τέτοια μακροθυμία για όλους μας. Μήτε Εβραίο ξεχωρίζει μήτε Έλληνα μήτε Οθωμανό. Για όλους την ίδια στοργή αισθάνεται. Και όπως τον καιρόν της σταυρώσεως καρφωμένος πάνω στο μαύρο ξύλο εφώναζε γλυκά-γλυκά: πάτερ μου, μη συνορισθής τους σταυρωτάς μου, γιατί δεν ξεύρουν τι κάνουν, δεν με κατάλαβαν ποιός είμαι, δεν καταλαβαίνουν. Τα ίδια εξακολουθεί να φωνάζη ακόμα μέχρι σήμερα για όλους μας ο Χριστός. Ποσα σφάλλει κάθε ημέραν η ανθρωπότης εις τον Θεόν! Και όμως εκείνος ποτέ δεν μας οργίζεται, ποτέ δεν μας ρίχνει κακία ποτέ! Ποτέ! Τον βλασφημούμεν, τον παροργίζομεν, τον μουτζώνομεν, τον ξανασταυρώνομεν και εκείνος πάλι μας υπομένει, πάλι μας αγαπά. Διότι είναι ο Θεός ελέους, είναι Θεός αγάπης, Θεός της ευσπλαχνίας. Για όλα αυτά τα ακάθαρτα, τα οποία του προσφέρoμεν ημείς, εκείνος μας προσφέρει έλεος και παρηγοριά. Ποτε δεν συχαίνεται ο Θεός κανένα μας. Μόνο ο άνθρωπος είναι σκληρός, μόνον ο άνθρωπος δεν υπομένει ο ένας τον άλλον, παρά κρίνει και κατακρίνει και συκοφαντεί και κατηγορεί και ζητεί να βλάψει και να καταστρέψει και να αδικήση τον άλλον. Ο Θεός όμως δεν κάμνει έτσι - όλο φροντίζει πως να βοηθήσει τον ανθρώπoν, όλο ζητεί να του δίδη χείρα βοηθείας. Πότε έναν πνευματικόν φανερώνει να τον συμβουλέψη, πότε κανέναν άγγελoν να τον φώτιση, πότε κανένα λογισμό καλό του βάζει, πότε μια έμπνευση θεϊκή του φέρνει, άλλοτε κανέναν ανθρώπoν καλόν του παρουσιάζει και του δίνει μια παρηγοριά. Μη λησμονάτε, αδελφές, ότι τυχαινομεν και μεις σε ώρες και σε στιγμές που λυπάται ο ένας τον άλλον. Να λυπούμαι εγώ εσάς και σεις εμενά, να λυπάται η μία την άλλην σας. Δεν έχομεν ανάγκη να λέμε για τον άλλον κόσμον. Όταν βλέπετε τα λάθη μου να λέτε: στιγμή είναι και ας συμπαθήσωμεν, και να δείχνετε συμπάθεια, αδελφές, όπως έδειξε ο Παύλος για τους Εβραίους και έλεγε: “Πάτερ, μη στήσης αυτoίς την αμαρτίαν ταύτην”. Έτσι να λέτε εσείς για μένα και εγώ για σας. Εγώ μπορεί να δείξω καμμιά φορά ότι στενοχωρούμαι μαζί σας και να σας μαλώνω καμμιά φορά, πάλι για το καλό σας. Έπειτα όμως πηγαίνω πιό εκεί και ο Θεός το γνωρίζει τί λέγω. Αoράτως ακούει ο Θεός τί λέγω: “συγχώρεσέ την, Θεέ μού, άνθρωπος είναι και αυτή, πλασμένη από το ίδιο πλάσμα που είναι πλασμένος όλος ο κόσμος και σύρεται και αυτή από τα ίδια πάθη και τυραννιέται και βασανίζεται, μην της συνορισθής - συγχώρεσέ την”. Και σεις, αδελφές, συμπάθεια να έχετε η μία για την άλλη σας. Όχι με μίσος και έχθρα, όχι με φθόνον και κακία, όχι με πονηρία και σκληρότητα ψυχής και απανθρωπιά. Παρά με συμπάθεια, με μακροθυμία, με καρτερία, με σπλάγχνα οικτιρμών και φιλανθρωπίας ο ένας για τον άλλον μας. Σήμερα είσαι συ, αύριο εγώ, τώρα σφάλλει ο ένας, σε λίγο ο άλλος. Kάθε στιγμή μας συγχωρεί ο Θεός. Kαι μεις να συγχωρούμεν αλλήλους μας, και μεις να κλαύσωμεν και να θρηνήσωμεν και να λυπηθούμεν και να συμπονέσωμεν και να παρακαλέσωμεν τον Θεόν για το σφάλμα του αδελφού μας. Αυτή είναι η μεγαλυτέρα αρετή. Όσες αρετές και αν έχης, όσα καλά έργα κα προσευχές και αγαθοεργίες και αν κάμης, όλα τα υπερβαίνει, εάν πης ένα λόγο: Θεέ μου, συγχώρεσε τον αδελφόν μου για ό,τι μου έκαμε.

Αν δεν υπάρχει Θεός ...


Αν δεν υπάρχει Θεός ...



Αν υπάρχει Θεός την βάψαμε ! γραμμένο στον τοίχο της μεγάλης Πόλης …Το βλέπεις και χαμογελάς και θυμάσαι και τον Ντοστογιέφσκυ που λεγε πως χωρίς Θεό όλα επιτρέπονται ! Πήρα σπρέι και βγήκα στους δρόμους της σκόρπιας ψυχής μου ! Βρήκα έναν τοίχο της , χιλιογραμμένο  με της αμαρτίας τα χρώματα και άλλες τόσες σβησμένο με του Θεού το έλεος   και έγραψα και εγώ :Καληνύχτα παιδί μου …Ο Χριστός μας σ’ αγαπά !

Μια αίθουσα κατάμεστη από γονείς και αγωνίες …Φοβίες , ανασφάλειες , δισταγμοί …Άνθρωποι και συναισθήματα καθισμένα άβολα σε καρέκλες , κοιτάζοντας απέναντι την συμπαθητική Κυρία με τα γυαλιά και τα ζωηρά μάτια . Σπουδαία Ψυχολόγος , Οικογενειακός Σύμβουλος με πολύχρονη εμπειρία και πλούσιο Βιογραφικό …Το θέμα σπάνιου ενδιαφέροντος γεμάτο από μέλλον και ελπίδα…Κατάγιομο από ευτυχισμένα χαμόγελα …Χαμόγελα υπό αίρεση όμως …Την αίρεση να ακολουθηθούν πιστά οι συμβουλές της Συμπαθητικής Κυρίας και της σύγχρονης Ψυχολογίας …Την ακούνε με προσοχή 

- Αυτό που κάνει κάποιον να πετυχαίνει στη ζωή, έχει αποδειχτεί στατιστικά ότι δεν είναι οι γνώσεις, τα πτυχία, τα υλικά εφόδια, οι γνωριμίες, ή ότι άλλο συνηθίζουμε να επικαλούμαστε σαν προϋπόθεση όταν μας απασχολεί ένα τέτοιο θέμα. Αναμφισβήτητα ,συνεχίζει, όλα τα παραπάνω είναι βοηθητικά.  Υπάρχει όμως κάτι που κάνει τη διαφορά. Μοιάζει να είναι το βασικό, το κύριο και.. ίσως το μοναδικό συστατικό για να πετύχει η συνταγή και είναι :


 Η Εμπιστοσύνη στον Εαυτό…. Έτσι μόνο η προσωπικότητα γνωρίζει πως με όποιο καιρό, με όποιες συνθήκες, με όποιες αντιξοότητες, είναι σε θέση να ανταπεξέλθει. Να πέσει και να ξανασηκωθεί…


Μέσα στις συμβουλές , στην τελευταία θέση στο κάτω μέρος της οθόνης και άλλη μια :Πνευματικότητα και σε παρένθεση γραμμένο :Επαφή με το Θείο …-Τα τελευταία χρόνια έχει προστεθεί και αυτό…Σε οποιαδήποτε έκφρασή του …Θεός ή Βούδας ή Αλλάχ , δεν έχει σημασία! συνεχίζει η συμπαθητική Κυρία …Ο,τιδήποτε σε κάνει να πιστεύεις …απλά σε κάτι και αυτό να σε δυναμώνει …Ο εαυτός μου! πετάχτηκε κάποιος …. Η Εμπιστοσύνη στον Εαυτό!…. Επανέλαβε η συμπαθητική Κυρία …-Δεν φοβάμαι τίποτε δεν πιστεύω σε τίποτα είμαι ελεύθερος! Πετάχτηκε κάποιος άλλος να πει αυτό που ο Καζαντζάκης ζήτησε να γραφτεί στον Τάφο του … 
Πολλοί συμφώνησαν κουνώντας θαυμαστικά τα κεφάλια τους …Η συμπαθητική Κυρία με τις εξαιρετικές γνώσεις και την δομημένη σκέψη συνέχισε να προτρέπει τους γονιούς να γίνουν προπονητές των παιδιών τους ….Σκέφτεται επίσης δυνατά πως κάποιοι γονείς που θα έπρεπε να ήταν στην αίθουσα σήμερα λείπουν υπονοώντας πως δεν γνωρίζουν ή δεν θέλουν να παραδεχτούν  ότι χρειάζονται τις συμβουλές της …Κάποιος άλλος τώρα πήρε τον λόγο διακόπτοντας σχεδόν την συμπαθητική Κυρία …-Μπορεί αυτοί οι άλλοι που λείπουν όπως λέτε από εδώ , να ναι τώρα αλλού …Κάπου που ιεραρχούν τον Θεό στην κορυφή …Όχι τον οποιοδήποτε Θεό , Μα τον μόνο αληθινό …Ιησού Χριστό Εσταυρωμένο …Δεν θα έπρεπε να χρησιμοποιείτε τον όρο προπονητής ,  όταν κατατάσσετε  τον Θεό τόσο χαμηλά …Το ρήμα προπονώ κρύβει μέσα του τον πόνο . Να εκπαιδεύσεις όμως τα παιδιά σου στον πόνο χωρίς Χριστό  δεν γίνεται ! Τον αγαπώ τον Καζαντζάκη …Στο Αναφορά στον Γκρέκο μ έκανε να λατρέψω πιότερο τον Θεό …στ αλήθεια ! Μα αγαπώ και τον Ντοστογιέφσκι που έγραψε πως αν δεν υπάρχει Θεός όλα επιτρέπονται ! και τον Άγιο Νικόλαο τον Βελιμίροβιτς τον Άγιο των Σέρβων , που είπε πως δρόμος χωρίς Θεό δεν αντέχεται !
Η συμπαθητική Κυρία τότε φανέρωσε πως κι αυτή πιστεύει στον Θεό και τον προτάσσει στην δική της ζωή μα συνήθως στις ομιλίες της το αποφεύγει για να μην προκαλέσει …Ποιους στ αλήθεια; Τους ελεύθερους δεσμώτες ; Τους ανεξαρτήτους «ορθοτομούντες» το …αδέσμευτο πνεύμα και την  άνυδρη ψυχή ; Τους υπό αίρεση ευτυχισμένους ; Τις απρο- πόνητες  μπερδεμένες ψυχούλες ;… Θυμήθηκα τότε αυτό που είπε ο περιφρονημένος Θεάνθρωπος : «Όποιος με ομολογήσει μπροστά στους ανθρώπους θα τον ομολογήσω κι εγώ μπροστά στον Πατέρα μου τον επουράνιο»….
Στην κλίμακα των …συμβουλών πάντα πρώτος ο Χριστός και η Αγάπη Του …
Καληνύχτα παιδί μου …Ο Χριστός μας σ’ αγαπά !
Καλή κατηχητική χρονιά !


νώντας σκοπετέας

Απόσπασμα από την Εκπομπή Εν τω φωτί Σου οψόμεθα φως με τίτλο : Αν δεν υπάρχει Θεός...

Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2013

Φανατισμός και ανεκτικότητα


Φανατισμός και ανεκτικότητα
15 Δεκεμβρίου 2011
Αφιερώματα   Βία, & Επιθετικότητα   Καθηγητής της Ιστορίας των χρόνων και της Ερμηνείας της Καινής Διαθήκης στη Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης Βασίλειος Στογιάννος 
Στην καθημερινή πράξη των χριστιανών εμφανίζονται σε πολλά ζητήματα, δείγματα δύο διαμετρικά αντίθετων συμπεριφορών: του φανατισμού και της ανεκτικότητας. Αντιπροσωπεύουν, θα έλεγε κανένας, δυο τύπους πιστών σε κάθε λεπτομέρεια της εκκλησιαστικής ζωής. Από την μια μεριά ο φανατικός χριστιανός, που ψάχνει να βρει ευκαιρία για να εκφράσει με τον εντονότερο δυνατό τρόπο τη μισαλλοδοξία του. Κι από την άλλη ο ανεκτικός, που παρά τις επιθέσεις του προηγούμενου διατηρεί πάντα μια διαλλακτική στάση σ’ όλα τα θέματα. Οι δυο τύποι διευρύνονται σε ομάδες πολλές φορές και δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο οι μεταξύ τους διαφορές να απολήξουν και σε ένα μικρό πόλεμο λέξεων από τις στήλες των περιοδικών. Η αφορμή μπορεί να είναι σοβαρή ή και ασήμαντη. Η αντιδικία βασικά οφείλεται σε μια διάφορη αντιμετώπιση των άλλων μέσα σε μια πολύφωνη κοινωνία με ποικίλες ιδεολογίες, όπως η δική μας σήμερα. Είτε για την αλλαγή της αμφιέσεως του ιερού κλήρου πρόκειται είτε για τις σχέσεις με τις άλλες χριστιανικές ομολογίες είτε για τη χρήση της πολυφωνίας στη λατρεία μας, πάντα ο φανατικός και ο ανεκτικός θα βρεθούν αντίπαλοι, γιατί αντιπροσωπεύουν δυο αντίθετες νοοτροπίες. Επειδή κι οι δυο εμφανίζονται ως γνήσιοι εκπρόσωποι του χριστιανισμού, ο απλός και συνήθως απληροφόρητος πιστός μπερδεύεται, αμφιταλαντεύεται και τελικά δεν ξέρει ποιός έχει δίκιο. Αξίζει, λοιπόν, να ασχοληθούμε λίγο με την τυπολογία αυτών των δύο τύπων και να δούμε ποιός βρίσκεται πλησιέστερα προς το πνεύμα και την παράδοση της Εκκλησίας.
Το πρώτο γνώρισμα του φανατικού είναι η μισαλλοδοξία του. Χωρίς να ενδιαφερθεί καν να μάθει τι ακριβώς υποστηρίζουν οι αντίπαλοί του, απορρίπτει ευθύς εξ αρχής κάθε θέση τους ως εσφαλμένη και στη συνέχεια ψάχνει να βρει τα επιχειρήματα για την απόρριψη. Άλλωστε βλέπει πάντα τα πράγματα άσπρα – μαύρα, χωρίς καμιά ενδιάμεση απόχρωση. Όλες οι δικές του απόψεις είναι σωστές, ενώ όλες οι διαφορετικές απόψεις είναι εσφαλμένες. Αυτή η στάση του φανατικού προέρχεται από την πεποίθησή του ότι οι δικές του απόψεις και πράξεις είναι απόλυτα σωστές και ορθές. Καμιά αμφιβολία δεν γεννιέται ποτέ μέσα του για ό,τι λέγει και πράττει. Πάντα έχει δίκιο και ενεργεί σωστά. Όχι μόνον οι γενικές αλήθειες, αλλά και κάθε λεπτομέρειά τους είναι αναμφισβήτητα ορθή. Σ’ όλα πορεύεται όπως πρέπει.
Με τέτοιες προϋποθέσεις δεν είναι δυνατόν να ανοίξει διάλογο ο φανατικός. Όταν μιλεί, το κάνει μόνο για να διαφωτίσει τους άλλους και να τους φέρει στο σωστό δρόμο. Όταν μιλούν οι άλλοι, συνήθως κλείνει τ’ αυτιά του και συνεχίζει μετά το δικό του, το ίδιο πάντα τροπάριο, χωρίς καμιά παραλλαγή. Ουσιαστικά δεν ενδιαφέρεται για απόψεις που απορρίπτει ευθύς εξ αρχής με μόνη τη δικαιολογία ότι δεν συμφωνούν με τις δικές του!
Ο φανατικός ακόμη δεν διακρίνει ανάμεσα σε ιδέες και πρόσωπα. Όποιος διαφωνεί μαζί του στη θεωρία, είναι καταδικασμένος και στη ζωή του. Αρκεί να διαφωνήσει σ’ ένα σημείο, για να βγει το συμπέρασμα ότι διαφωνεί σ’ όλα θεωρητικά και πρακτικά, θεωρεί επί παραδείγματι κάποιον για αιρετικό με βάση τις δικές του απόψεις; Πολύ σύντομα θα γενικεύσει την κρίση του για κάθε σημείο της πίστεως του άλλου, αλλά και για κάθε σημείο της ζωής του. Η γενίκευση και η αδιαφορία για τις λεπτομέρειες είναι βασικό γνώρισμα του φανατικού. Προέρχεται κι αυτό από την τάση του να μην διακρίνει τις αποχρώσεις. Όποιος διαφωνεί μαζί του θεωρητικά, δεν μπορεί κατά την πίστη του να πορεύεται σωστά στην πράξη. Έτσι συχνά οι επιθέσεις του αναφέρονται όχι στο συζητούμενο θέμα, αλλά στο πρόσωπο και τη ζωή του αντιπάλου του,
Και μια και δεν μπορεί ν’ ανοίξει διάλογο, αρχίζει την πολεμική. Πολεμική εναντίον ιδεών και προσώπων αδιακρίτως.
Φυσικά δεν την ονομάζει πολεμική αυτή τη διαγωγή του. Συνήθως την αποκαλεί έλεγχο, κριτική ή κάπως έτσι. Ουσιαστικά όμως πρόκειται για πόλεμο χωρίς έλεος στο όνομα της αλήθειας. Για καλόπιστη κριτική σε θέματα ουσίας ούτε λόγος να γίνει. Επίσης δεν μπορεί να γίνει λόγος για μέτρο στη χρήση όρων και λέξεων. Όλα βρίσκονται στο μέτρο της υπερβολής, ανακατεμένα προσωπικά και πραγματικά, αληθινά και φανταστικά, υποκειμενικά και αντικειμενικά, χωρίς καμιά διάκριση. Όπως στον πόλεμο, έτσι και στην πολεμική του φανατικού σκοπός είναι η εξόντωση του αντιπάλου με κάθε τρόπο και κάθε μέσο. Δεν είναι σπάνιο να χρησιμοποιηθεί η συκοφαντία, τα υπονοούμενα που συμπληρώνονται με καλά οργανωμένη εκστρατεία ψιθύρων, η απομόνωση ενεργειών ή λόγων ώστε να βγει το ποθούμενο συμπέρασμα και άλλα παρόμοια.
Όλα αυτά δεν είναι βέβαια γνωρίσματα του θρησκευόμενου φανατικού αποκλειστικά, ούτε παρουσιάζονται όλα μαζί πάντοτε. Η παθολογία που αναφέρουμε ισχύει για κάθε φανατικό, άσχετα προς την ιδεολογική και κοσμοθεωρητική τοποθέτησή του. Είναι εκδηλώματα του φανατισμού σε πανανθρώπινη κλίμακα. Ο φανατικός χριστιανός είναι απλώς μια επιμέρους περίπτωση. Έχει όμως και το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του: προσπαθεί πάντα να συνδέσει τον φανατισμό του με τον χριστιανισμό και την ορθοδοξία. Επιχειρεί να καλύψει την όλη τακτική του με λόγους ή πράξεις του Χριστού, των Αποστόλων και των Πατέρων. Ό,τι κάνει και λέγει είναι πάντα η συνέχεια του δρόμου που χάραξε ο Χριστός και που οι αντίπαλοι νοθεύουν! Η κριτική του είναι ανάλογη με την κριτική του Χρυσοστόμου, ο έλεγχός του είναι το μαστίγιο του Χριστού εναντίον των συγχρόνων κολλυβιστών, η διαφωνία του με την εκκλησιαστική διοίκηση είναι η ίδια με τη διαμαρτυρία του αποστόλου Παύλου εναντίον του ιουδαίου αρχιερέως. Όλα έχουν την αφετηρία τους στο άγιο παρελθόν της Εκκλησίας μας…
Φυσικά τα επιχειρήματα των φανατικών δεν είναι σωστά ούτε ανταποκρίνονται στην ιστορική πραγματικότητα. Ο Χριστός δεν ήταν φανατικός. Αυτό το γνωρίζομε από όλη τη ζωή του, από τη στάση του απέναντι στους αμαρτωλούς, από την αγάπη του για κάθε άνθρωπο. Η περίφημη σκηνή με το μαστίγιο στον ναό έχει τελείως διαφορετικό νόημα: δείχνει ότι αρχίζει μια νέα εποχή που απαιτεί μια ηθική και λειτουργική καθαρότητα ουσιαστική και όχι τυπική. Όσο για τα «ουαί» κατά των φαρισαίων είναι κι αυτά ενδεικτικά: μια μόνο φορά κατακρίνει ανθρώπους ο Χριστός, κι αυτοί είναι οι φανατικοί θρησκευόμενοι της εποχής του!
Η ίδια έλλειψη φανατισμού διακρίνει και τους Πατέρες της Εκκλησίας. Μισαλλόδοξοι και φανατικοί ήταν οι αιρετικοί. Έχει αξιοπρόσεκτες παρατηρήσεις σχετικά ο Μ. Αθανάσιος και δίνει πολύ ζωντανές περιγραφές των διωγμών και των βιαιοπραγιών των αιρετικών κατά των ορθοδόξων. Αιρετικοί κατέστρεψαν τους αρχαίους ναούς κατά τον 4ο  αιώνα από πνεύμα φανατισμού και μισαλλοδοξίας και αιρετικοί κατέφευγαν ακόμη και σε συμμαχίες με αλλόθρησκους για να βλάψουν τους ορθοδόξους!
Οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν ήταν φανατικοί, γιατί δεν τους συνόδευαν τα γνωρίσματα του φανατισμού που είδαμε πριν λίγο. Η εμμονή τους σε θέματα πίστεως δεν σχετίζεται με τον φανατισμό, αλλά με τον ένθεο ζήλο τους και την πιστότητά τους στην ορθή πίστη της Εκκλησίας του Χριστού. Άλλο ζήλος όμως και ακράδαντη και σταθερή πίστη και άλλο φανατισμός. Ο ζήλος δεν στρέφεται εναντίον προσώπων ή ιδεών, αλλά βασικά σχετίζεται με την ιεραποστολή και τον συνεχή διάλογο με τους συνανθρώπους με τελικό στόχο τον ευαγγελισμό του κόσμου και τη σωτηρία των ανθρώπων. Ο ζήλος δεν φθάνει ποτέ συνειδητά στην υπερβολή του φανατισμού, γιατί ο ζηλωτής αφήνει τον εαυτό του στην καθοδήγηση του αγίου Πνεύματος. Ακόμη έχει ο ζηλωτής ζέση και όρεξη για τη διάδοση της πίστεως, που τον κάνει όχι μόνο να ακούει τους άλλους, αλλά και να διαλέγεται μαζί τους. Ο ζήλος άλλωστε όπως ξέρομε από τους Πατέρες ποτέ δεν εκτοπίζει άπα τη ζωή και τη δράση του πιστού την αγάπη του Χριστού.
Η ιστορία της Εκκλησίας δεν είναι ιστορία φανατισμού, αλλά μια πορεία αγάπης για τον κόσμο. Κι η αγάπη έχει ως ένα γνώρισμα και την ανεκτικότητα απέναντι στους άλλους, σ’ όσους δεν συμφωνούν μαζί μας. Όταν ο ίδιος ο Θεός μας ανέχεται όλους, είναι φυσικό να ανεχόμαστε και μείς όσους δεν συμφωνούν μαζί μας. Έτσι δίδαξαν και έτσι έζησαν στον κόσμο οι άγιοι, αυτοί που στερέωσαν την Εκκλησία.
Ανεκτικότητα δεν σημαίνει βέβαια άρση της διαφωνίας ούτε συμφωνία με ιδέες που είναι αντίθετες με την πίστη μας. Σε θέματα πίστεως δεν θα υποχωρήσει ποτέ ο χριστιανός, θα μάθει όμως να σέβεται τον άλλον, προσπαθώντας, όταν το μπορεί, με τον ειλικρινή και έντιμο διάλογο να δείξει που βρίσκεται το λάθος του άλλου. Η σταθερότητα στην πίστη συνδέεται με την ιεραποστολή. Αυτή όμως βασίζεται σ’ ένα καλόπιστο διάλογο με τον συνάνθρωπο. Παράδειγμα ο απόστολος Παύλος, που δεν άρχισε τον λόγο του στην Αθήνα με αφορισμούς κατά των ειδωλολατρών, αλλά με έξαρση των θετικών σημείων που βρήκε. Παράδειγμα επίσης ο Μ. Βασίλειος που έφερε στην Εκκλησία πλήθος ημιαρειανών, δείχνοντάς τους ότι δεν διέφεραν παρά στην ορολογία. Πάντα υπάρχουν κοινά σημεία με τους άλλους. Αρκεί να έχομε αγάπη και πραγματικό ένθεο ζήλο για να τα δούμε, με μάτι καθαρό από κάθε φανατισμό.
Η ανεκτικότητα είναι η χριστιανική στάση απέναντι σ’ όσους έχουν διαφορετικές απόψεις. Κι αυτό σημαίνει ανεκτικότητα για τις ιδέες τους. Σημαίνει ακόμη μελέτη των ιδεών που διαφωνούμε, με σκοπό να βρούμε ό,τι καλό και σωστό περιέχουν, ώστε να οδηγηθούμε σ’ ένα διάλογο με στόχο την αλήθεια. Σημαίνει ακόμη σταθερότητα στην πίστη μας, ώστε να βλέπομε καθαρά με το μάτι της αγάπης που μας δίνει το άγιο Πνεύμα. Σημαίνει αγάπη για τον συνάνθρωπο, ανεξάρτητα από τις όσες και οποίες διαφωνίες μας. Σημαίνει τέλος ζήλο για τον ευαγγελισμό των συνανθρώπων, όχι για να θεριέψει με την τυχόν επιτυχία ο εγωισμός μας, αλλά με στόχο την επικράτηση του Ευαγγελίου και τη θεμελίωση των ανθρωπίνων σχέσεων πάνω στην αγάπη του Χριστού.

(Β. Π. Στογιάννος, «Η Εκκλησία στην ιστορία και στο παρόν», φκδ. Π. Πουρναρά –Θεσ/νίκη, σ. 117-121)

Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2013

Ο Θεός και οι άγγελοι αυτού εν ανάγκαις χαίρουσιν, ο δε διάβολος και οι εργάται αυτού εν αναπαύσει


Ο Θεός και οι άγγελοι αυτού
εν ανάγκαις χαίρουσιν,
ο δε διάβολος και οι εργάται αυτού εν αναπαύσει


normal_agisaaksyros1.JPGΗ αγάπη «ου ζητεί τα εαυτής».

1. Λένε για τον μακάριο Αντώνιο ότι ποτέ του δε σκέφθηκε να κάνει κάτι πού να ωφελεί τον εαυτό του πιότερο από τον πλησίον του κι αυτό, γιατί πίστευε πώς το κέρδος του πλησίον του είναι γι' αυτόν άριστη εργασία.

2. Και πάλι είπαν για τον αββά Αγάθωνα, ότι έλεγε πώς«ήθελα να βρω ένα λεπρό και να λάβω το σώμα του και να του δώσω το δικό μου». Είδες τέλεια αγάπη; Και πάλι, αν είχε κάποιο πράγμα χρήσιμο, δεν άντεχε να μην αναπαύσει μ' αυτό τον πλησίον του. Είχε κάποτε μια σμίλη για να κόβει τις πέτρες. Ήρθε λοιπόν ένας αδελφός κοντά του και, επειδή την είδε και τη θέλησε, δεν τον άφησε να βγει από το κελί του χωρίς αυτή.

3. Πολλοί ερημίτες παρέδωσαν τα σώματα τους στα θηρία και στο ξίφος και στη φωτιά, για να ωφελήσουν τον πλησίον.

4. Κανείς δεν μπορεί να φτάσει σ' αυτά τα μέτρα της αγάπης, αν δε ζήσει κρυφά, μέσα του, την ελπίδα του Θεού. Και δεν μπορούν να αγαπήσουν αληθινά τους ανθρώπους όσοι δίνουν την καρδιά τους σ' αυτό τον εφήμερο κόσμο. Όταν ένας άνθρωπος αποκτήσει την αληθινή αγάπη, τον ίδιο το Θεό ντύνεται μαζί με αυτήν. Είναι ανάγκη λοιπόν αυτός πού απέκτησε το Θεό να πεισθεί ότι δεν μπορεί ν' αποκτήσει, μαζί με το Θεό, τίποτε πού να μην είναι αναγκαίο, αλλά να αποδυθεί και το ίδιο το σώμα του, δηλ. και αυτές τις μη αναγκαίες σωματικές αναπαύσεις. Ένας άνθρωπος, πού είναι ντυμένος, στο σώμα και στην ψυχή, με την κοσμική ματαιοδοξία και πού ποθεί να απολαύσει τα αγαθά του κόσμου, δεν μπορεί να φορέσει το Θεό -να γίνει θεοφόρος- μέχρι να τα αφήσει. Γιατί ό ίδιος ό Κύριος είπε ότι «οποίος δεν εγκαταλείψει όλα τα κοσμικά και δε μισήσει την κοσμική ζωή του, δεν μπορεί να γίνει μαθητής μου» (Λουκ. 14, 26). Όχι μόνο να τα αφήσει, αλλά και να τα μισήσει. "Αν λοιπόν δεν μπορεί να γίνει μαθητής του, πώς ό Κύριος θα κατοικήσει μέσα του; Δε θα αμελήσω να αναφέρω τι έκαμε ό άγιος Μακάριος ό Μεγάλος, για να ελέγξει εκείνους πού καταφρονούν τους αδελφούς τους. Βγήκε λοιπόν κάποτε να επισκεφθεί έναν άρρωστο αδελφό και ρώτησε τον άρρωστο αν ήθελε τίποτε. Εκείνος αποκρίθηκε πώς θα 'θελε λίγο φρέσκο ψωμί. Και επειδή όλοι οι μοναχοί εκείνο τον καιρό όλη τη χρονιά συνήθιζαν και έφτιαχναν το ψωμί παξιμάδια, σηκώθηκε αμέσως εκείνος ό αξιομακάριστος άνθρωπος και, μ' όλα τα ενενήντα του χρόνια, βάδισε από τη σκήτη του στην Αλεξάνδρεια και αντάλλαξε τα ξερά ψωμιά, πού πήρε από το κελί του με φρέσκα και τα πήγε στον αδελφό.
Αλλά και ό αββάς Αγαθών, που ήταν σαν αυτόν το Μεγάλο Μακάριο πού ανέφερα, έκαμε κάτι ακόμη πιο σπουδαίο. Αυτός ό αββάς ήταν ό πιο έμπειρος στα πνευματικά από όλους τους μοναχούς του καιρού του και τιμούσε τη σιωπή και την ησυχία περισσότερο απ' όλους. Αυτός λοιπόν ό θαυμαστός άνθρωπος, όταν είχε πανηγύρι στην πόλη, πήγε να πουλήσει το εργόχειρο του οπότε βρήκε στην αγορά έναν ξένο άρρωστο και παραπεταμένο σε μιαν άκρη.Τι έκανε τότε; Νοίκιασε ένα σπιτάκι και έμενε κοντά του ασκώντας χειρωνακτική εργασία. Ό,τι έβγαζε το ξόδευε για τον άρρωστο και τον υπηρετούσε συνέχεια έξι μήνες, μέχρι πού ό άρρωστος έγινε καλά.

5. Ό λόγος του Κυρίου ό αληθινός και αψευδής μας λέει ότι δεν μπορεί ένας άνθρωπος να έχει μέσα του τον πόθο των κοσμικών πραγμάτων και μαζί, την αγάπη τον Θεού (Ματθ. 6, 24).
Αυτός ό άνθρωπος να λογίζεσαι ότι είναι του Θεού, πού από την πολλή του ευσπλαχνία νεκρώθηκε ως προς τις υλικές του ανάγκες. Διότι ό ελεών το φτωχό έχει το Θεό να φροντίζει για τις δικές του ανάγκες. Και αυτός πού στερείται για το Θεό, βρήκε θησαυρούς ακένωτους.
Ό Θεός δε χρειάζεται τίποτε. Ευφραίνεται όμως όταν δει κάποιον να αναπαύει την εικόνα του και να την τιμά για την αγάπη του. Όταν έλθει κάποιος και σου ζητήσει αυτό πού έχεις, μην πεις μέσα στην καρδιά σου ότι θα το κρατήσω αυτό για μένα, για να με αναπαύει και ότι ό Θεός θα ικανοποιήσει την ανάγκη του αδελφού με άλλο τρόπο. Γιατί αυτά τα λόγια τα λένε οι άδικοι, πού δε γνωρίζουν το Θεό. Ό δίκαιος και ενάρετος άνθρωπος την τιμή πού του έκανε ό ενδεής αδελφός του δεν την μεταβιβάζει σε άλλον, ούτε την ευκαιρία της ελεημοσύνης θα επιτρέψει στον εαυτό του να τη χάσει. Ό φτωχός και ενδεής άνθρωπος λαμβάνει τα αναγκαία από το Θεό, διότι κανέναν δεν εγκαταλείπει ό Κύριος. Σύ όμως, πού θέλησες να αναπαύσεις τον εαυτό σου μάλλον παρά το φτωχό αδελφό σου, αποποιήθηκες την τιμή πού σου έκανε ό Θεός και απομάκρυνες τη χάρη του από σένα. Όταν λοιπόν δώσεις ελεημοσύνη, να ευφραίνεσαι και να πεις: Δόξα σοι ό Θεός, πού με αξίωσες να βρω κάποιον να αναπαύσω. Όταν όμως δεν έχεις τι να δώσεις, μάλλον να χαρείς και να πεις ευχαριστώντας το Θεό: Σε ευχαριστώ, Θεέ μου, πού μου 'δωσες αυτή τη χάρη και την τιμή να γίνω φτωχός για το όνομα σου και πού με αξίωσες να γευθώ τη θλίψη της σωματικής αδυναμίας και της φτώχειας, πού όρισες στο στενό δρόμο των εντολών σου, όπως τη γεύθηκαν οι άγιοί σου, πού περπάτησαν αυτό το δρόμο. (23-4).

Water Lily, Taipei, Taiwan - 1600x1200 - ID 2484(2).jpgΗ αγάπη είναι καρπός προσευχής.
1. Ή αγάπη είναι καρπός της προσευχής. Ή αγάπη αρχίζει από τη θέα της (κατά την προσευχή) και οδηγεί το νου αχόρταγα στον πόθο της, όταν ό άνθρωπος κάνει υπομονή στην προσευχή χωρίς αμέλεια «ακηδία» οπότε μόνο προσεύχεται μέσα σε σιωπηλά ενθυμήματα της διάνοιας με θεϊκή πύρωση και θέρμη.
2. Η αγάπη του Θεού έρχεται μέσα μας από τη συνομιλία μαζί του.

Η αγάπη του Θεού είναι παράδεισος.
1. Παράδεισος είναι ή αγάπη του Θεού. Μέσα σ' αυτήν υπάρχει ή τρυφή όλων των μακαρισμών. Σ' αυτόν τον παράδεισο ό μακάριος Παύλος τράφηκε με υπερφυσική τροφή. Και αφού γεύθηκε εκεί το ξύλο της ζωής, έκραξε λέγοντας: «αυτά πού μάτι δεν τα είδε, ούτε αυτί τα άκουσε, κι ούτε πού τα 'βαλε ό λογισμός του ανθρώπου, όσα ετοίμασε ό Θεός για κείνους πού τον αγαπούν» (1 Κορ. 2, 9). Από αυτό το ξύλο της ζωής εμποδίστηκε ό Αδάμ με τη συμβουλή του διαβόλου.
Το ξύλο της ζωής είναι ή αγάπη του Θεού, από την οποία εξέπεσε ό Αδάμ και δεν μπόρεσε πια να χαρεί, παρά δούλευε και έχυνε τον ίδρωτα του στη γη των αγκαθιών. Όσοι στερήθηκαν την αγάπη του Θεού, δηλ. τον παράδεισο, τρώνε με την εργασία τους, μέσα στ' αγκάθια, το ψωμί του ίδρωτα και αν ακόμη βαδίζουν στον ίσιο δρόμο των αρετών. Είναι το ψωμί πού επέτρεψε ό Θεός στον πρωτόπλαστο να φάει μετά την έκπτωση του. Μέχρι να βρούμε λοιπόν την αγάπη, ή εργασία μας είναι στη γη των αγκαθιών και μέσα σ' αυτά σπέρνουμε και θερίζουμε, κι ας είναι ό σπόρος μας σπόρος δικαιοσύνης. Συνέχεια, λοιπόν, μας κεντάνε τα αγκάθια και, όσο και να δικαιωθούμε, ζούμε μέσα σ' αυτά με τον ίδρωτα του προσώπου μας.
Όταν όμως μέσα στον έμπονο και δίκαιο αγώνα μας, βρούμε την αγάπη του Θεού, τρεφόμαστε με ουράνιο άρτο και δυναμώνουμε, χωρίς να εργαζόμαστε με αγωνία και χωρίς να κουραζόμαστε, όπως οι χωρίς αγάπη άνθρωποι. Ό ουράνιος άρτος είναι ό Χριστός, πού ήρθε κάτω σε μας από τον ουρανό και δίνει στον κόσμο την αιώνια ζωή. Και αύτη ή ζωή είναι ή τροφή των αγγέλων.
Όποιος βρήκε την αγάπη, κάθε μέρα και ώρα τρώγει το Χριστό κι από αυτό γίνεται αθάνατος (Ίω. 6, 5 8) . Διότι «ό τρώγων -λέει- από τον άρτο πού εγώ θα του δώσω, ποτέ ("εις τον αιώνα") δε θα πεθάνει». Μακάριος λοιπόν είναι εκείνος πού τρώγει από τον άρτο της αγάπης, πού είναι ό Ιησούς. Ότι, βέβαια, αυτός πού τρώγει από την αγάπη, τρώγει το Χριστό, το Θεό των πάντων, το μαρτυρεί ό απόστολος Ιωάννης, όταν λέει ότι «Ό Θεός είναι αγάπη» (1 Ίω. 4, 8 ). Λοιπόν οποίος ζει στην αγάπη, λαμβάνει από το Θεό ως καρπό τη ζωή και σ' αυτό τον κόσμο οσφραίνεται από τώρα εκείνο τον αέρα της ανάστασης, στον όποιο εντρυφούν οι κοιμηθέντες δίκαιοι.

Η αγάπη είναι το δείπνο της βασιλείας τον Θεού.
1. Ή αγάπη είναι ή βασιλεία, πού μυστικά υποσχέθηκε ό Κύριος στους Αποστόλους ότι θα φάνε στη βασιλεία του. Διότι το «να τρώτε και να πίνετε στο δικό μου τραπέζι στη βασιλεία μου» (Λουκ. 22, 30) τι άλλο είναι παρά ή αγάπη; Γιατί ή αγάπη του Θεού μπορεί να θρέψει τον άνθρωπο, χωρίς αυτός να τρώγει και να πίνει. Ή αγάπη, ακόμη, είναι το κρασί πού ευφραίνει την καρδιά του ανθρώπου (Ψ. 93, 16). Μακάριος είναι αυτός πού ήπιε από τούτο το κρασί. Από αυτό ήπιαν οι ακόλαστοι και ένιωσαν ντροπή οι αμαρτωλοί και λησμόνησαν τους δρόμους της αμαρτίας και οι μέθυσοι και έγιναν νηστευτές και οι πλούσιοι και πεθύμησαν τη φτώχεια και οι φτωχοί και πλούτισαν με την ελπίδα και οί άρρωστοι και έγιναν υγιείς και οι αγράμματοι και έγιναν σοφοί.

Η πρακτική αγάπη.
1. Όπως το λάδι συντηρεί το φως του λυχναριού, έτσι και ή ελεημοσύνη τρέφει στην ψυχή την αληθινή γνώση του Θεού. Το κλειδί της καρδιάς για την απόκτηση των θείων χαρισμάτων δίνεται μέσω της αγάπης προς τον πλησίον. Τι ωραία και αξιέπαινη πού είναι ή αγάπη προς τον πλησίον, εάν βέβαια ή μέριμνα γι' αυτή δεν μας αποσπά από την αγάπη του Θεού! Πόσο γλυκιά είναι ή συντροφιά των πνευματικών μας αδελφών, εάν μπορέσουμε να φυλάξουμε μαζί μ' αυτήν και την κοινωνία με το Θεό!
2. Ένας άνθρωπος πού ασχολείται με τα βιοτικά και ασκεί χειρωνακτική εργασία και λαμβάνει από άλλους βοήθεια, αυτός έχει χρέος να δώσει ελεημοσύνη. Αν αμελήσει γι' αυτήν, ή ασπλαχνία του είναι ενάντια στην εντολή του Κυρίου.
3. Ένας μοναχός έχει, ας πούμε, κανόνα να ησυχάζει στο κελί του επτά εβδομάδες ή μία εβδομάδα και, αφού εκπληρώσει τον κανόνα του, συναντιέται και συναναστρέφεται με τους ανθρώπους και παρηγορείται μαζί τους. Αυτός λοιπόν, αν αδιαφορεί για τους πονεμένους αδελφούς του, στοχαζόμενος ότι αρκεί ό εβδομαδιαίος κανόνας του, είναι ανελεήμων και σκληρός γιατί με το να μην έχει ελεημοσύνη στην καρδιά του και με το να υψηλοφρονεί και να συλλογίζεται το ψευδός, δε συγκαταβαίνει να συμμετάσχει στον πόνο των αδελφών του. Όποιος καταφρονεί τον ασθενή αδελφό του δεν πρόκειται να δει το φως του Θεού. Και οποίος αποστρέφει το πρόσωπο του από τον ευρισκόμενο σε στενοχώρια, ή ημέρα του θα είναι σκοτεινή.
4. Είπε ένας γνωστικός άγιος ότι τίποτε δεν μπορεί να λυτρώσει το μοναχό από το δαίμονα της υπερηφάνειας και να τον βοηθήσει όταν το πάθος της πορνείας είναι σε έξαψη, όσο το να επισκέπτεται και να υπηρετεί τους κατάκοιτους και κείνους πού λιώνουν από το σωματικό πόνο.

5. Είπε ό Κύριος: «Ό,τι θέλετε να κάνουν σε σας οι άνθρωποι, έτσι και σεις να κάνετε σ' αυτούς»(Λουκ. 6, 31) Όταν όμως ό άνθρωπος δεν έχει υλικά αγαθά ούτε σωματική δύναμη για να εκπληρώσει την αγάπη προς τον αδελφό του, τότε είναι αρκετή για το Θεό μόνη ή αγάπη για τον αδελφό, πού φυλάγεται στην προαίρεση του.

Η αγάπη τον Θεού είναι αστείρευτη.
. Ή αγάπη πού προέρχεται από τα πράγματα αυτού του κόσμου μοιάζει με το φως του λυχναριού, πού συντηρείται με το λάδι ή ακόμη, μοιάζει με το χείμαρρο, πού τρέχει μόνο όταν βρέχει και γίνεται ξερός όταν σταματήσει ή βροχή. Όμως ή αγάπη πού προέρχεται από το Θεό είναι σαν την πηγή πού αναβλύζει και ποτέ δε σταματάει ή ροή της και το νερό της δε σώνεται, γιατί ό Θεός μόνος είναι ή πηγή της αγάπης.

Η αγάπη του Θεού φέρνει ασυνήθιστη αλλοίωση.
. Ή αγάπη του Θεού είναι από τη φύση της θερμή. Και όταν πέσει σε κάποιον με υπερβολή, κάνει εκείνη την ψυχή εκστατική. Γι' αυτό και ή καρδιά εκείνου πού την αισθάνθηκε δεν μπορεί να τη δεχθεί μέσα του και να την αντέξει αλλά ανάλογα με την ποιότητα της αγάπης πού τον επισκίασε, φαίνεται απάνω του μια ασυνήθιστη αλλοίωση. Και αυτά είναι τα αισθητά σημεία αυτής της αλλοίωσης:
Το πρόσωπο του ανθρώπου γίνεται κόκκινο σαν τη φωτιά και χαρούμενο και το σώμα του θερμαίνεται. Φεύγει απ' αυτόν ό φόβος και ή συστολή («αιδώς») και γίνεται εκστατικός. Και ή δύναμη πού συμμαζεύει το νου χάνεται και έρχεται, σε κατάσταση εξωλογική («έκφρων»). Το φοβερό θάνατο για χαρά τον περνάει και ποτέ του ό νους του δε σταματάει να βλέπει και να στοχάζεται τα ουράνια. Και χωρίς να βρίσκεται σωματικά στους ουρανούς, μιλάει σαν να είναι παρών εκεί, χωρίς βέβαια να τον βλέπει κανένας. Χάνει τη φυσική γνώση και τη φυσική δράση και χάνει την αίσθηση της κίνησης του μέσα στον αισθητό χώρο. Γιατί και όταν κάνει κάτι, δεν το αισθάνεται καθόλου, αφού ό νους του είναι μετέωρος στη θεωρία των ουρανίων. Και ή διάνοια του φαίνεται να συνομιλεί με κάποιον άλλον.
Αυτή την πνευματική μέθη μεθύσανε οι Απόστολοι και οι Μάρτυρες. Και οι μεν Απόστολοι γυρίσανε όλο τον κόσμο μέσα σε κόπο και μόχθο και ονειδισμούς ενώ οι Μάρτυρες με κομματιασμένα τα μέλη τους έχυσαν τα αίματα τους σαν το τρεχούμενο νερό και, ενώ υπέφεραν φοβερά βασανιστήρια, δε δείλιασαν, παρά τα υπέμειναν με γενναιότητα και ενώ στην πραγματικότητα ήταν σοφοί, τους πέρασαν για άμυαλους. Άλλοι πάλι περιπλανήθηκαν σε έρημους τόπους και στα βουνά και στις σπηλιές και στις τρύπες της γης. Αυτά πού έκαμναν ήταν για τον κόσμο αταξίες, ενώ για το Θεό ήταν εύτακτα. Αυτή την ανοησία τους μακάρι να μας αξιώσει ό Θεός και εμείς να τη φτάσουμε!

Αληθινή ελεημοσύνη.
. Σπείρε την ελεημοσύνη με ταπείνωση και θα θερίσεις το έλεος του Θεού την ημέρα πού θα σε κρίνει. Ποια αμαρτήματα σε έκαναν να χάσεις τη χάρη του Θεού; Απ' αυτά να θεραπευθείς για να την αποκτήσεις. Έχασες τη σωφροσύνη; Δε δέχεται από σένα ό Θεός την ελεημοσύνη ενόσω επιμένεις στην πορνεία. Διότι ό Θεός από σένα θέλει τον αγιασμό του σώματος.

Ο πραγματικός ελεήμων.
. Ο ελεήμων να δίνει ελεημοσύνη απ' αυτά πού ό ίδιος απέκτησε, με το δικό του μόχθο και πόνο, και όχι απ' αυτά πού κέρδισε με το ψέμα και την αδικία και με πονηριές. Ένας άγιος άνθρωπος είπε: Αν θέλεις να σπείρεις την αγάπη σου στους φτωχούς, να σπείρεις από τα δικά σου. Αν πάλι θέλεις να σπείρεις από τα αγαθά των ξένων, πού απέκτησες άδικα, να γνωρίζεις ότι θα γίνουν για σένα πιο πικρά από τα αγριόχορτα. Σάς λέω λοιπόν εγώ, ότι αν ό ελεήμων δεν ξεπεράσει τα όρια της δικαιοσύνης, δεν είναι ελεήμων γιατί πρέπει όχι μόνο από τα δικά , του να δίνει ελεημοσύνη, αλλά και με χαρά να υπομένει τις αδικίες πού του γίνονται από τους άλλους και να ελεεί αυτούς πού τον αδικούν. Όταν νικήσει τη δικαιοσύνη με την ελεημοσύνη, τότε στεφανώνεται, όχι με τα στεφάνια των δικαίων του ιουδαϊκού νόμου, αλλά με τα στεφάνια των τελείων, πού αναφέρει το ευαγγέλιο. Γιατί το να δίνει κανείς στους φτωχούς από τα δικά του και να ντύνει το γυμνό και να αγαπάει τον πλησίον του σαν τον εαυτό του και να μην αδικεί, ούτε να λέει ψέματα, αυτά και ό παλιός νόμος τα απαιτούσε. Όμως ή τελειότητα της οικονομίας του ευαγγελίου έτσι προστάζει: «απ' αυτόν πού αρπάζει τα πράγματα σου μην τα ζητάς πίσω και να δίνεις σ' οποίον ζητάει από σένα, χωρίς διάκριση», αν είναι συγγενής σου ή ξένος κ.λπ. (Ακ. 6, 30). Και όχι μόνο όταν αρπάζουν τα πράγματα σου, αλλά και τα άλλα δυσάρεστα πού σου έρχονται απέξω, πρέπει να τα υπομένεις με χαρά και να θυσιάζεις ακόμη και τη ζωή σου για τον αδελφό σου. Αυτός είναι ό πραγματικός ελεήμων και όχι αυτός πού δίνει απλώς με το χέρι του ελεημοσύνη στον αδελφό του. Όποιος λοιπόν ακούσει ή δει με τα μάτια του ότι κάτι στενοχωρεί τον αδελφό του και δεν μπορεί να τον αναπαύσει με υλικά αγαθά, αλλά τον συμπονάει και καίεται ή καρδιά του γι' αυτόν και αυτός είναι αληθινά ελεήμων. Το ίδιο είναι ελεήμων και όποιος δεχθεί ράπισμα από τον αδελφό του και δεν του αντιμιλήσει με την κοσμική αδιαντροπιά και δεν προκαλέσει λύπη στην καρδιά του.

Η αγάπη δε γνωρίζει την ντροπή ούτε τα μέτρα της.
. Ή αγάπη του Θεού δε γνωρίζει την ντροπή γι' αυτό και δε γνωρίζει την τυποποιημένη κοσμιότητα. Ή αγάπη έχει το φυσικό ιδίωμα να μη γνωρίζει σε ποια μέτρα βρίσκεται. Ευτυχής είναι εκείνος πού βρήκε εσένα, πού είσαι το λιμάνι κάθε χαράς!

Η ελεημοσύνη μας κάνει ομοίους με το Θεό.
  Θέλεις να έχεις πνευματική κοινωνία με το Θεό και να απολαύσεις εκείνη την ηδονή πού είναι ελεύθερη από τις σωματικές αισθήσεις; Ακολούθησε την εντολή της ελεημοσύνης. Αυτή ή ελεημοσύνη του Θεού, όταν βρεθεί μέσα στην καρδιά σου, εικονίζει μέσα σου εκείνο το άγιο κάλλος του Θεού, ως προς το όποιο ήδη έγινες όμοιος με αυτόν.

Να εξισώσεις όλους τους ανθρώπους στην ελεημοσύνη και στην τιμή.
Yellow Tulip - 1600x1200 - ID 11423 - Copy.jpgΑδελφέ μου ασκητή, αν σου περισσεύει κάτι απ' αυτά πού σου χρειάζονται για σήμερα, δώσ' το στους φτωχούς και πήγαινε να προσφέρεις τις προσευχές σου στο Θεό με παρρησία. Μίλησε δηλ. με το Θεό σαν γιος με πατέρα. Τίποτε δεν μπορεί να φέρει την καρδιά μας κοντά στο Θεό, όσο ή ελεημοσύνη. Και τίποτε δεν προκαλεί στο νου τόση γαλήνη, όση ή θεληματική φτώχεια. Καλύτερα να σε λένε οι πολλοί άνθρωποι άμαθη για την απλότητα των τρόπων σου, παρά να δοξάζεσαι ως σοφός και πανέξυπνος. Εάν ένας άνθρωπος είναι πάνω σε άλογο και απλώσει προς το μέρος σου το χέρι του για να πάρει ελεημοσύνη, μην τον αφήσεις να φύγει με άδεια χέρια, διότι οπωσδήποτε εκείνη την ώρα είναι ενδεής, όπως ένας φτωχός. Όταν λοιπόν δίνεις, να δίνεις μεγαλόψυχα και με ιλαρό πρόσωπο και να δίνεις περισσότερο απ' όσο σου ζητάνε. Διότι λέει ό λόγος του Θεού: «Στείλε το ψωμί σου στο φτωχό και σε λίγο θα βρεις την ανταπόδοση». Μην ξεχωρίσεις τον πλούσιο από το φτωχό και μη θέλεις να μάθεις ποιος είναι άξιος και ποιος ανάξιος, αλλά να είναι για σένα όλοι οι άνθρωποι ίσοι, προκειμένου να τους κάνεις το καλό. Γιατί μ' αυτό τον τρόπο θα μπορέσεις να ελκύσεις στο καλό και αυτούς πού δεν αξίζουν να τους ελεήσεις διότι ή ψυχή γρήγορα έλκεται από τις σωματικές ευεργεσίες στο φόβο του Θεού. Ό Κύριος καθόταν και έτρωγε στα τραπέζια με τους τελώνες και τις πόρνες και δεν ξεχώριζε τους ανάξιους, για να τους ελκύσει όλους, με το έλεος του, στο φόβο του Θεού και για να μπορέσουν να πλησιάσουν στα πνευματικά μέσω των υλικών αγαθών. Γι' αυτό το λόγο, στην ελεημοσύνη και στην τιμή, εξίσωσε όλους τους ανθρώπους, είτε είναι κάποιος Ιουδαίος, είτε άπιστος, είτε φονιάς και μάλιστα διότι είναι αδελφός σου και έχει την ίδια ανθρώπινη φύση με σένα και πλανήθηκε από την αλήθεια χωρίς να το καταλάβει.
Όταν κάνεις ένα καλό σε κάποιον, μην περιμένεις ανταμοιβή από μέρους του και, έτσι, θα λάβεις αμοιβή από το Θεό και για τα δυο: και για το καλό πού έκανες και γιατί δε ζήτησες αναγνώριση. Και αν σου είναι δυνατό, ούτε για τη μέλλουσα ανταμοιβή να κάνεις το καλό, γιατί ή αληθινή αγάπη του Θεού δε γνωρίζει τι θα πει ανταμοιβή.

Ελέησε τον αμαρτάνοντα, τον ασθενή και το λυπημένο.
 Σκέπασε τον αμαρτάνοντα, όταν δεν έχεις απ' αυτό πνευματική ζημία. Έτσι και αυτόν τον κάνεις να έχει θάρρος στον αγώνα του και εσένα σε στηρίζει το έλεος του Κυρίου σου. Στήριζε με το λόγο σου τους ασθενείς και αυτούς πού έχουν λυπημένη καρδιά και, όσο στο χέρι σου έχεις υλικά αγαθά, ελέησε τους και θα σε υποστηρίξει ή δύναμη του Θεού πού συντηρεί τα πάντα.
Να μοιράζεσαι τη λύπη των ανθρώπων πονώντας γι' αυτούς στην προσευχή σου με όλη σου την καρδιά και θ' ανοίξει μπροστά στις ικεσίες σου ή πηγή του ελέους του Θεού.

Ο ελεήμων είναι ιατρός της ψυχής του.
. Και τούτο, αδελφέ μου, σου παραγγέλνω. Ας γέρνει πάντοτε μέσα σου ό ζυγός της ελεημοσύνης, μέχρι να αισθανθείς στην καρδιά σου εκείνο το έλεος πού πρέπει να έχεις για τον κόσμο.
Ό ελεήμων άνθρωπος είναι ιατρός της ψυχής του διότι σαν βίαιος άνεμος αποδιώκει από μέσα του το σκοτάδι πού προκαλούν τα πάθη. Αυτό είναι το αγαθό χρέος πού έχουμε προς το Θεό, σύμφωνα με τον ευαγγελικό λόγο της αιωνίου ζωής.

«Κλαίειν μετά κλαιόντων».
 Να ευφραίνεσαι μαζί με αυτούς πού ευφραίνονται και να κλαις μαζί με αυτούς πού κλαίνε. Αυτό φανερώνει την καθαρή σου καρδιά. Με τους αρρώστους αρρώστησε και συ. Με τους αμαρτωλούς να κλάψεις. Με αυτούς πού μετανοούν για τις αμαρτίες τους να χαρείς. Να είσαι φίλος με όλους τους ανθρώπους, αλλά και να συγκεντρώνεσαι στον εαυτό σου.
Να ζεις κατά κάποιον τρόπο τα παθήματα όλων των ανθρώπων, αλλά, σαν μοναχός πού είσαι, να μη ζεις ανάμεσα στους ανθρώπους. Να μην ελέγξεις κανέναν σαν να είσαι εσύ κάτι παραπάνω απ' αυτόν, ούτε να ονειδίσεις και να προσβάλεις άνθρωπο, ακόμη κι αυτούς πού έχουν πολύ κακό βίο και πολιτεία. Άπλωσε το φόρεμα της στοργής σου και σκέπασε αυτόν πού αμαρτάνει και αν δεν μπορέσεις να πάρεις επάνω σου τα αμαρτήματα του και την τιμωρία και την ντροπή του, τουλάχιστο κάνε υπομονή και μη τον ντροπιάζεις μπροστά σου, ή μπροστά στον κόσμο.

Το ιλαρό πρόσωπο και ο πόνος της αγάπης.
 Εάν δώσεις κάτι στο φτωχό, να το δώσεις με πρόσωπο ιλαρό και με καλά λόγια να τον παρηγορήσεις για τη θλίψη του. Όταν κάνεις αυτό πού είπα, ή ιλαρότητα του προσώπου σου κυριαρχεί στο μυαλό του περισσότερο παρά αυτό πού χρειαζόταν και το έλαβε.
Όταν ανοίξεις το στόμα σου και μιλήσεις εναντίον κάποιου, να θεωρήσεις τον εαυτό σου νεκρό και άκαρπο για το Θεό εκείνη την ήμερα και ότι όλα τα καλά σου έργα πήγαν χαμένα, κι αν ακόμη έχεις τη γνώμη ότι ό λογισμός σου σε προέτρεψε να μιλήσεις με ειλικρίνεια και με σκοπό να βοηθήσεις. Ποια ανάγκη υπάρχει, αλήθεια, να γκρεμίσεις με τα λόγια σου το δικό σου πνευματικό σπίτι, για να διορθώσεις του αλλουνού;
Αν έχεις μέσα σου λύπη, για έναν άνθρωπο πού για κάποιο λόγο, σωματικά ή ψυχικά, είναι άρρωστος, εκείνη την ήμερα να θεωρείς τον εαυτό σου μάρτυρα και να αισθάνεσαι ότι έπαθες για το Χριστό και ότι αξιώθηκες να τον ομολογήσεις όπως οι ομολογητές. Θυμήσου βέβαια ότι ο Χριστός πέθανε για τους αμαρτωλούς και όχι γι' αυτούς πού πιστεύουν πώς είναι δίκαιοι. Κοίτα πόσο σπουδαίο είναι να φέρεσαι έτσι. Μεγάλο πράγμα είναι να λυπάται ή καρδιά σου για τους πονηρούς και να ευεργετείς τους αμαρτωλούς μάλλον παρά τους δικαίους.

Η ελεημοσύνη τον Θεού είναι αντίθετη με τη δικαιοκρισία.
 Towards the Sky - 1600x1200 - ID 17284.jpg1. Ή ελεημοσύνη και ή δικαιοκρισία (δίκαιη κρίση), όταν συνυπάρχουν μέσα στην ίδια ψυχή, μοιάζουν με τον άνθρωπο πού, μέσα στον ίδιο ναό, προσκυνεί το Θεό και τα είδωλα. Ή ελεημοσύνη είναι αντίθετη με τη δικαιοκρισία. Ή δικαιοκρισία μετράει και αποδίδει ακριβώς τα ίσα. Γιατί στον καθένα δίνει ότι του αξίζει και δε γέρνει προς το ένα μέρος ούτε προσωποληπτεί κατά την ανταπόδοση του δικαίου.
Ή ελεημοσύνη όμως είναι λύπη της ψυχής για τον ανήμπορο. Ή ελεημοσύνη κινείται από τη θεία χάρη και ξεστρατίζει για να βοηθήσει όλους με συμπάθεια και στον άξιο τιμωρίας δεν ανταποδίδει το κακό και τον άξιο του κάλου επαίνου τον φορτώνει με αγαθά. Όπως το ξερό χορτάρι και ή φωτιά δεν μπορούν να βρεθούν μαζί στον ίδιο χώρο, έτσι δεν μπορούν να συνευρίσκονται στην ίδια ψυχή ή δικαιοκρισία και ή ελεημοσύνη. Και όπως δεν μπορούν να ισοζυγιαστούν στους δίσκους της ζυγαριάς ένας κόκκος άμμου από τη μια και το πολύ βαρύ χρυσάφι από την άλλη, έτσι και ή δικαιοκρισία του Θεού δεν μπορεί να εξομοιωθεί στο βάρος και να ισοζυγιαστεί με την ελεημοσύνη του. Και όπως μια χουφτιά άμμου, πού πέφτει σε μεγάλη θάλασσα, χάνεται, έτσι και τα αμαρτήματα οποιουδήποτε ανθρώπου δεν μπορούν να σταθούν μπροστά στη φιλάνθρωπη πρόνοια και στην ευσπλαχνία του Θεού. Και όπως δεν μπορεί να φράξει κανείς μια πηγή με πολύ νερό με μια χούφτα χώμα, έτσι δεν μπορεί να νικηθεί ή ελεημοσύνη του Θεού από την κακία των κτισμάτων , του όπως δεν είναι δυνατό να εμποδίσουμε τη φλόγα της φωτιάς να ανεβεί προς τα επάνω, έτσι δεν μπορούν να εμποδιστούν οί προσευχές των ελεημόνων να ανέβουν στον ουρανό.
 2. Να γίνεις κήρυκας της αγαθότητας και της αγάπης του Θεού πού, ενώ είσαι ανάξιος, σε φροντίζει και, ενώ τα χρέη σου σ' αυτόν είναι πολλά, δε σε εκδικείται, παρά για τα μικρά καλά σου έργα σου αντιπαρέχει μεγάλες δωρεές. Μη καλέσεις λοιπόν το Θεό δίκαιο, γιατί ή δικαιοσύνη του δε φαίνεται στα αμαρτωλά σου έργα. Και αν ό Δαβίδ τον ονομάζει δίκαιο και ευθύ, όμως ό Υιός του Κύριος Ιησούς Χριστός μας φανέρωσε «ότι μάλλον είναι αγαθός και χρηστός» (Λουκ. 6, 35). Είναι αγαθός, λέει, για τους πονηρούς και τους ασεβείς. Και πώς μπορείς να ονομάζεις το Θεό δίκαιο, άμα διαβάσεις στο κεφάλαιο του ευαγγελίου πού γράφει για το μισθό των εργατών; Λέει λοιπόν εκεί: «Φίλε, δε σε αδικώ. Θέλω να δώσω σ' αυτόν τον τελευταίο όσα και σε σένα. Η μήπως επειδή είμαι καλός, το μάτι σου γεμίζει από ζήλια;» (Ματθ. 20, 13). Πώς πάλι μπορεί να ονομάζει κανείς το Θεό δίκαιο, άμα διαβάσει για τον άσωτο γιο, πού σκόρπισε τον πλούτο ασωτεύοντας; Πώς έτρεξε ό πατέρας του και, μόνο με την κατάνυξη και τη συντριβή πού έδειξε, έπεσε στον τράχηλο του και του έδωσε εξουσία να χαίρεται μέσα στον πλούτο του; Και αυτά βέβαια για τον πατέρα του δεν τα είπε κανένας άλλος, ώστε να διστάσουμε να τον πιστέψουμε, άλλ' ό ίδιος ό Υιός του Θεού. Αυτός με τη δική του μαρτυρία μας βεβαίωσε ότι έτσι έχει το πράγμα. Που βλέπεις λοιπόν τη δικαιοσύνη του Θεού; Στο ότι ήμασταν αμαρτωλοί και ό Χριστός πέθανε για μας; Εάν λοιπόν ό Θεός σ' αυτή τη ζωή είναι ελεήμων και εύσπλαχνος, ας πιστέψουμε ότι ό Θεός δεν μπορεί να αλλοιωθεί.
Λέει ό άγιος Κύριλλος στην ερμηνεία της Γενέσεως: Να φοβάσαι το Θεό από αγάπη και όχι από το σκληρό όνομα της δικαιοσύνης πού του δώσανε. Αγάπησέ τον, λοιπόν, όπως έχεις χρέος να τον αγαπήσεις και όχι για τα μέλλοντα αγαθά πού περιμένεις να σου δώσει, αλλά για όσα λάβαμε και μόνο για τούτον τον κόσμο πού δημιούργησε για μας και μας τον χάρισε. Γιατί, είναι κανείς πού μπορεί να ανταμείψει το Θεό για ότι μας χάρισε; Που είναι ή δίκαιη ανταπόδοση στα έργα μας; Ποιος έπεισε το Θεό να μας δημιουργήσει; Και υπάρχει κανείς να τον παρακαλεί για λογαριασμό μας όταν γινόμαστε αχάριστοι; Και όταν κάποτε δεν υπήρχαμε, ποιος ξύπνησε εκείνο το σώμα μας και το έφερε στη ζωή; Ας νιώθουμε, λοιπόν, ευγνωμοσύνη και αγάπη για όσα ή άφατη φιλανθρωπία του Θεού μας χάρισε και συνεχίζει να μας χαρίζει.

Η αγάπη θέλει σοφία και σύνεση.
 Όταν βλέπεις έναν άνθρωπο να αγαπάει τα γέλια και να θέλει να γελοιοποιεί τους άλλους, να μην πιάνεις φιλία. Γιατί θα σε κάνει να συνηθίσεις στην ψυχική ατονία. Σε κείνο πού ή ζωή του είναι διεφθαρμένη, μη δείχνεις ιλαρό πρόσωπο φυλάξου όμως καλά μήπως τον μισήσεις. Και αν θελήσει να μετανοήσει, βοήθησε τον και φρόντισε τον, θυσιάζοντας ακόμη και τη ζωή σου, να σωθεί. Εάν όμως είσαι πνευματικά ασθενής, μην τολμήσεις να γίνεις γιατρός του. Μπροστά σε άνθρωπο πού έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του και έχει την αρρώστια να προσέχεις πολύ πώς θα μιλήσεις. Γιατί ενόσω μιλάς, αυτός εξηγεί μέσα του τα λόγια σου όπως αγαπά και από τα αγαθά σου λόγια παίρνει αφορμή και σκανδαλίζει τους άλλους. Και αλλάζει το νόημα των λόγων σου μέσα στο μυαλό του σύμφωνα με την πνευματική του αρρώστια. Αν δεις κάποιον να έρχεται και να κατηγορεί τον αδελφό του μπροστά σου, κάνε το πρόσωπο σου σκυθρωπό. Έτσι και το έλεοrewυ είναι ή κόλαση πού μας εκφοβίζει από παντού και υπερνικά την αγάπη του Θεού; Ποια κόλαση και ποια γέεννα του πυρός μπορεί να σταθεί μπροστά στη χάρη της ανάστασης, όταν ό Θεός μας αναστήσει εν δόξη από τον άδη και κάνει τούτο το φθαρτό σώμα μας να ντυθεί την αφθαρσία;
Όσοι έχετε διάκριση, θαυμάστε τα μεγαλεία του Θεού. Ποιος όμως έχει τόσο σοφή και αξιοθαύμαστη διάνοια, πού θα μπορέσει να θαυμάσει, όσο αξίζει, τη χάρη του Δημιουργού μας; Ή ανταπόδοση των αμετανόητων αμαρτωλών είναι βέβαιη, όμως αντί της δίκαιης ανταπόδοσης ό Κύριος ανταποδίδει την ανάσταση σ' αυτούς πού μετανοούν και, αντί να τιμωρήσει αυτούς πού καταπάτησαν το νόμο του, τους ντύνει με την τέλεια δόξα της αφθαρσίας. Αυτή ή χάρη, πού μας ανασταίνει από την αμαρτία, είναι μεγαλύτερη από εκείνη πού μας δόθηκε, όταν από την ανυπαρξία μας έφερε στην κτιστή ύπαρξη. Δόξα στην άμετρη σου χάρη, Κύριε.

Πώς ενεργεί ή αληθινή αγάπη.
 Όποιος έχει μνήμη Θεού και τιμά κάθε άνθρωπο, αυτός βρίσκει βοήθεια από κάθε άνθρωπο, πού δέχεται μυστικά μέσα του την εντολή του Θεού να βοηθήσει. Όποιος πάλι απολογείται για να σώσει τον αδικούμενο, βρίσκει το Θεό να τον υπερασπίζεται. Όποιος δίνει το χέρι του να βοηθήσει τον πλησίον του, λαμβάνει τη βοήθεια του από το χέρι του Θεού. Όποιος κατηγορεί τον αδελφό του κινούμενος από κακία, βρίσκει το Θεό κατήγορο του. Όποιος διορθώνει τον αδελφό του κρυφά από τους άλλους, γιατρεύει την κακία του και οποίος κατηγορεί κάποιον μπροστά στους άλλους, κάνει πιο οδυνηρά τα τραύματα του. Όποιος θεραπεύει κρυφά από τους άλλους τον αδελφό του, κάνει φανερή τη δύναμη της αγάπης του ενώ αυτός πού τον ντροπιάζει μπροστά στους φίλους του, αποδεικνύει τη δύναμη του φθόνου πού φωλιάζει μέσα του. Ό φίλος πού ελέγχει κρυφά, είναι σοφός γιατρός ενώ αυτός πού γιατρεύει μπροστά στα μάτια των άλλων, στην πραγματικότητα εξευτελίζει τον άρρωστο. Συμπάθεια θα πει να συγχωρείς κάθε σφάλμα του άλλου. Το πονηρό φρόνημα φαίνεται όταν αντιμιλάς στον αμαρτήσαντα. Αυτός πού διορθώνει τον άλλον αποβλέποντας πραγματικά στην -ψυχική του υγεία, τον διορθώνει με αγάπη, ενώ αυτός πού ζητάει να εκδικηθεί, είναι κούφιος από αγάπη. Ό Θεός παιδεύει και διορθώνει τον άνθρωπο με αγάπη, χωρίς εκδίκηση και ζητάει να γιατρέψει την εικόνα του, χωρίς να κρατάει την οργή του για τις κακίες του ανθρώπου πολύν καιρό. Αυτός ό τρόπος της αγάπης είναι ευθύς και δεν παρεκκλίνει στην εμπαθή εκδίκηση. Ό δίκαιος και σοφός άνθρωπος είναι όμοιος με το Θεό γιατί δεν παιδεύει καθόλου το συνάνθρωπο του με εκδικητικότητα για την κακία του, αλλά τον παιδεύει ή για να διορθωθεί ό ίδιος, αν το θελήσει, ή για να φοβηθούν οι άλλοι. Ή παιδεία πού δεν είναι όπως την περιέγραψα, δεν είναι αληθινή παιδεία.

Η ελεήμων καρδία.
 τι είναι καρδία ελεήμων; Είναι να φλέγεται από αγάπη ή καρδιά για όλη την κτίση: Για τους ανθρώπους, για τα πουλιά και για τα ζώα και για τους δαίμονες και για κάθε κτίσμα. Και καθώς ό άνθρωπος τα φέρνει στη μνήμη του και τα σκέφτεται, τα μάτια του τρέχουν δάκρυα. Από την πολλή και σφοδρή συμπάθεια πού συνέχει την καρδιά του και από την πολλή εμμονή σ' αυτή την κατάσταση, μικραίνει ή καρδιά του και δεν μπορεί να υποφέρει ή να ακούσει ή να δει κάποια βλάβη ή κάτι έστω και λίγο λυπηρό να γίνεται στην κτίση. Γι' αυτό και για τα άλογα ζώα και για τους εχθρούς της αλήθειας και γι' αυτούς πού τον βλάπτουν προσεύχεται συνεχώς με δάκρυα, ζητώντας από το Θεό να τους φυλάξει και να τους συγχωρήσει. Ομοίως προσεύχεται και για τα ερπετά από την πολλή του ευσπλαχνία, πού συγκινεί την καρδιά του, υπερβαίνοντας το ανθρώπινο μέτρο και φτάνοντας στην ομοιότητα του Θεού.

Η πρακτική αγάπη μπορεί, σε κάποια περίπτωση, να φέρει σύγχυση και ταραχή.
 Ρωτήθηκε κάποτε ένας πολύ σοφός γέροντας από κάποιον αδελφό ησυχαστή μοναχό: Τι να κάνω; Διότι πολλές φορές συμβαίνει να χρειάζομαι κάτι, πού έχω ή για την ασθένεια μου ή για το εργόχειρο μου ή για κάποια άλλη αιτία και χωρίς αυτό δεν μπορώ να ζήσω στην καλογερική ησυχία. Βλέπω λοιπόν κάποιον πού το χρειάζεται, υπερισχύει μέσα μου το έλεος και του το δίνω. Πολλές φορές μάλιστα μπορεί να μου το ζητήσει κάποιος και, πάλι, του το δίνω. Γιατί αναγκάζομαι και από την αγάπη πού έχω και από την εντολή του Θεού και δίνω σ' αυτόν πού μου ζητάει το απαραίτητο για τη ζήση μου. Ύστερα όμως ή ανάγκη αυτού του πράγματος με κάνει να πέσω σε φροντίδες και σε ταραχή των λογισμών και έτσι σκορπίζω το νου μου και δεν μπορώ να φροντίσω για την καλογερική ησυχία. Και αναγκάζομαι ίσως να βγω από την ησυχία μου και να πάω έξω να βρω αυτό το πράγμα πού έδωσα. Εάν πάλι κάνω υπομονή και δε φύγω από τον τόπο μου, μπαίνω σε πολλή θλίψη και σύγχυση των λογισμών. Δε γνωρίζω, ποιο από τα δύο να προτιμήσω: εκείνο πού με αναπαύει, αλλά σκορπίζει την ησυχία, για να βοηθήσω τον αδελφό μου, ή να παραβλέψω την αίτηση του και να παραμείνω στην ησυχία μου;
Σ' αυτά απάντησε ό γέροντας και είπε.
Μπορεί πράγματι ή ελεημοσύνη, ή αγάπη, ή ευσπλαχνία ή οποιαδήποτε αρετή πού νομίζεις ότι είναι του Θεού, μπορεί, λέω,
* να σε εμποδίζει από την άσκηση της ησυχίας,
* να σε κάνει να σκέφτεσαι τον κόσμο,
* να σε βάζει σε κοσμικές μέριμνες,
* να σε ταράσσει και να σε αποσπά από τη μνήμη του Θεού,
* να σε κόβει από τις προσευχές σου,
* να σε βάζει σε φασαρία και σε ακατάστατους λογισμούς,
* να σε σταματάει από τη μελέτη των αναγνωσμάτων του Θεού, πού είναι όπλο σωτήριο κατά της περιπλάνησης της φαντασίας ακόμη,
* να λύνει την προσοχή του νου σου και
* να σε κάνει, ενώ δέθηκες ψυχικά με την ησυχία, να γυρίζεις εδώ κι εκεί και μετά την απομόνωση σου στο κελί σου, να συναναστρέφεσαι με τον κόσμο.
Ακόμη μπορεί,
* να ξυπνάει τα θαμμένα πάθη σου και
* να διαλύει την εγκράτεια των αισθήσεων σου και
* να αφαιρεί από μέσα σου τη θανάτωση του κοσμικού φρονήματος και
* να σε κατεβάζει από την αγγελική πολιτεία, πού έχει μοναδικό της έργο την κοινωνία με το Θεό και
* να σε βάζει στην τάξη των κοσμικών,
ε, μια τέτοια ελεημοσύνη και αγάπη ας λείψει από το μοναχό πού διάλεξε το δρόμο της ησυχίας. αυτού του είδους ή ελεημοσύνη, για την οποία με ρώτησες, είναι καλή και αξιοθαύμαστη, όταν γίνεται από τους ανθρώπους του κόσμου ή από τους μοναχούς πού ζουν σε κοινόβιο και εισέρχονται στις πόλεις για τις ανάγκες τους και γυρίζουν πάλι στο μοναστήρι.

Προηγείται ή πρακτική αρετή και ακολουθεί ή ησυχία και ή θεωρία τον Θεού.
1. Ό μακάριος Βασίλειος και οι μακάριοι Γρηγόριος (ό Νεοκαισάρειας και ό Θεολόγος), για τους οποίους ανέφερες στην επιστολή σου ότι αγαπούσα πολύ την έρημο και ήταν στύλοι και φως της Εκκλησίας και επαινούσαν πολύ την ησυχία, δεν ήρθαν στην ησυχία χωρίς να εκπληρώσουν τις εντολές , του Θεού, αλλά τι έκαμαν; Πρώτα κατοίκησαν στον κόσμο εν ειρήνη και φύλαξαν τις εντολές εκείνες πού έπρεπε να φυλάξουν ζώντας με τους ανθρώπους και, έτσι, έφτασαν στην καθαρότητα της ψυχής και αξιώθηκαν να ζήσουν στη θεωρία του Αγίου Πνεύματος. Εγώ πιστεύω, γιατί αυτό είναι ή αλήθεια, ότι όταν κατοικούσαν στις πόλεις, υποδέχονταν τους ξένους, επισκέπτονταν τους ασθενείς, ντύνανε τους γυμνούς, νίβανε τα πόδια των κουρασμένων με αγάπη και αν κάποιος τους αγγάρευε να του μεταφέρουν τα πράγματα του ένα μίλι, αυτοί πήγαιναν για χάρη του δύο μίλια. Και όταν φύλαξαν αυτές τις εντολές, πού είναι για τη ζωή στον κόσμο και άρχισαν να γεύονται στο νου τους την πρώτη μορφή ακινησίας ως προς το κακό και τις εσωτερικές θείες και μυστικές θεωρίες, από κει και πέρα έσπευσαν και βγήκαν στην ησυχία της ερήμου και εκεί έκαναν υπομονή ζώντας ζωή εσωτερική και έγιναν άνθρωποι θεωρητικοί και έζησαν μέσα στη θεωρία των ενεργειών του Αγίου Πνεύματος, μέχρι πού τους κάλεσε ή χάρη του Θεού και έγιναν ποιμένες της Εκκλησίας του Χριστού.
2. Ας αναγκάζουμε λοιπόν τον εαυτό μας να είμαστε από μέσα από την ψυχή μας ελεήμονες σε ευκαιρία προ όλους τους ανθρώπους, γιατί έτσι μας επιβάλλει ή διδασκαλία του Κυρίου.
Ποιος σοφός Μοναχός, πού έχει τροφές και ρούχα, άμα δει τον πλησίον του γυμνό και πεινασμένο, δε θα του δώσει απ' αυτό πού έχει, αλλά θα τσιγγουνευθεί; Η ποιος είναι εκείνος πού θα δει έναν άνθρωπο να κατατρύχεται από αρρώστια και να ταλαιπωρείται από σωματικούς κόπους και να χρειάζεται να τον ανακουφίσουν και, παρ' όλα αυτά, επειδή τάχα ποθεί την ησυχία, θα προτιμήσει την απομόνωση από την αγάπη προς τον αδελφό του; Ωστόσο, όταν δεν έχουμε τα μέσα για να ασκήσουμε την πρακτική Ελεημοσύνη, ας είναι ή αγάπη και ή ελεημοσύνη μέσα στην καρδιά μας και στην προσευχή μας.
Εάν ένας μοναχός συγκατοικεί με άλλους και το κελί του είναι κοντά τους και αναπαύεται με τους κόπους τους, είτε είναι υγιής είτε είναι άρρωστος και αυτός οφείλει να κάνει το ίδιο προς αυτούς. Με άλλα λόγια: Δεν είναι σωστό αυτός να απαιτεί από τους άλλους να τον ανακουφίσουν και ό ίδιος να κάνει πίσω και να κρύβεται όταν δει τον ομοιοπαθή και ομόσχημο αδελφό του, μάλλον δε τον ίδιο το Χριστό, να στενοχωρείται και να είναι παραπεταμένος και να κοπιάζει πάνω από τις δυνάμεις του. Ένας τέτοιος μοναχός είναι σκληρός και ή ησυχία του είναι ψεύτικη και μόνο στη φαντασία του.
Και καθώς ό άνθρωπος συνίσταται από δύο μέρη, από την ψυχή και το σώμα, έτσι και όλα τα έργα του έχουν διπλή τη φροντίδα, σύμφωνα με τη σύσταση του. Και επειδή ή πράξη της αγάπης προηγείται από τη θεωρία του Θεού σε κάθε περίσταση, είναι αδύνατο να υψωθεί ό άνθρωπος στη θεωρία, εάν δεν τελειώσει πρώτα την έμπρακτη αγάπη. Και τώρα, κανείς άνθρωπος δεν τολμά να πει ότι κατορθώνει στην ψυχή του την αγάπη του πλησίον, εάν δεν την εκπληρώσει με τις σωματικές δυνάμεις πού διαθέτει, στο χρόνο και στον τόπο πού προσφέρονται κάθε φορά.

«Νίκα εν τω αγαθώ το κακόν».
 Εάν στ' αλήθεια είσαι ελεήμων, όταν άδικα σου αφαιρούν τα πράγματα σου, μη λυπηθείς καθόλου μέσα σου, μήτε να διηγείσαι στους ανθρώπους τη ζημιά πού σου έκαμαν, αλλά μάλλον ή ελεημοσύνη της καρδιάς σου ας καταπιεί τη ζημιά αυτών πού σε αδίκησαν, όπως το πολύ νερό διαλύει τη δύναμη του κρασιού. Δείξε λοιπόν τον πλούτο της ελεημοσύνης σου με τις ευεργεσίες σου προς αυτούς πού σε αδίκησαν. Όπως έκαμε ό μακάριος Ελισαίος στους εχθρούς του, πού ήθελαν να τον αιχμαλωτίσουν. Γιατί όταν προσευχήθηκε και τους τύφλωσε θολώνοντας τα μάτια τους, τους έδειξε τη θεϊκή δύναμη πού είχε μέσα του όταν όμως τους έδωσε να φάνε και να πιούνε και, μετά, τους άφησε να φύγουν, τους έδειξε την ελεημοσύνη της καρδιάς του.

Το χρήμα και ή αγάπη.
 Όπως δεν είναι δυνατό, στο ίδιο σώμα να υπάρχει και ή υγεία και ή αρρώστια και να μη σβήσει το ένα εξαιτίας του άλλου, έτσι ακριβώς είναι αδύνατο να υπάρχουν στο ίδιο σπίτι το πολύ χρήμα και ή αγάπη και να μην εξαλειφθεί το ένα από το άλλο.

Η αγάπη δεν έχει εμπάθεια.
 Πάντοτε τούτον τον τρόπο να έχεις στη ζωή σου: να είσαι γλυκομίλητος και να αποδίδεις τιμή σε όλους τους ανθρώπους. Και να μην κάνεις κανέναν να θυμώσει και να οργιστεί και να μη ζηλοφθονήσεις, ούτε για την πίστη πού έχει κάποιος, ούτε για τα κακά έργα κάποιου άλλου.

Φυλάξου λοιπόν να μην κατηγορήσεις και να μην ελέγξεις κανέναν για κάποια αδυναμία του, γιατί έχουμε στους ουρανούς κριτή απροσωπόληπτο. Εάν όμως θέλεις να τον βοηθήσεις να επιστρέψει στην αλήθεια, να λυπηθείς γι' αυτόν και με δάκρυα και με αγάπη πες του ένα ή δυο λόγια και μην ανάψεις από θυμό εναντίον του, για να μη δει στην καρδιά σου σημείο έχθρας. Γιατί ή αγάπη του Θεού δε γνωρίζει να θυμώνει, ούτε να παροργίζεται, ούτε να κατηγορεί κάποιον με εμπάθεια.

ΠΗΓΗ: ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΣΑΑΚ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΚΥΨΕΛΗΣ.