Κυριακή 29 Ιουνίου 2014

Βιογραφικά στοιχεία του γέροντος Φιλοθέου






Α. Γέννηση – ανατροφή:


Η σύγχρονη αυτή Οσιακή μορφή, γεννήθηκε τον Μάιο του 1884 στο χωριό Πάκια, της επαρχίας Επιδαύρου Λιμηράς, κοντά στους Μολάους της Λακωνίας. Οι γονείς του ονομάζονταν Παναγιώτης και Αικατερίνη Ζερβάκου. Πήρε το όνομα Κωνσταντίνος. Από την παιδική του ηλικία αγαπούσε την Εκκλησία, του άρεσε να ψέλνει και να διαβάζει τα ιερά βιβλία.


Μια μέρα στο παιχνίδι τα παιδιά τον εξέλεξαν ηγούμενο με καλάμι για… ποιμαντορικό ραβδί! Απ’ ότι ο ίδιος μνημονεύει, σε ηλικία 8-10 ετών του εμφανίστηκε στο δρόμο του ο διάβολος, με χαλκοπράσινο αηδιαστικό πρόσωπο και κέρατα στο κεφάλι και του πέταγε πέτρες στα 10 μέτρα, χωρίς όμως να κτυπηθεί!


Όταν οι γονείς τον έστελναν σε εργασίες, και ο μικρός Κωνσταντίνος άκουγε τις καμπάνες τις Εκκλησίας άφηνε τις δουλειές…






Β. Σπουδές:


Τέλειωσε το Σχολείο στην πατρίδα του και οι γονείς του τον έστειλαν σε Διδασκαλείο και σε ηλικία 17 ετών (το 1901) έγινε δάσκαλος. Υπηρέτησε λοιπόν αυτό το επάγγελμα για τρία χρόνια (1901-1904) στο χωριό Φοινίκιο, κοντά στο δικό του. 


Τον ζήτησαν τότε να πάει να εργασθεί σαν δάσκαλος στην Αμερική, αλλά δεν ήταν θέλημα Θεού και βρέθηκαν εμπόδια. Διάβαζε συχνά βίους Αγίων. Ενθουσιάστηκε από την ζωή των Αγίων Αντωνίου, Ιωάννου του Δαμασκηνού, Αγίας Βαρβάρας και άλλων… Κατά την μελέτη αυτή αισθανόταν – όπως ομολογεί ο ίδιος – την επίσκεψη της γλυκιάς Θείας Χάριτος! Τότε φανταζόταν και τον εαυτό του στην έρημο και του ερχόταν η επιθυμία να ζήσει την «μοναχική πολιτεία»…






Γ. Ο δύσκολος δρόμος πριν γίνει μοναχός:


Τον πόθο του αυτό εκμυστηρεύτηκε στη μητέρα του, η οποία ήταν αρχικά θετική. Όταν ένα βράδυ της ζήτησε λίγα χρήματα για να αναχωρήσει, αυτή λυπήθηκε και άρχισε να τον συμβουλεύει να μείνει… ώστε να περάσουν λίγα χρόνια ακόμη! Ο Κωνσταντίνος στενοχωρήθηκε και στον ύπνο του φοβεροί γίγαντες τον απειλούσαν.


Φοβήθηκε πολύ και ζήτησε την βοήθεια της Θεοτόκου. Τότε την είδε να κατέρχεται και της ζήτησε να μην τον εγκαταλείψει. Οι γίγαντες εξαφανίστηκαν μέχρις να αναληφθεί η εικόνα της Παναγίας. Οι προσευχές συνεχίστηκαν, έως ότου να φύγουν οι δαίμονες! Πάντως έμεινε στην καρδιά του φόβος και μετά την δύση του Ήλιου φοβόταν να βγει απ’ το σπίτι!


Κάποτε, στο χωριό Φοινίκιο που ήταν δάσκαλος, στο σπίτι ενός φίλου του όπου έψελναν και τραγουδούσαν (ήταν πολύ καλός μουσικός) ανακάλυψε το βιβλίο «Αδάμαντες του Παραδείσου», με πατερικά κείμενα. Το πήρε γρήγορα και πήγε γρήγορα στο σπίτι που έμενε και άρχισε να το ρουφά σαν τα έντομα της άνοιξης.


Διαβάζοντάς το αισθανόταν μεγάλη χαρά. Ο λόγος του Μεγάλου Βασίλείου στο «πρόσεχε σ’ εαυτώ» τον συγκλόνισε συθέμελα. Από τότε σταμάτησε κάθε συναναστροφή και χάσιμο χρόνου. Όλες του τις δυνάμεις τις έδωσε στους μαθητές του, με τους οποίους έκανε δύο χορούς και έψελναν στην Εκκλησία, αλλά και στα γύρω χωριά στα πανηγύρια.


Όμως δέχτηκε πάλι την επίθεση ενός γίγαντα-δαίμονα, καθώς κοιμόταν και πάλι με την επίκληση της Παναγίας, που εμφανίστηκε, απομακρύνθηκε… Ο πόλεμος με τους μιαρούς δαίμονες συνεχίστηκε για πολύ καιρό, αλλά με τις προσευχές του εξήλθε νικητής.


Να μη νομισθεί όμως ότι έμεινε αμέτοχος των προβλημάτων του χωριού. Με δική του πρωτοβουλία χτίστηκε το νεκροταφείο με Ναό, επ’ ονόματι των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ και στο κτίσιμο σχολείου αφού κάλεσε όλους τους χωρικούς σε συνέλευση και συνέστησαν ερανική επιτροπή…






Δ. Κλήση με εμπόδια… στο μοναχισμό:


Στο Φοινίκιο είχε συνδεθεί με ιδιαίτερη φιλία με δύο νέους, που είχαν αποφασίσει και οι τρεις να μεταβούν στο Άγιο Όρος, να μονάσουν. Βέβαια είχε τον Αύγουστο του 1902 δοκιμάσει να μονάσει στο μονύδριο του Αγίου Γεωργίου κοντά στο χωριό του (7 ώρες), που είχε ιδρύσει ο δάσκαλος Γεώργιος Στουρνάρας, μοναχός-γιατρός από την Ήπειρο. Είχε σκοπό από εκεί να αναχωρήσει για το Άγιο Όρος.


Αλλά ο πατέρας του με δάκρυα και επιχειρήματα και εκβιασμούς για αυτοκτονία (!!!), παρ’ όλες τις αντιρρήσεις του Κωνσταντίνου (18 ετών), τον κατάφερε να πάει στο πατρικό. Εκεί προσπάθησε να συναντήσει έναν από τους μικρότερους αδελφούς του, αλλά δεν τα κατάφερε.


Αποφάσισε την νύκτα να φύγει και βαδίζοντας ξημερώθηκε αρκετά μακριά. Ο πατέρας του έστειλε την αστυνομία να τον γυρίσει πίσω, αλλά κατάφερε να ξεφύγει!!! Έφτασε στον Ευρώτα, όπου πέραν της σωματικής ταλαιπωρίας, άρχισε και ο νοερός πόλεμος των δαιμόνων… Ταλαιπωρήθηκε πολλές μέρες περπατώντας και στο τέλος ολιγοψύχησε σαν άνθρωπος αβοήθητος.


Στο δρόμο για τη Τρίπολη είδε όραμα ένα νεανία που του είπε: «φάγε και βάδιζε αφόβως την οδόν σου».Έφαγε λοιπόν σταφύλια με ψωμί, δυνάμωσε και προχωρούσε. Ένα βράδυ διαπίστωσε στα πέλματα των ποδιών του αποστήματα από αγκάθια που είχαν μπει!


Πάντως με τρομερή δυσκολία έφτασε στην Τρίπολη. Φιλοξενήθηκε σ’ ένα ιερέα, που τον περιποιήθηκε… Τότε άρχισε πάλι ο πονηρός τους λογισμούς για τις ηδονές του κόσμου, που χάνει… Άνοιξε το ιερό Ευαγγέλιο και παρηγορήθηκε από τους λόγους του Κυρίου.


Ήθελε να φτάσει στην Αγία Λαύρα και από εκεί στο μέγα Σπήλαιο, αλλά πολλοί τον συμβούλευαν να σταματήσει πρώτα στην Μονή του Αγίου Αθανασίου κοντά στα Φίλια Καλαβρύτων. Στο δρόμο αυτό άρχισε να νοιώθει φρικτούς πόνους και να κάνει εμετό. Πρόλαβε όμως να φτάσει στη Ι. Μ. Αγ. Αθανασίου. Την νύκτα θεραπεύτηκε, οπότε σύντομα έφτασε στην Αγία Λαύρα και μετά από δύο ημέρες στο Μέγα Σπήλαιο!!!


Εκεί τον συμβούλευσαν να βρει στο Αίγιο τον κ. Ιωάννη Κουτσούκο, ο οποίος τον έστειλε στη Πάτρα, στον… π. Ευσέβιο Ματθόπουλο, ο οποίος τον έστειλε πάλι στους γονείς του και στο Φοινίκιο… για 15 μήνες.


Πάλι όμως ήλθε στην Πάτρα, όπου έμεινε ένα έτος. Περπατώντας μια μέρα στην παραλία της Πάτρας ο πονηρός του επιτέθηκε με λογισμούς. Τότε πήγε στον Ι. Ν. του Αγίου Ανδρέα (παλαιό) προσευχήθηκε και δυνάμωσε πνευματικά. Στο παρεκκλήσιο του Αγ. Ιωάννου του Θεολόγου παρακολούθησε τα κηρύγματα του π. Ευσέβιου και αργότερα διορίστηκε ιεροψάλτης στον Άγιο Αλέξιο (μετόχι της Αγίας Λαύρας).


Στην Πάτρα τον βρήκε η… κλήση στο στρατό, όπου και υπηρέτησε 29 ολόκληρους μήνες… Εκεί συνάντησε σκληρές δοκιμασίες που είναι περιττό να αναφέρουμε.


Όταν τέλειωσε αυτό το μαρτύριο πήρε την άδεια από τον π. Ευσέβιο να ακολουθήσει την μοναχική πολιτεία, που τόσο ποθούσε. Τον σκοπό αυτό ανακοίνωσε στον Άγιο Νεκτάριο Πενταπόλεως, που ήταν τότε Διευθυντής στη Ριζάρειο Εκκλησιαστική Σχολή στη Αθήνα.


Του είπε: «Καλή είναι η γνώμη σου, αλλ’ εγώ σε συμβουλεύω να μη υπάγεις εις άλλην μονήν, παρά εις την μονήν της Πάρου, που είναι ενάρετοι αδελφοί και πολλοί». Ο Κωνσταντίνος επέμενε για το άγιο Όρος, οπότε ο Άγιος του είπε αν θέλει να πάει να μην πάει σε ιδιόρρυθμο. Αν όχι, να πάει στην Μονή Λογγοβάρδας της Πάρου…


Στο Ναό του Αγίου Ελισαίου έγινε αγρυπνία για τη εορτή του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου (8 Μαΐου 1907-23 ετών) και το άλλο βράδυ αναχώρησε με πλοίο με το φίλο του Νικόλαο Μητρόπουλο για το Άγιο Όρος. Στη Θεσσαλονίκη προσκύνησε στην Τουρκοκρατούμενη πόλη τον τάφο του Αγίου Δημητρίου του Μυροβλύτη.


Όμως την άλλη μέρα δεν τους επέτρεψαν να αναχωρήσουν για το άγιο Όρος γιατί ήσαν… «κατάσκοποι»! Δεν τους φυλάκισαν, αλλά τους είχαν σε αυστηρή επιτήρηση. Προσευχόμενοι άρχισαν να έχουν πόθο προς μαρτύριο ενώ δικάζονταν από Τούρκο αξιωματικό! Κάποιος ανώτερος ήλθε και αποφάσισε να επιστρέψει στην Ελλάδα, όπως και έγινε. Όπως αργότερα έμαθε, ο Πασάς ήταν αυτός που τον ελευθέρωσε μετά από προσταγή του Αγίου Δημητρίου σε όραμα! Έτσι ξεκίνησε για την Πάρο… σύμφωνα με την προφητεία του αγίου Νεκταρίου!






Ε΄. Στην Ι. Μ. Λογγοβάρδας:


Από τη Θεσσαλονίκη έφτασε στο Βόλο. Εκεί έμεινε λίγες ημέρες και γνώρισε τον Θεοδόσιο Ζωγράφο, συμβολαιογράφο, τον αδελφό του Θεόδωρο, θεολόγο-ιεροκήρυκα, τον γερο-Παναγιώτη Κοντοπιθάρη (παππούς), τον Παύλο Λουκόπουλο και άλλους, που τον φιλοξένησαν.


Προσπάθησαν να τον στείλουν στο Άγιο Όρος, αλλά ήταν… αδύνατο. Οπότε ο Κωνσταντίνος διαισθάνθηκε, ότι το θέλημα του Θεού ήταν για την… Πάρο! Τότε ο παππούς είπε ότι τρεις μέρες σκεφτόταν να του προτείνει να πάει στην Ι. Μ. Λογγοβάρδας, που είχε πάει πολλές φορές, αλλά δεν το έλεγε, γιατί δεν γνώριζε ποιο ήταν το θέλημα του Θεού!


Έτσι την επομένη έφτασε στον Πειραιά και από εκεί για Σύρο. Στο ταξίδι αυτό ο εσωτερικός πόλεμος φούντωνε. Όταν μπήκε το πλοίο στο λιμάνι και αντίκρισε τον Ναό της Παναγίας οι λογισμοί εξαφανίστηκαν και αγαλλίαση πλημμύρισε την καρδιά του… Προσκύνησε λοιπόν στο ναό της Εκατονταπυλιανής και πεζή έφτασε στη Μονή και εξομολογήθηκε στον Ηγούμενο Ιερόθεο Βοσυνιώτη, Πελοποννήσιο και τον παρακάλεσε να τον συναριθμήσει «στη λογική του μάνδρα».


Όλοι τον δέχτηκαν με χαρά και μπήκε στην αδελφότητα σαν δόκιμος. Μετά από ένα μήνα Δεκεμβρίου βγήκε από την Μονή για κάποια διακονία και αντικρίζοντάς την, θυμήθηκε πως ήταν ίδια με ένα του ενύπνιο! Στους 7 μήνες, 29 Δεκεμβρίου 1907 (23 ετών) έγινε μικρόσχημος μοναχός, με το όνομα Φιλόθεος.


Την επομένη, Κυριακή 30-12-1907 χειροτονήθηκε Διάκονος! Πριν χειροτονηθεί αισθανόταν φόβο για την Ιεροσύνη, αλλά με όραμα την νύκτα πήρε θάρρος, αφού πληροφορήθηκε για το θέλημα του Θεού.


Μετά από δύο χρόνια, στις 6 Σεπτεμβρίου 1909 (25 ετών) βγήκε από το μοναστήρι το βράδυ και για είκοσι ημέρες κάθισε μόνος στο εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία στην υψηλότερη κορυφή του νησιού, για προσευχή και μελέτη. Επειδή είχε φύγει χωρίς ευλογία επέστρεψε ση Μονή.






ΣΤ΄. Προσκύνημα στο Όρος και την Αίγινα:


Στις 8 Μάιου 1910 με ευλογία του Γέροντά του αναχωρεί για προσκύνημα στο άγιο Όρος. Προσκύνησε όλες τις άγιες μονές, τις σκήτες, πανσέπτους εικόνες και ιδίως τα Άγια λείψανα. Ζήτησε να βρει άνδρες αγίους, αλλά μόνο στα δάκτυλα του ενός χεριού βρήκε για να συνομιλήσει και να ωφεληθεί!


Διέκρινε το γέροντα Δανιήλ Σμυρναίο, αγιογράφο, Σπυρίδωνα Καμπανά, ιατρό Λαυριώτη, Γεράσιμο Λέσβιο, Καλλίνικο Αθηναίο και τους Πνευματικούς Ιγνάτιο Κατουνακιώτη, Ματθαίο Καρακαλληνό και μερικούς ακόμα… Ο ίδιος έχει γράψει πως αν εύρισκε το Άγιο Όρος όπως το νόμιζε, θα έμενε εκεί…


Εκτός εξαιρέσεων, βρήκε δύο φατρίες, τους Μπογαζιανούς (Μακεδόνες, Θράκες, Μυτιληνιοί, Μικρασιάτες) και τους Μοραΐτες (Ηπειρώτες, Θεσσαλοί, Δωδεκανήσιοι, Στερεοελλαδίτες, Πελοποννήσιοι, Κυκλαδίτες και Κρήτες)! Ουδείς μάλιστα Πνευματικός του είπε να αλλάξει τόπο μετανοίας…


Περνώντας από την Θεσσαλονίκη βλέποντας την πόλη, προσευχήθηκε να απελευθερωθεί… Βγαίνοντας στο Τελωνείο πάλι συνελήφθη από τους Τούρκους, χωρίς να καταλάβει το λόγο και τον φυλάκισαν σε συρματοπλέγματα! Αργότερα κάποιος νεαρός τον απελευθέρωσε. Έτσι αναχώρησε με το πλοίο και έφτασε στο Βόλο και συνάντησε τους αδελφούς.


Στον Πειραιά έψαχνε τον Πνευματικό του Πατέρα Άγιο Νεκτάριο, που τότε βρισκόταν στην Αίγινα. Πήγε και τον βρήκε. Τον βρήκε να σκάβει…Τον πέρασε για εργάτη της μονής! Ο Άγιος τον συμβούλεψε και με το παράδειγμά του και με τα λόγια του. Τον Σεπτέμβριο του 1910 βρέθηκε μέσω Σύρου και πάλι στην Πάρο. 






Ζ΄. Πρεσβύτερος, Αρχιμανδρίτης, Κήρυκας:


Όπως αναφέρει σε επιστολή στον Πνευματικό του Ματθαίο Καρακαλληνό (13-6-1912), με παραίνεση του Ηγουμένου και των Πατέρων της Μονής προχειρίστηκε Πρεσβύτερος στις 22-4-1912, Κυριακή της Σαμαρείτιδας από τον Επίσκοπο Τριφυλίας και Ολυμπίας κ. Γαβριήλ στην Αθήνα. 


Το επόμενο έτος, 21-10-1913, προχειρίστηκε σε Αρχιμανδρίτη από τον Μητροπολίτη Παροναξίας κ. Ιερόθεο. Από τότε άρχισε να εξομολογεί και να κηρύττει τον θείον λόγο στην Πάρο και την Νάξο και αργότερα στη Σύρο, την Τήνο και την Αθήνα. Από το 1916 (32 ετών ) και στην υπόλοιπη Ελλάδα…


Το 1917 μετέβη στην ιδιαίτερη πατρίδα του και κήρυξε τον θείο λόγο σε πολλές κωμοπόλεις. Το 1920 μετέβη στη Πελοπόννησο και κήρυξε στην Τρίπολη, Σπάρτη και σε μερικά χωριά. Το ίδιο έτος επισκέφτηκε και την Σίφνο.


Το 1921, την Μ. Σαρακοστή κήρυξε και εξομολογούσε στην Τήνο, Σύρο, Αθήνα και Βόλο. Το καλοκαίρι έφτασε στη Αθήνα, Πειραιά, Χίο και Τσεσμέ (απέναντι). Τον επόμενο χρόνο βρέθηκε στην Ιτέα, Δεσφίνα, Αράχοβα, Δελφούς, Χρυσό και Γαλαξίδι. Το 1923 πήγε Αθήνα και Πελοπόννησο… 






Η΄. Στους Άγιους Τόπους, Σινά και Αίγυπτο και Ελλάδα:


Το Μάρτιο του 1924 έκαμε μεγάλη περιοδεία. Άρχισε από την Νάξο, Σύρο, Αθήνα, Κρήτη, Αλεξάνδρεια, Παλαιστίνη, Αραβία, Αίγυπτο και Όρος Σινά! Ειδικά στην Παλαιστίνη πήγε σ’ όλα τα προσκυνήματα και στο Σινά λειτούργησε στο παρεκκλήσιο της αγία Βάτου. Από τις περιοχές αυτές έστειλε πολλές επιστολές, ιδίως στο γέροντά του Ιερόθεο:


1). Από Αγία πόλη Σιών 8-4-1924,


2). Από Ιερουσαλήμ 20-4-1924,


3). Από Ιερουσαλήμ 24-4-1924,


4). Από Σουέζ 20-5-1924,


5). Από Σινά 4-6-1924,


6). Από Παραλία Ερυθράς Θάλασσας 11-6-1924,


7). Από Κάιρο 25-6-1924.


Επέστρεψε στην Αθήνα και από εκεί πήγε στο Άγιο Όρος. Πέρασε, κήρυξε και εξομολογούσε το 1926 στην Θεσσαλονίκη, Βόλο, Μακρινίτσα, Κανάλια και Σκιάθο.






Θ΄. Ηγούμενος της Μονής:


Το 1928 μετέβη στην Κέρκυρα. Το 1930 απεβίωσε ο γέροντάς του Ιερόθεος. Με διαθήκη του τον αφήκε διάδοχό του, πράγμα που δέχτηκαν οι πατέρες της Μονής. Είχε παρακαλέσει τον Ηγούμενο να αφήσει άλλον, αλλά στάθηκε αδύνατο να τον μεταπείσει…Αλλά και έτσι δεν εγκατέλειψε το προηγούμενο έργο του. Το 1933 (49 ετών) έφτασε στα Καλάβρυτα και προσκύνησε στην Αγία Λαύρα και Μέγα Σπήλαιο. Από εκεί έφτασε στην Κεφαλονιά, στον Άγιο Γεράσιμο και στην Ζάκυνθο στον Άγιο Διονύσιο.


Το 1934 φτάνει στην Κωνσταντινούπολη (Πατριάρχης ο Φώτιος) λειτούργησε και κήρυξε σε πολλές περιοχές. Προσπάθησε να συναντήσει τον Κεμάλ Ατατούρκ (Πρόεδρο της Τουρκικής Δημοκρατίας), για να του μιλήσει για το Χριστιανισμό (είχε ήδη αποκηρύξει τον Ισλαμισμό). Όμως ο Πατριάρχης Φώτιος τον απέτρεψε… Ετοίμαζε αργότερα από την Ελλάδα επιστολή, αλλά ο Κεμάλ πέθανε.


Το 1935, Μ. Σαρακοστή, από τους Μητροπολίτες Φωκίδας κ. Ιωακείμ και Αιτωλοακαρνανίας κ. Ιερόθεο και περιόδευσε στην Άμφισσα και Αγρίνιο. Τον Μάιο πήγε στα Μετέωρα και μίλησε στην Καλαμπάκα, Τρίκαλα, Καρδίτσα και Λάρισα. Τον Οκτώβριο παρευρέθη στην εορτή του Αγίου Δημητρίου στη Θεσσαλονίκη και από εκεί έφτασε στο Κιλκίς. Από εκεί έφτασε στο Βόλο, Χίο και μετά Πελοπόννησο!


Το 1936 προσκλήθηκε από τον Καλαβρύτων και Αιγιαλείας την Μ. Σαρακοστή, και πήγε στο Αίγιο. Τον Οκτώβρη βρέθηκε στην Πάτρα και κήρυξε στον Άγιο Ανδρέα, Παντάνασσα και Άγιο Δημήτριο. Πέρασε στην Κεφαλονιά και από εκεί στο Αγρίνιο. Το επόμενο βρέθηκε πάλι στο Αίγιο, πέρασε στη Ρούμελη, Αθήνα και Πειραιά. Τον Μάιο του 1938 μίλησε στην Αττική, τον Σεπτέμβρη στη Σίφνο, τον Οκτώβρη Αθήνα και από εκεί στην πατρίδα του. Το ίδιο έτος πέρασε από τον Όσιο Λουκά Λιβαδειάς και από τον Προφήτη Ηλία στην Ύδρα. Τον Μάιο του 1940 περιόδευσε σε περιοχές της Αττικής. Τον Οκτώβριο μέσω Πάτμου τον βρήκε ο Ιταλο-Ελληνικός πόλεμος στη Σύρο…






Η΄. Στον πόλεμο και μετά :


Οι στερήσεις της κατοχής οδήγησαν πολύ κόσμο στη Μονή. Ο ρόλος τώρα έγινε ρόλος παραμυθίας. Τρεις αδελφοί της μονής παρασκεύαζαν καθημερινό συσσίτιο. Ανά 50 νοματαίοι οδηγιόντουσαν στην τράπεζα. Έφταναν καθημερινά τους 150-200. Τα τρόφιμα της Μονής ήταν ευλογημένα και τουλάχιστον 1500 άνθρωποι δεν πέθαναν από την πείνα!


Στις 14 –5-1944 είχε αποφασισθεί ο θάνατος 125 Παριανών από τους Γερμανούς. Ο γέροντας, επικεφαλής αντιπροσωπίας, κατάφερε να μεταπείσει τους αποφασισμένους Γερμανούς…


Μετά την κατοχή συνέχισε το προηγούμενο έργο. Οι περιοδείες συνεχίζοντας να κηρύττει τον λόγο του Θεού. Η ηλικία προχωρούσε στον γέροντα, πέρασε το ογδόντα, αλλά τουλάχιστον τρεις φορές το χρόνο περιόδευε.






Θ΄. Η κοίμησή του:


Ο γέροντας Φιλόθεος ήδη από τις αρχές του 1979 ασθενούσε. Στις 7 Μαΐου 1980 (96 ετών) όμως και ενώ βρισκόταν στο κελί του στα Θαψανά της Πάρου, έπεσε οριστικά στο κρεβάτι. Την 6η πρωινή στις 8 Μαΐου 1980 οι Άγιοι Άγγελοι παρέλαβαν την μακάρια του ψυχή για αιώνια ανάπαυση…


Ο θεράποντας του Κυρίου είχε ευλογημένο και άγιο τέλος. Την ώρα που παρέδιδε το πνεύμα του έψαλλε το «ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ»… Ο τύπος των Κυκλάδων έγραψε εγκωμιαστικά για τον Όσιο και Κήρυκα. Ακολούθησαν δεκάδες εκκλησιαστικά περιοδικά και εφημερίδες….






Ι΄. Αποφθέγματα:


1). Περί ταπεινοφροσύνης: «όποιος θέλει να φτάσει από τη γη στον ουρανό πρέπει να βαδίσει την οδό της ταπεινώσεως, ως πλέον συντομοτέρα και ασφαλεστέρα. Πάντες οι Άγιοι δια της ταπεινώσεως ανέβησαν στους ουρανούς…


Ταπείνωσις εσωτερική, πραγματική, αληθινή, είναι να αισθάνεται τις τας δωρεάς και χάριτας που έχει λάβει από τον Θεόν. Να αισθάνεται ότι παν ό,τι έχει, και την ύπαρξιν και ζωήν και υγείαν και πλούτον και σοφίαν όλα είναι ξένα, είναι δώρα του Θεού…»






2). Η φύλαξη των προσκυνημάτων στους Αγίους Τόπους: «…Εάν θέλετε, αγαπητοί μου, να φυλάξετε τα προσκυνήματα, δεν θα τα φυλάξετε με μαχαίρια και περίστροφα, θα τα φυλάξετε εάν κάμητε καλά έργα. Εάν τα έργα σας είναι φωτεινά, λαμπρά και λάμπουν.


Αυτά τα καλά βλέποντες οι άνθρωποι και αυτοί άπιστοι και κακόδοξοι, οι εσκοτισμένοι, θα πιστεύσουν, θα προσέλθουν στην αληθινήν πίστιν, θα γίνουν Ορθόδοξοι, θα μας αγαπήσουν, θα γίνουν από εχθροί φίλοι μας, θα δοξάσουν τον Πατέρα ημών τον εν Ουρανοίς, ο Οποίος δεν παρήγγειλεν εις ημάς να φυλάττωμεν πέτρας, τας οικίας του σώματος, αλλά να φυλλάττωμεν την ψυχήν μας, η οποία αξίζει περισσότερον από όλον τον κόσμον…. να αγαπήσωμεν τον πλησίον μας όπως τον εαυτόν μας, έτι δε και αυτούς τους εχθρούς μας…»






3). Η ένωση των «Εκκλησιών»: «Ουδείς πιστός Ορθόδοξος Χριστιανός, συνετός, φρόνιμος, έχων ολίγον φόβον Θεού θα δεχθεί ποτέ την ένωσιν με τους αιρετικούς παπιστάς τους καταφρονητάς των επτά Αγίων Οικουμενικών και των Αποστολικών και Πατρικών Παραδόσεων. Ας στοχαστεί καλώς ο Πατριάρχης και ας μην αυταπατάται και νομίζει εύκολον την ένωσιν και ότι θα τον ακολουθήσουν οι γνήσιοι Έλληνες Ορθόδοξοι και ότι θα καταπατήσουν την συνείδησή των και θα καταφρονήσουν ευκόλως Αποστολικάς και Πατρικάς παραδόσεις και τους ιερούς κανόνας…. 


Και οι μεν Άγιοι Πατέρες, οι καλοί και αληθινοί Ποιμένες, εξεδίωξαν μακράν της Εκκλησίας τους αιρετικούς, τους λοιμώδεις λύκους, ο δε οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας καλεί τον αιρετικόν Πάπαν, τον εχθρόν της Εκκλησίας, τον παραβάτην και καταφρονητήν των αποστολικών και Πατρικών Παραδόσεων….


Οίμοι! Οίμοι, ψυχή μου! Στέναξον, κλαύσον, θρήνησον, ως άλλος Ιερεμίας, ουχί δια την επίγειον Ιερουσαλήμ, την πόλιν των αιμάτων,… Συ θρήνησον δια την Νύμφην του Χριστού, την ακηλίδωτον και άμωμον, την Μίαν, Αγίαν, Ορθόδοξον Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν, την πνευματικήν Μητέρα των Ορθοδόξων Χριστιανών…».






Βιβλιογραφία:


1). Ο ΓΕΡΩΝ ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΖΕΡΒΑΚΟΣ (Ο ΟΥΡΑΝΟΔΡΟΜΟΣ ΟΔΟΙΠΟΡΟΣ) ΤΟΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ, έκδ. ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΚΥΨΕΛΗΣ , Θεσσαλονίκη 1980.


2).ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΣΠΙΔΑ, Αοιδ. Γέροντος ΦΙΛΟΘΕΟΥ ΖΕΡΒΑΚΟΥ, εκδ. ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΚΥΨΕΛΗ, Θεσσαλονίκη 1992.


3). ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑ (Περιοδική έκδοση), ΑΠΡΙΛΙΟΣ-ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1993, Θεσσαλονίκη.


4). ΒΑΣΙΛΙΟΥ Γ. ΣΚΙΑΔΑ, Σύγχρονες Οσιακές Μορφές, ΑΘΗΝΑ 1996.


5). ΚΛΕΙΤΟΥ ΙΩΑΝΝΙΔΗ, ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΟΣ, εκδ. ΝΕΚΤ. ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ, (σελ. 135-159).


Επιμέλεια – Παρουσίαση: Π. Μ.

Ο Αρχιμανδρίτης Φιλόθεος Ζερβάκος του Αρχιμανδρίτου π Αρσενίου Κομπούγια



Ο π. Φιλόθεος Ζερβάκος υπήρξεν ο πρύτανις του οσίου βίου, μέγας κήρυξ και πνευματικός, ηγούμενος υπέρ τα πεντήκοντα έτη της μοναδικής δια την πνευματικότητα και αγιότητά των σε όλην την εκτός του Αγίου Όρους περιφέρειαν, Ιεράν Κοινοβιακήν Μονήν Ζωοδόχου Πηγής Λογγοβάρδας Πάρου.



Είναι ο μεγαλύτερος, μα ίσως και ο τελευταίος πνευματικός αστήρ ο π. Φιλόθεος, επειδή ο κόσμος αποσυντίθεται, επειδή πλέον ο κόσμος περιήλθεν εις χείρας του σατανά και θα είναι ανάξιος τοιούτων αγίων ανδρών και επειδή ίσως είναι τα τελευταία του, όπως ο ίδιος και διετύπωσε και έγραψε πολλάκις.

Ο π. Φιλόθεος ήτο ο ηγούμενος, ο ασκούμενος εις την ασκητικήν ζωήν και ο Ιεροκήρυκας και Πνευματικός όλης της Ελλάδος. Η Ιερά αυτή Μονή της περιφήμου Λογγοβάρδας, η μοναδική από πολλά έτη εις την πνευματικότητα, αριθμούσε μόλις προ ολίγων ετών υπέρ τους τεσσαράκοντα μοναχούς, τους οποίους εποίμανεν ο σοφός και άγιος Γέροντας, πιο πολύ με το φωτισμένον και άγιον παράδειγμά του υπέρ τα πεντήκοντα έτη.



Υπήρξεν ο κήρυκας του Ευαγγελίου και ο Εξομολόγος, όχι μόνον εις την Μονήν που εποίμανεν, αλλά και εις όλην την νήσον Πάρον, τας πέριξ νήσους, αλλά και εις τας περισσοτέρας πόλεις της Ελλάδος. Συνεδύασεν ο μακάριος την μοναχικήν άσκησιν και την κοινωνικήν ιεραποστολικήν δράσιν. Σε όλα τα μέρη της Ελλάδος είχεν πνευματικά τέκνα. Μεγάλος ήτο ο σεβασμός που έτρεφον προς τον Γέροντα όχι μόνον τα πνευματικά του τέκνα, αλλά και κληρικοί, Αρχιεπίσκοποι, Αρχιερείς και αυτή η Ι. Σύνοδος. Είδον Αρχιερέα, όταν ο Γέροντας ήτο ακόμη εξήκοντα πέντε ετών, να σκύβη και να του ασπάζεται το χέρι.

Έγραψε πολλά πνευματικά ωραία βιβλία, άρθρα, επιστολάς (εκτός των χιλιάδων προσωπικών επιστολών στα πνευματικά του τέκνα). Εξομολογούντο σ’ αυτόν, εκτός εκατοντάδων κληρικών, αλλά και πολλοί Αρχιερείς. Αι λειτουργίαι του ήσαν πάντα με δάκρυα, αι κρυφαί προσευχαί και αγρυπνίαι πολλάκις ολονύκτιαι γενόμεναι μετά κλαυθμών ακατάπαυσται, η πραότης του αμίμητος. Είχε την ευτυχίαν ο γράφων τας γραμμάς ταύτας, να ανήκη είς την Ιεράν αυτήν Μονήν και να γαλουχηθή επί πολλά έτη πλησίον του και να καρή υπ’ αυτού Μοναχός, να τον προωθήση εις την Ιερωσύνην και με την εντολήν του και άδειάν του να προχειρισθή Πρεσβύτερος υπό του Μητροπολίτου Ναυπακτίας, μακαριστού Χριστοφόρου, που απεσπάσθη τη αδεία του για δύο τρία έτη, δια να βοηθήση τούτον.

Είχεν ο μακαριστός Γέροντας πάντα στο όνειρόν του, όπως χαρακτηριστικά μου έγραφεν εις επιστολήν του, να πλαισιώση την μονήν με μορφωμένους κατά κόσμον μοναχούς, καίτοι κατά καιρούς εγκαταβίωσαν αρκετοί πτυχιούχοι, αλλά δι’ αγνώστους λόγους δεν παρέμεινον εις την Μονήν, δια να φέρωμεν όλοι ανάλογον ευθύνην δια την σημερινήν απογοητευτικήν αριθμητικήν σμίκρυνσιν της σημερινής Μονής.

Ακόμη είχον την εξαιρετικήν τιμήν, ολίγας ημέρας προ της ειρηνικωτάτης εκδημίας του, να ευρεθώ πλησίον του και να του προσφέρω τας ταπεινάς μου υπηρεσίας, ως και την προτελευταίαν μετάδοσιν της θείας Κοινωνίας. Όντως υπέφερεν από την ουρίαν, που του δημιουργούσε διαρκή τάσιν προς έμετον και δεν ηδύνατο, ξεσπώντας σε δυνατόν βήχα.



Του έλεγον: “Γέροντα, ο Κύριος με την δοκιμασίαν αυτήν θέλει να κατοχυρώση ογδοήκοντα ετών κόπους και μόχθους δια το Άγιον Όνομά Του, δια να μην τα λιχνίση ο σατανάς την τελευταίαν ώραν με το τελευταίον όπλον, την επάρατον υπερηφάνειαν”.



Και μου απαντούσεν: “Δόξα σοι ο Θεός, ό,τι θέλει ο Κύριος”.



Επίσης του έλεγον: “Γέροντα, φεύγεις και αφήνεις τον εν αποστασία κόσμον και τα πνευματικά σου παιδιά εις χείρας του ερχομένου αντιχρίστου”. Και αυτός απαντούσε: “Πράγματι, η αποστασία είναι μεγάλη και η καταστροφή και το τέλος του Κόσμου πολύ κοντά”.



Ακόμη του είπον: “Γέροντα, να προσεύχεσθε εις τον Κύριον, όταν θα πάτε εκεί, δια την ελεεινότητά μου, διότι είμαι ελεεινός και αδιόρθωτος, ως και δια τας δύο Μονάς σου, τας οποίας ο σατανάς θα θελήση μετά την κοίμησίν σου να σινιάση σαν το σιτάρι”.

Και μου απαντούσε: “Εάν εύρω παρρησίαν εις τον Χριστόν μας, θα προσεύχωμαι δι’ όλους”.

Έφυγα από την Μονήν με την πεποίθησιν ότι δεν τον ξαναβλέπω πλέον ζωντανόν, όπως και έγινεν. Μετά την αναχώρησίν μου εκοιμήθη. Εκοιμήθη την ημέραν του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου και του μεγάλου Αρσενίου. Τον επήρε ο μαθητής της αγάπης, ο Ιωάννης ο Θεολόγος και ο άγιος Αρσένιος, διότι σαν αυτούς ηγάπησε τον Χριστόν σαν και αυτούς εργάσθηκε ασκούμενος στην μοναχική άσκηση και το κήρυγμα του Ευαγγελίου.



Έφυγε εκ των ματαίων, μόλις έκαμε επί του κρεββάτου την απόλυσιν του Όρθρου του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου και του οσίου Αρσενίου, με τας τελευταίας λέξεις: “Τώρα πλέον φεύγω, θα κοιμηθώ”. Και έκλεισε αμέσως για πάντα τους οσίους οφθαλμούς του.

Η κηδεία του ήτο κάτι το ασυνήθιστον και συγκινητικόν, με κλαυθμούς και δάκρυα, με πλήθος κόσμου, εντοπίου και ξένου, με πλήθος κληρικών και μοναχών και αρκετούς Αρχιερείς. Έγινε κηδεία την οποίαν θα επεθύμουν όλοι οι μεγιστάνες και όλοι οι Πατριάρχαι και Αρχιεπίσκοποι και Μητροπολίται, των οποίων η δόξα του αξιώματος στερεί τούτους της δόξης, που από εδώ αντιδοξάζει ο Κύριος τους ταπεινούς της γής.

Αξιοσημείωτον ήτο ότι ενώ είχον περάσει 36 ώρες με αρκετή ζέστη, το όσιον σώμα του Γέροντος δεν είχεν καν σημεία αποσυνθέσεως, αλλ’ ούτε άφηνε την συνήθη σε όλους τους νεκρούς, νεκρικήν ατμόσφαιραν και οσμήν, αλλά διετηρείτο σαν να ήτο ολοζώντανον.

Αιωνία η οσία μνήμη σου, Γέροντα σεβαστέ, π. Φιλόθεε, και εύχου αυτού που είσαι να λυπηθή τον Κόσμον ο Κύριός μας και να αναδείξη και άλλους σαν και σένα στους σκοτεινούς μας τούτους καιρούς του αντιχρίστου, προς στηριγμόν των ευσεβών, που αγαπούν τον Κύριον εν αληθεία, διότι πολύ φοβούμαι μήπως εις το ανάστημα σου θα είσαι ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ!

Προσευχή Περὶ διαφυλάξεως τῆς Ἁγίας ἡμῶν Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐξ αἱρέσεων



Κύριε, ὅτε εὑρίσκεσο ἐπὶ τῆς γῆς ὡς ἄνθρωπος, χωρὶς νὰ χωρισθῇς τῆς Θεότητάς Σου, ἱδρύσας ἐπὶ τῆς γῆς, ὡς ἄλλον Παράδεισον, δι᾿ ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους τὴν Ἁγίαν σου Ἐκκλησίαν τὴν ὁποίαν ἐστερέωσας ἐπὶ τὴν στερεὰν πέτραν τῆς Πίστεως, ἐπὶ τὴν πέτραν τῶν Θείων Σου Ἐντολῶν, τοῦ Θείου Σου Νόμου καὶ τῶν Θείων προσταγμάτων Σου καὶ ὥρισας να μένῃ ἀσάλευτος μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων καὶ ὅτι «πύλαι Ἅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς» (Ματθ. ιστ´ 18). Τὴν Ἐκκλησίαν Σου ταύτην Ἀναμάρτητε Υἱὲ καὶ Λόγε Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου Γλυκύτατε Ἰησοῦ, ὅτε κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς ἀπὸ γῆς εἰς Οὐρανοὺς ἀνόδου Σου ἀπὸ τοῦ Ὄρους τῶν Ἐλαιῶν, ἀφοῦ ἐπλήρωσας πᾶσαν οἰκονομία καὶ τὰ ἐπὶ γῆς ἥνωσας τοῖς Οὐρανίοις, παρέδωκας τοῖς Ἁγίοις Σου Ἀποστόλοις μὲ ἐντολὴν να τὴν φυλάξουν καθαράν, ἀμόλυντον, να τὴν στερεώσουν καὶ τὴν κρατύνουν εἰς τὸν τετραπέρατον κόσμον.


Οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι, συμφώνως τῇ ἐντολῇ τὴν ὁποίαν ἔλαβον, στερέωσαν, ἐκράτυναν καὶ διεφύλαξαν τὴν Ἁγίαν Ἐκκλησίαν. Ὡσαύτως καὶ οἱ τούτων Διάδοχοι καὶ οἱ μετὰ τούτους Ἅγιοι Θεοφόροι Πατέρες καὶ Διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας οἱ τὰς ἑπτὰ Ἁγίας Οἰκουμενικὰς Συνόδους συγκροτήσαντες. Αὐτὴ ἡ θεία παρεμβολὴ τῶν πανσόφων θείων Ἀποστόλων, τῶν διαδόχων Αὐτῶν καὶ τῶν θεοσόφων Ἁγίων Πατέρων καὶ Διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας, οἱ θεηγόροι ὁπλῖται παρατάξεως Κυρίου, οἱ πολύφωτοι ἀστέρες τοῦ νοητοῦ στερεώματος, τῆς μυστικῆς Σιὼν οἱ ἀκαθαίρετοι πύργοι, τὰ μυρίπνοα ἄνθη τοῦ Παραδείσου, τὰ πάγχρυσα στόματα τοῦ Λόγου, Ἐκκλησίας τὰ καυχήματα καὶ Οἰκουμένης τὰ σεμνολογήματα. Οὗτοι πάντες, τῇ Χάριτί Σου ἐνισχυθέντες καὶ τῷ φωτί Σου τῷ θείῳ φωτισθέντες καὶ καταυγασθέντες, τῇ πίστει στερεωθέντες, τῇ ἀγάπῃκραταιωθέντες, τῷ πυρὶ τῷ θείῳ πυρωθέντες, πάντας τοὺς ἐχθροὺς ἀοράτους, ὁρατούς, αἰσθητούς, νοητούς, ἐσωτερικοὺς καὶ ἐξωτερικούς, τοὺς ὡς λύκους λυσσώδεις καὶ ἀνήμερα θηρία ὁρμήσαντας κατὰ τῆς Ἐκκλησίας Σου, ὅπως κρημνίσωσι καὶ ἐκθεμελιώσωσι Αὐτὴν καὶ τὰ λογικὰ πρόβατα, ὑπὲρ τῶν ὁποίων τὸ πολύτιμο Αἷμά σου ἐξέχεας ἐπὶ Σταυροῦ, κατασπαράξωσι, πάντας ἐνίκησαν καὶ μακρὰν τῆς ποίμνης Σου τῆς λογικῆς ἐξεδίωξαν, τῇ σφενδόνι τῇ του Πνεύματος, ἐκσφενδονήσαντες, καὶ οὕτω διέσωσαν τὴν Ἁγίαν Ἐκκλησίαν καὶ ὠὡδήγησαν ἡμᾶς εἰς τὴν ἀληθινὴν Πίστιν τὴν Ὀρθόδοξον.


Ἀλλ᾿ ὁ βύθιος δράκων ὁ μισόκαλος, ὁ παγκάκιστος καὶ παμπόνηρος, μετὰ τῶν ἐργατῶν αὐτοῦ οὐκ ἐπαύσατο πολεμῶν τὴν Ἐκκλησίαν. Ἀλλ᾿ ἡ Ἐκκλησία ἔχουσα τοὺς κατὰ διαφόρους καιροὺς καλοὺς Ποιμένας, ἐπισκόπους καὶ φύλακας, πολεμουμένη νικᾶ καὶ θριαμβεύει.


Σήμερον εἰς τοὺς ἐσχάτους καιρούς, εἰς τὰς πονηρὸς ταύτας ἡμέρας ὁ ᾿Άρχων τοῦ σκότους βλέπων ὅτι τὸ τέλος του ἐγγίζει, ἔχει ὀρμίσει μεθ᾿ ὅλων του τῶν σκοτεινῶν δυνάμεων, ὁρατῶν ἀνθρώπων καὶ ἀοράτων δαιμόνων, κατὰ τῆς Ἐκκλησίας, τῆς ἐκλεκτῆς Νύμφης, διὰ να τὴν καταποντήσῃ καὶ ἀφανίσῃ. Εἰς τὰς παρωχημένας γενεὰς ὑπῆρξαν ἄνδρες Ἅγιοι, ἄνδρες σοφοί, δίκαιοι, τίμιοι, συνετοί, πνευματοφόροι, Θεοφόροι, ἀνδρεῖοι τῇ ψυχῇ, οἱ ὁποῖοι ἠγωνίσθησαν ὑπὲρ τῆς Ἐκκλησίας, ὑπὲρ τῶν Ἀποστολικῶν καὶ Πατρικῶν Παραδόσεων καὶ τῇ συμμαχίᾳ καὶ βοήθεια νικῆσαν τὰς παρατάξεις τῶν ἐχθρῶν καὶ διέσωσαν τὴν Ἐκκλησίαν.


Σήμερον τοιοῦτοι ἄνδρες ἐξέλιπον καὶ ἐὰν ὑπάρχουν εἶναι ὀλίγοι, σπάνιοι, δυσεύρετοι καὶ ὄχι ἀνδρεῖοι, σοφοὶ καὶ Ἅγιοι ὡς οἱ παλαιοὶ Πατέρες ἡμῶν. Οἱ δὲ πολεμοῦντες τὴν Ἁγίαν Ἐκκλησίαν εἶναι πολλοί. Πολεμοῦσι ἐξ ὕψους ἄνωθεν, γῆθεν κάτωθεν, ἔσωθεν ἔξωθεν, ἔμπροσθεν ὄπισθεν, δεξιόθεν ἀριστερόθεν, καὶ κινδυνεύει τὸ σκάφος τῆς Ἐκκλησίας να καταποντισθῆ, διὰ τὸ μὴ ἔχειν καλοὺς Ποιμένας καὶ φύλακας. Τινὲς τῶν Ποιμένων καὶ Ἐπισκόπων τοὺς ὁποίους ἔταξας ποιμαίνειν καὶ φυλάττειν τὴν λογικὴν Σου Ποίμνην, τὴν Ἁγίαν Ἐκκλησίαν, ἐγένοντο προβατόσχημοι λύκοι, τέλειοι καταφρονηταὶ καὶ παραβάται τῶν Ἱερῶν Κανόνων καὶ Ἀποστολικῶν Παραδόσεων, ζητοῦντες ἀποβολὴν αὐτῶν καὶ ἀντικατάστασιν. Ἕτεροι ἤνοιξαν τὰς θύρας καὶ καλοῦσι καὶ δέχονται τοὺς λύκους παπιστάς, διαμαρτυρόμενους καὶ πάντας τοὺς αἱρετικοὺς διὰ να εἰσέλθουν ἀκωλύτως καὶ θύσουν, ἀπωλέσουν καὶ κατασπαράξουν τὰ λογικὰ πρόβατα. Διήρεσαν καὶ ἔσχισαν τὴν Ἐκκλησίαν διὰ τῆς ἀπερίσκεπτου, παρανόμου καὶ ἀντικανονικὴς εἰσαγωγῆς τοῦ νέου παπικοῦ ἡμερολογίου καὶ ἀποβολῆς τοῦ παλαιοῦ πατρίου καὶ ἀντὶ να ἀγωνίζωνται καὶ να φροντίζουν να ἑνώσουν τὴν Ἐκκλησίαν, ἀγωνίζονται να τὴν διαιρέσουν ἔτι εἰς περισσοτέρας Ἐκκλησίας καὶ τὴν καταστήσουν παναιρετικήν.


Ὡς μέλος τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ὡς ἱερεὺς καὶ πνευματικὸς Πατήρ, συναισθανόμενος τὸ ἱερὸν καθῆκον μου, ἠγωνίσθην ἐπὶ πολλὰ ἔτη ἐναντίον τῆς παρανόμου εἰσαγωγῆς τοῦ παπικοῦ νέου ἡμερολογίου (ἡ ὁποία τὴν Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν διήρεσεν εἰς δύο) καὶ τὴν ἐπαναφορὰ τοῦ παλαιοῦ πατρίου, διὰ να ἀρθῇ τὸ σχίσμα καὶ ἡ διαίρεσις καὶ γίνη πάλιν Μία ἡ Ἐκκλησία ὡς ἧτο ἀπ᾿ ἀρχῆς, ὅτε ἱδρύσας Αὐτὴν καὶ ὡς παρελάβομεν Αὐτὴν παρὰ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ τῶν Θεοφόρων Πατέρων. Ἀλλ᾿ οὐδεμία διόρθωσις ἐγένετο.


Βλέπων τὴν θάλασσαν ἀγριαίνουσαν, τοὺς ἀνέμους ἰσχυρούς, τὰ κύματα ὡς ὄρη ὑψηλὰ ὑψούμενα, τὸ δὲ σκάφος τῆς Ἐκκλησίας βυθιζόμενον καὶ τὸν ἑαυτόν μου καταποντιζόμενον, εἰς τὴν ἐσχάτην ταύτην ἀνάγκην, μὴ ἔχων ποῦ νὰ καταφύγω καὶ ζητήσω βοήθειαν, ἀνῆλθον εἰς τὸ ὄρος τοῦτο τὸ Ἅγιον καὶ εἰς τὸν Πάνσεπτον Ἱερὸν Ναὸν τῶν Ἁγίων Σου Πάντων καὶ ἐνώπιον τῆς Πανσέπτου Σου Ἁγίας Εἰκόνος προσπίπτων μετὰ στεναγμῶν καὶ δακρύων τήν Τοῦ Θείου Σου Ἀποστόλου Πέτρου προσφθέγγομαί Σοι φωνὴν Ἐπιστάτα, Ἐπιστάτα! σῶσον ἡμᾶς ἀπολλύμεθα!!!


Εὔσπλαχνε Κύριε, μὴ ἐγκαταλείπεις ἡμᾶς εἰς τέλος!


Ἐὰν ἡμεῖς οἱ ἄνθρωποι οἱ ἀγνώμονες καὶ ἀχάριστοι, οἱ ἀπείρως παρὰ Σοῦ εὐεργετηθέντες καὶ εὐεργετούμενοι, καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν Σὲ ἐγκαταλείπωμεν, Σύ, ὡς Εὔσπλαχνος Πατήρ, Συμπαθὴς καὶ Πολυέλεος, μὴ ἐγκαταλείπεις ἡμᾶς! Μηδὲ διὰ τὰς πολλὰς ἡμῶν ἁμαρτίας ἀπωλέσης ἡμᾶς! Κύριε μὴ τῷ θυμῷ Σου ἐλέγξῃς ἡμᾶς, μηδὲ τῇ ὀργῇ Σου παιδεύσῃς ἡμᾶς! Ὁμολογοῦμεν, ὅτι ἁμαρτωλοί ἐσμεν καὶ διὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν εἴμεθα ἄξιοι μυρίων τιμωριῶν, βασάνων καὶ κολάσεων! Πάτερ ἀγαθέ, ἐμακρύνθημεν ἀπὸ Σοῦ, ἀλλ᾿ οὐκ ἀπέστημεν ἀπὸ Σοῦ τελείως, οὐδὲ διεπετάσαμεν χεῖρας πρὸς Θεὸν ἀλλότριον, ἀλλὰ πρὸς Σὲ ἐπιστρέφομεν τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ Πατέρα Οὐράνιον, τὸν Εὐσπλαχνικώτατον καὶ φιλανθρωπώτατον. Δέξαι τοὺς στεναγμοὺς ἡμῶν, τὴν θλῖψιν, τὰ δάκρυα, τὴν μετάνοιαν! Καὶ ὥσπερ ἐδέχθης τὸν Ἄσωτον, τὸν Τελώνη, τὴν πόρνη, τὸν Λῃστή, οὕτω δέξαι καὶ ἡμᾶς τοὺς ἁμαρτωλοὺς τοὺς πταίοντάς Σοι καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν, ὥραν καὶ στιγμήν. Σοὶ προσάγωμεν εἰς πρεσβείαν καὶ μεσιτείαν τὴν Πανάχραντον, Εὐσπλαχνικοτάτην Μητέρα Σου καὶ πάντας τοὺς Ἁγίους Σου, Προφήτας, Ἀποστόλους, Μάρτυρας, Ἱεράρχας, Ὁσίους καὶ Δικαίους, καὶ πάσας τὰς στρατειὰς τῶν Ἀγγέλων Σου!! Δέξαι τὴν ἐκ ῥυπαρῶν ἡμῶν χειλέων προσφερομένην Σοι δέησιν καὶ ἄφες ἡμῖν τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν. Κόπασον τὸν κλύδωνα, πράϋνουν τὸν σάλο, παῦσον τὰ σχίσματα καὶ τὰς αἱρέσεις, ἀποδίωξον πάντα ἐχθρὸν καὶ πολέμιον, εἰρήνευσον τοὺς Ἄρχοντας τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς Πατρίδος καὶ φώτισον αὐτοὺς τῷ Θείῳ Φωτί Σου, ἵνα εἰρηνεύσωσι τὴν Ἁγίαν Ἐκκλησίαν διὰ τῆς ἀποβολῆς τοῦ παρανόμως καὶ ἀντικανονικῶς εἰσαχθέντος παπικοῦ ἑορτολογίου τοῦ διαιρέσαντος Αὐτὴν εἰς δύο καὶ ἐπαναφορὰς τοῦ παλαιοῦ Ὀρθοδόξου πατρίου ἡμερολογίου καὶ οὕτως παύσῃ ἡ διαίρεσις τῆς Ἐκκλησίας καὶ γίνη, ὡς τὸ πρίν. Μία καὶ παύσουν τὰ σκάνδαλα, αἱ ταραχαὶ καὶ φιλονικείαι καὶ ἐπέλθῃ ἡ ποθητὴ εἰρήνη, καὶ οὕτω πάντες ὁμοθυμαδὸν ἐν ἑνὶ στόματι καὶ μιᾷ καρδίᾳ δοξολογήσωμεν τὸ πάντιμον καὶ μεγαλοπρεπὲς Ὄνομα τοῦ Πατρός, Σοῦ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τῆς Μίας Ἁγίας Ὁμοουσίου, ὁμοτίμου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς ἀπεράντους αἰῶνας τῶν αἰώνων ἀμήν.


Πιστεύω Κύριε καὶ Θεέ μου, ὅτι ἐκεῖνο διὰ τὸ ὁποῖο καὶ ἄλλοι καλύτεροι, εὐσεβέστεροι καὶ ἀνώτεροι ἑμοῦ καὶ ἐγὼ ὁ ἐλάχιστος καὶ ἁμαρτωλὸς δοῦλος Σου ὡς ἄνθρωπος ἀδύνατος, ἐπὶ 49 ἔτη ἠγωνίσθημεν καὶ δεν ἠδυνήθημεν να εἰρηνεύσωμεν τὴν Ἐκκλησίαν Σου, Σύ, ὡς Θεὸς Παντοδύναμος, δύνασαι εἰς μίαν στιγμὴν δι᾿ ἑνὸς λόγου Σου προστακτικοῦ, δι᾿ ἑνὸς μόνον νεύματός Σου νὰ διασκόρπισης πάντας τοὺς ἐχθροὺς καὶ πολεμίους τῆς Ἐκκλησίας, νὰ συνθλάσης καὶ συντρίψῃς αὐτοὺς ὡς σκεύη κεραμέως καὶ φέρῃς τὴν ὁμόνοιαν καὶ εἰρήνη εἰς τὴν Ἐκκλησίαν καὶ μετατρέψεις τὴν διαίρεσιν εἰς ἑνότητα, τὴν ἔχθρα εἰς γαλήνη καὶ εἰρήνη καὶ τὴν θλῖψιν εἰς χαρὰν καὶ εὐφροσύνη. Ἐὰν δὲν θελήσουν οἱ ἄρχοντες τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς πολιτείας καὶ πλεῖστοι κληρικοὶ καὶ λαϊκοὶ να μετανοήσουν, ἀλλ᾿ ἐξακολουθήσουν τὴν διαίρεσιν, τὸ μῖσος, τὴν ἔχθραν, τὴν καταφρόνησιν τῶν Ἀποστολικῶν καὶ Πατρικῶν Παραδόσεων καὶ ἐπινοήσουν νέας καινοτομίας, τότε παρακαλῶ θερμῶς διαφύλαξον τὴν Ἁγίαν Σου Ἐκκλησίαν τὴν Ὀρθόδοξον, ὡς ὑπεσχέθης, ὅτι πύλαι Ἅδου οὐ κατισχύσουσιν Αὐτῆς. Διαφύλαξον τοὺς ἐκλεκτούς Σου Ἀρχιερεῖς, Ἱερεῖς, Μοναχοὺς καὶ λαϊκούς, ἐνίσχυσον αὐτοὺς νὰ ἀγωνισθῶσι κατὰ τῶν σκοτεινῶν δυνάμεων. Διαφύλαξον πάσας τὰς Μονὰς καὶ τοὺς ἐν αὐταῖς βιοῦντας μοναχοὺς καὶ ἱερομονάχους, πάντας τοὺς εὐσεβεῖς καὶ Ὀρθοδόξους Χριστιανούς, ὡς καὶ τὰς Ἱερὰς Μονὰς εἰς τὰς ὁποίας μὲ κατέστησας Ἡγούμενον καὶ Πνευματικὸν Πατέρα ἐπὶ 60 ἔτη.


Διαφύλαξον τὰ ἁπανταχοῦ τῆς Οἰκουμένης πνευματικά μοι τέκνα τὰ ὁποῖα μοι ἔδωκας καὶ παράλαβε τὸ Πνεῦμά μου διὰ νὰ μὴ βλέπω τὴν ἀξιοθρήνητον κατάστασιν τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς κοινωνίας καὶ διότι ἐγήρασα καὶ οἴμοι, ὅτι ἡ παροικία μου ἐμακρύνθη κατοίκων μετὰ τῶν σκηνωμάτων Κηδάρ.


Μετανοῶ ἐκ καρδίας διότι Σὲ λύπησα μὲ τὰς πολλάς μου ἁμαρτίας καὶ παρακαλῶ δέξαι τὴν μετάνοιάν μου καὶ συγχωρῆσόν μοι πάσας τὰς ἁμαρτίας, τὰς ὁποίας ἐποίησα ἐν ἔργῳ, ἐν λόγῳ, ἐν γνώσει, ἐν ἀγνοίᾳ, ἐν νῷ καὶ διάνοια, ἑκουσίως καὶ ἀκουσίως καὶ ἀνάπαυσον τὸ πνεῦμά μου εἰς τὰ ἀγαπητὰ σκηνώματα τοῦ Παραδείσου ἐν ταῖς σκηναῖς τῶν ἐκλεκτῶν Σου καὶ ἐν ταῖς λαμπρότησι τῶν Ἁγίων Σου.

Στάσου ἐδῶ νὰ γνωρίσῃς τὰ τεράστια τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου.



Σὲ κάποια χώρα πλησίον τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὀνομαζομένην Ἄβυδο, κατοικοῦσε ἕνας ὀρθόδοξος καὶ εὐλαβὴς χριστιανὸς μὲ τὴν ἐπίσης ἐνάρετη καὶ θεοφιλῆ σύζυγό του Σοφιανὴ κατὰ τὸ ἔτος 1607.

Κάποια φορὰ ἀσθένησε ἡ Σοφιανὴ καὶ παρέμεινε στὸ κρεββάτι ἐπὶ εἴκοσι ἡμέρες χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ σήκωση οὔτε τὸ κεφάλι της. Κατὰ τὴν δύσι τοῦ ἡλίου τῆς 3ης Αὐγούστου ἅπλωσε τὰ χέρια της στὸν οὐρανὸ καὶ φάνηκε σὰν νὰ ἐξέπνευσε. Ὅλοι οἱ συγγενεῖς της τότε ἑτοίμαζαν τὰ ἁρμόδια γιὰ τὴν ταφὴ χωρὶς νὰ μποροῦν ἀπὸ κανέναν νὰ παρηγορηθοῦν. Διεπίστωσαν ὅμως ὅτι κάτω ἀπὸ τὸν ἀριστερὸ μαστό της τὸ μέρος ἐκεῖνο ἦταν θερμό, ὁπότε καὶ τὴν ἄφησαν ἀσαβάνωτη μέχρις ὅτου τελείως νεκρωθῆ.

Ἐν τῷ μεταξὺ ἦλθε καὶ ἡ κατὰ σάρκα ἀδελφή της καὶ μέσα στὴν ἀπελπισία καὶ τὸν πόνο της ἐπῆρε κρύο νερὸ καὶ ἐράντισε τὴν Σοφιανὴ ἡ ὁποῖα συνῆλθε καὶ εἶπε τὰ ἑξῆς στὴν ἀδελφή της Ἄννα: «Καλλίτερα νὰ μὴν εἶχες ἔλθει, ἀδελφή μου, ἐδῶ διότι περισσότερη ζημία καὶ θάνατο μοῦ προξένησες, παρὰ ζωὴ πρόσκαιρη, διότι οἱ φωνές σου μὲ ἐξέβαλαν ἀπὸ τὸν φωτεινὸ ἐκεῖνο Παράδεισο καὶ τὴν ἀνέκφραστη δόξα τοῦ Θεοῦ ποὺ ἀπελάμβανα. Ἔπρεπε, ἄθλια, ὅταν μὲ εἶδες νεκρή, νὰ χαιρόσουν περισσότερο καὶ νὰ εὐχαριστοῦσες τὸν Θεό, παρὰ τώρα ὅπου μὲ βλέπεις καὶ ἀνέζησα».

Ἀφοῦ εἶπε καὶ ἄλλα πολλὰ καὶ ἔγινε καλλίτερα τῆς ἐζήτουν οἱ παρευρισκόμενοι νὰ διηγηθῆ τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶδε στὴν ἄλλη ζωή. Ἐκείνη ἐζήτησε Πνευματικὸ νὰ τὰ ἐξομολογηθῆ καί, ἐὰν ἐκεῖνος κρίνη ὅτι εἶναι εὔλογο, νὰ τὰ μάθουν καὶ ἄλλοι. Ἦλθε λοιπὸν ὁ Πνευματικὸς Ἰερόθεος Κουκοζέλης, Προηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Σταυροβουνίου Κύπρου, ὁ ὁποῖος μὲ πατριαρχικὴ προσταγὴ ἦλθε γιὰ νὰ ἐξομολόγηση τὴν Σοφιανή, ἡ ὁποία καὶ διηγήθηκε τὰ ἑξῆς:

«Καθὼς σηκώθηκα καὶ ἀνεκάθισα στὸ κρεββάτι μου, λιποθύμησα καὶ βλέπω μπροστά μου ἕνα ἀστραπόμορφο νεανία, ὁ ὁποῖος κρατοῦσε στὰ χέρια του ἕνα χρυσὸ δοχεῖο γεμάτο νερὸ καὶ μοῦ εἶπε: Σοφιανή, γνωρίζω ὅτι ἔχεις μεγάλη δίψα καὶ ἡ καρδιά σου φλέγεται ἀπὸ τὴν ἀσθένεια. Ἂν ὅμως πιῆς αὐτὸ τὸ ζωοπάροχο νερό, θὰ ὑγιαίνης στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα καὶ θὰ ἔχης παντοτεινὴ χαρά. Ἐγώ, ἀκούοντας αὐτά, ἐσκίρτησα ἀπὸ χαρά, καὶ ἄλλο τίποτε δὲν ἤθελα παρὰ νὰ βλέπω τὸν φαινόμενο ἐκεῖνο νέο. Ὅταν ἔλαβα τὸ ποτήρι αὐτὸ στὰ χέρια μου γιὰ νὰ τὸ πιῶ, δὲν ξέρω πῶς, ἁρπάχθηκα ἀπὸ τὴν ζωὴ καὶ ἐπὶ τρία ἡμερονύκτια ἔλειπα ἀπὸ τὸ σῶμα, ἡ δὲ ψυχή μου ἀκολούθησε ἐκεῖνο τὸν νέο καὶ ἀνεβαίναμε στὸν οὐρανό. Ἐπεράσαμε ἑπτὰ σφαιροειδεῖς κύκλους τοῦ οὐρανοῦ μέσα σὲ σκότος βαθὺ καὶ κατόπιν φθάσαμε σ᾿ ἕνα φωτεινὸ καὶ πανευώδη τόπο, πρὸ τοῦ ὁποίου εὑρίσκοντο δυὸ ὑψηλὲς καὶ πανθαύμαστες πύλες. Ἡ δεξιὰ ἦταν κατασκευασμένη ἀπὸ καθαρὸ χρυσὸ καὶ πολύτιμους λίθους, ἐνῶ ἡ ἀριστερὰ ἀπὸ χαλκὸ καὶ ἀναμμένο σίδερο, ποὺ φαινόταν σὰν φλογεροὶ ἄνθρακες. Γύρω ἀπὸ αὐτὴν ἐστέκοντο πλῆθος ἀπὸ φρικωδέστατους ὠπλισμένους γίγαντες ποὺ ἐφύλαττον τὴν πύλη καὶ ἐγὼ τότε ἔμεινα ἄφωνος ἀπὸ τὸν φόβο μου.

- Μοῦ λέγει ὁ ὁδηγός μου: Βλέπεις, ἀδελφή, αὐτὲς τὶς πύλες; Αὐτὲς εἶναι οἱ πύλες τῆς δικαιοσύνης καὶ ἡ μὲν χρυσὴ εἶναι τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, ἡ δὲ σιδερένια τῆς κολάσεως τῶν ἁμαρτωλῶν.

Ἀφήσαντες αὐτὲς τὶς πύλες ἀνεβήκαμε ψηλότερα σὲ φωτεινότερο τόπο, ὅπου ἐστέκοντο ἄπειρα πλήθη φωτομόρφων ἀνδρῶν τῶν ὁποίων οἱ θέσεις δὲν ἦταν ὅλες σὲ ἕνα τόπο, ἀλλὰ ἄλλου ἦταν ψηλότερα καὶ ἄλλου χαμηλότερα.

Τότε ὁ ὁδηγός μου μὲ τοποθέτησε ἀνάμεσα στοὺς ἀγγέλους καὶ μοῦ εἶπε: Σοφιανή, ἐδῶ σκύψε καὶ προσκύνησε. Ἀμέσως τότε ἐγὼ ἔσκυψα καὶ προσκύνησα μὲ πολὺ φόβο, ἀλλὰ ποιὸν προσκύνησα δὲν εἶδα. Ἐκεῖνος πάλι μ᾿ ἐσήκωσε καὶ μοῦ εἶπε: Στάσου ἐδῶ νὰ γνωρίσης τὰ τεράστια τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου, καὶ μετὰ τὰ λόγια αὐτὰ εἶδα ἕνα πύρινο, λαμπρὸ καὶ βασιλικὸ θρόνο, κάτω ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἦταν ἕνα ἀνθρώπινο χέρι τὸ ὁποῖο κρατοῦσε μία ζυγαριά.

Γύρω ἀπὸ αὐτὸν τὸν θρόνο ἐστέκοντο ἀναρίθμητα πλήθη ἀγγέλων, οἱ ὁποῖοι ἀνέβαιναν ἀπὸ τὴν ὁδὸ ποὺ ἦλθα καὶ ἐγώ, μεταφέροντας ψυχὲς ἀνθρώπων, ἀνδρῶν, γυναικῶν καὶ παιδιῶν καὶ ὅταν τὶς ἀνέβαζαν ἐδῶ, ἔλεγαν: Προσκυνᾶτε, καὶ ἐκεῖνες οἱ ψυχὲς προσκυνοῦσαν, ὅπως δηλαδὴ ἔκανα καὶ ἐγώ. Ἐπάνω στὸν φοβερὸ θρόνο, μέσα σὲ φωτεινὲς νεφέλες, καθόταν ὁ Δεσπότης Χριστός, ἐνδεδυμένος ἕνα γαλαζοπόρφυρο ἔνδυμα. Ἐγὼ ἀπὸ τὴν δυνατὴ λάμψι τοῦ προσώπου Του, δὲν μπόρεσα νὰ Τὸν ἀτενίσω. Οἱ παριστάμενοι ἄγγελοι ἔψαλλαν τό: Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος, Κύριος ὁ Ὢν καὶ προὼν καὶ φανεῖς ὡς ἄνθρωπος Θεός, ἐλέησον τὸ πλάσμα σου. Ἐνῶ ἄλλοι ἀγγελικοὶ χοροὶ ἔψαλλαν τό: Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος Κύριος Σαβαὼθ πλήρης ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ τῆς δόξης Σου. Ἐκεῖνοι ποὺ ἦταν μαζί μας ἔψαλλαν τό: Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη ἐν ἄνθρωποις εὐδοκίᾳ, ἄλλοι δὲ ἔψαλλαν τό: Ἀλληλούϊα ἀνὰ τρεῖς φορές, ἐνῶ ἄλλοι τό: Ἀμήν, Ἀμήν, Ἀμὴν καὶ οὐδέποτε ἔπαυαν τὴν δοξολογία τους.

Ἀπὸ τὰ δεξιὰ τοῦ Χριστοῦ στεκόταν ἡ Θεοτόκος καὶ ἀριστερὰ ὁ Τίμιος Πρόδρομος, ὅπως τοὺς εἰκονίζουν οἱ ἁγιογράφοι. Οἱ ἄγγελοι, ὅταν ἐτελείωναν τὴν δοξολογία τους, προσκυνοῦσαν τὸν Κύριο κλίνοντες τὶς κεφαλές τους, ὁ δὲ Κύριος ὕψωνε τὰ ἄχραντα χέρια Του καὶ τοὺς εὐλογοῦσε. Ἀπὸ τὰ Δεσποτικὰ δάκτυλα τῶν χεριῶν Του ἔπεφταν ποταμηδὸν πολύτιμοι λίθοι καὶ μαργαρίτες, πράγμα τὸ ὁποῖο βλέποντας ἐγώ, ἔφριξα καὶ ρώτησα τὸν ὁδηγό μου τί εἶναι αὐτὰ τὰ μυστήρια, Ἐκεῖνος μοῦ εἶπε:

- Βλέπεις, Σοφιανή, τοὺς μαργαρίτες καὶ τοὺς πολύτιμους λίθους ποὺ πέφτουν ἀπὸ τὸ δεξὶ χέρι τοῦ Δεσπότου καὶ κατέρχονται στὴν γῆ; Αὐτοὶ εἶναι τὸ ἄφατο ἔλεός Του, ἡ ἄπειρος ἀγάπη, τὴν ὁποία ἔχει πρὸς τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων, τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν καὶ γι᾿ αὐτὸ πέμπει τὴν εὐλογία Του στὰ σπίτια τῶν ἀγαθῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν, ποὺ φυλάττουν ἀπαρασάλευτη τὴν πίστι σ᾿ Αὐτὸν καὶ σὲ ὅσους ἐξομολογοῦνται καθαρὰ τὶς ἁμαρτίες τους, ἐφαρμόζουν τὶς θείες ἐντολὲς καὶ ἀπέχουν ἀπὸ τὰ θελήματα τοῦ διαβόλου, ὅλους αὐτοὺς τοὺς εὐλογεῖ καὶ τοὺς λυτρώνει ἀπὸ κάθε κακό. Αὐτοὶ ποὺ ἐλεοῦν καὶ ἀγαποῦν τὸν πλησίον τους, ἀπολαμβάνουν ζῶντες αὐτὲς τὶς εὐλογίες καὶ μετὰ τὸν θάνατό τους κληρονομοῦν τὴν ἐδῶ διαμονὴ καὶ μακαριότητα.

Οἱ φλογοειδεῖς πύρινοι κόμποι ποὺ πέφτουν ἀπὸ τὸ ἀριστερό Του χέρι σημαίνουν τὸν θυμό, τὴν ὀργὴ καὶ τὴν ἀγανάκτησί Του γι᾿ αὐτοὺς ποὺ κάνουν ἁμαρτωλὴ ζωὴ καὶ ἀδικοῦν τὸν πλησίον τους. Αὐτοὶ ὄχι μόνο στεροῦνται τὴν πρόσκαιρη ζωή, ἀλλὰ καὶ παραπέμπονται στὸ αἰώνιο πῦρ γιὰ νὰ κολάζωνται μὲ τοὺς ἀκάθαρτους δαίμονες.

Ἀριστερὰ ἀπὸ τὸν θρόνο καὶ τὴν ζυγαριά, ποὺ εἴπαμε, διακρινόταν μέγα χάσμα, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἐξερχόταν ἀφόρητη δυσωδία, θειαφώδης αὔρα καπνοῦ καὶ ἀναρίθμητες σπαρακτικὲς φωνὲς ἀνθρώπων ποὺ συνεχῶς ἐφώναζαν τό: «οὐαὶ καὶ τὸ ἀλλοίμονο».

Οἱ ἄγγελοι ἔφερναν τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὴν γῆ καί, ἀφοῦ προσκυνοῦσαν, τὶς ὡδηγοῦσαν σὲ ἐξέτασι ὅλων τῶν ἔργων τους ποὺ ἔκαναν στὴν γῆ, καὶ τὰ μὲν καλὰ τὰ ἔθεταν στὸ δεξὶ μέρος τῆς ζυγαριᾶς τὰ δὲ πονηρὰ στὸ ἀριστερό της. Κατόπιν τὶς σεσωσμένες καὶ ἅγιες ψυχὲς ἔδινε ἐντολὴ ὁ Χριστὸς καὶ τὶς ὡδηγοῦσαν οἱ ἄγγελοι στὸν τόπο ποὺ εὑρισκόταν ἡ χρυσὴ πύλη, ἐνῶ τὶς ἀμετανόητες καὶ ἁμαρτωλὲς ψυχὲς τὶς ἔρριχναν σὲ ἐκεῖνο τὸ χάος τῆς ἀβύσσου. Τότε οἱ ἄγγελοι ἐχαίροντο καὶ εὐφραίνοντο γιὰ τὶς σεσωσμένες ψυχές, ἐνῶ ἐλυποῦντο καὶ ἐσκυθρώπαζον γιὰ τὶς κολασμένες.

Ἐκείνη τὴν στιγμὴ ἔφεραν οἱ ἄγγελοι μία ψυχή, τῆς ὁποίας ἐπλεόναζαν οἱ ἁμαρτίες της ἀπὸ τὰ ἀγαθά της ἔργα καὶ ἐπρόκειτο ὁ Κύριος νὰ κάνη νεῦμα στοὺς ἀγγέλους νὰ τὴν ρίξουν στὸ χάος. Τότε ὅμως παρουσιάσθηκε μπροστὰ ἡ Κυρία Θεοτόκος καὶ ὁ Τίμιος Πρόδρομος καὶ παρακαλοῦσαν τὸν Κύριο λέγοντας: «Οἱ οἰκτιρμοί Σου, Μακρόθυμε, νικοῦν τὴν ὀργή Σου· ἂν καὶ εἶναι ἁμαρτωλὴ αὐτὴ ἡ ψυχή, δὲν ἔπαυσε νὰ φυλάγη τὴν ἀληθινὴ σὲ Σένα πίστι καὶ γι᾿ αὐτὸ Σὲ ἱκετεύουμε νὰ τὴν συγχώρησης». Ἐνῶ αὐτοὶ παρακαλοῦσαν τὸν Χριστό, ἦλθαν καὶ οἱ ἄγγελοι προβάλλοντες τὶς ἐλεημοσύνες, τὶς Λειτουργίες, τὰ κεριά, τὸ λάδι, τὶς προσφορὲς καὶ τὰ μνημόσυνα τὰ ὁποῖα ἔκανε. Ἀκόμη ἀνέβηκαν καὶ οἱ προσευχὲς τῶν ἱερέων, οἱ ὁποῖοι λειτουργοῦσαν γι᾿ αὐτὴ τὴν ψυχὴ καὶ οἱ ἀγαθοεργίες τῶν γονέων καὶ συγγενῶν της ποὺ προσφέρθησαν στοὺς πτωχοὺς γιὰ τὴν ἀνάπαυσί της. Ἐπὶ πλέον ἀκούσθηκαν οἱ δεήσεις τῶν πτωχῶν, ποὺ ἔλαβαν τὶς ἐλεημοσύνες ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς της, λέγοντες τό: «Ὁ Θεὸς νὰ τὴν συγχώρηση».

Τότε ἀκούσθηκε ἡ φωνὴ τοῦ Δεσπότου νὰ λέγη: «Ἰδοὺ γιὰ τὴν δέησι τῶν ἱερέων μου καὶ τῶν ἀδελφῶν μου τῶν πτωχῶν, δίνω συγχώρησι σ᾿ αὐτὴ τὴν ψυχή». Ἐνῶ λοιπὸν ἐπρόκειτο νὰ νεύση ὁ Κύριος μὲ τὸ δεξί Του χέρι νὰ βάλουν οἱ ἄγγελοι τὴν ψυχὴ αὐτὴ μαζὶ μὲ τοὺς δικαίους, ἔφθασαν στὸν Θρόνο Του οἱ ὁδυρμοί, οἱ φωνές, τὰ μοιρολογήματα καὶ οἱ ἀγανακτήσεις τῶν γονέων της καὶ οἱ βλασφημίες κατὰ τοῦ Θεοῦ, τὶς ὁποῖες ἔλεγαν ἐπηρεασμένοι ἀπὸ τὴν θλίψι τους καὶ ἔτσι ἐξεδήλωναν τὴν ἀπιστία τους στὸ ἑνδέκατο ἄρθρο τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως: «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν». Ὅταν συνέβησαν αὐτά, ὠργίσθηκε πολὺ ὁ Κύριος καὶ εἶπε: «Ἐπειδὴ δὲν ἀρκέσθηκαν στὶς δεήσεις τῶν ἱερέων μου, ἀλλὰ καὶ ἀντιμάχονται ἐναντίον μου, νὰ σηκώσετε αὐτὴ τὴν ψυχὴ καὶ νὰ τὴν ρίψετε στὸ σκότος τὸ ἐξώτερο». Οἱ ἄγγελοι τότε πολὺ λυπήθηκαν γι᾿ αὐτὴ τὴν ψυχή, ἀλλὰ κάνοντας ὑπακοὴ στὸν Χριστό, ἐπῆραν τὴν ψυχὴ καὶ τὴν ἔριξαν στὸ ἀχανὲς ἐκεῖνο βάραθρο τῆς κολάσεως. Τότε ἔτολμησα καὶ ἐγὼ ἡ ταλαίπωρη νὰ ρωτήσω τὸν ὁδηγὸ ἄγγελό μου: «Γιατί, Κύριέ μου λυποῦνται τόσο πολὺ οἱ ἄγγελοι, ὅταν ρίχνεται κάποια ψυχὴ στὸ βάραθρο τῆς κολάσεως;»

Ἐκεῖνος μοῦ εἶπε: «Αὐτὸ τὸ χάος εἶναι ἐκεῖνο ποὺ χωρίζει τοὺς δικαίους ἀπὸ τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ βυθίζει ὅσους πέσουν στὸν ἀφώτιστο αὐτὸ τόπο τοῦ Ἅδου, στὸν ὁποῖο κολάζονται αἰωνίως. Ἐὰν ἔχουμε ὅλοι οἱ ἄγγελοι χαρὰ γιὰ τοὺς σεσωσμένους, πολὺ περισσότερο ἔχουμε λύπη γι᾿ αὐτοὺς ποὺ κολάζονται».

Ἐνῶ μοῦ ἔλεγε αὐτὰ ὁ ἄγγελός μου, ἀκούω ξαφνικὰ μεγάλο θόρυβο, διότι ἤρχοντο ἄγγελοι φέροντες μία ψυχὴ μὲ ψαλμωδίες καὶ θυμιάματα, λαμπάδες καὶ φωτοχυσίες. Αὐτὴ ἡ ψυχὴ ἐρχόταν μὲ πολλὴ χαρὰ καὶ παρρησία, οἱ δὲ ψυχὲς τῶν δικαίων ἦλθαν γιὰ νὰ τὴν προϋπαντήσουν. Εἶχε ἡ μακάρια αὐτὴ ψυχὴ τὸ ἔνδυμά της λευκὸ καὶ καθαρὸ σὰν τὸν ἥλιο καὶ δὲν ἔφερε καμμία κηλίδα ἢ στίγμα ἁμαρτίας, ὅπως εἶχαν οἱ ἄλλες ψυχές. Τὸ ἔνδυμα αὐτὸ νομίζω ὅτι θὰ ἦταν ἡ στολὴ τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος, τὸ ὁποῖο ἐφύλαξε ἀμόλυντο καὶ γι᾿ αὐτὸ ἔλαμπε τόσο πολύ. Ἦλθε λοιπὸν αὐτὴ ἡ ψυχὴ καὶ προσκύνησε, ὅπως ὅλες κατὰ τὴν συνήθειαν. Τότε ὅλοι οἱ ἄγγελοι ἐβόησαν μεγαλόφωνα λέγοντας: «Σὲ εὐχαριστοῦμεν, Παντοκράτωρ Δέσποτα, διότι εἴδαμε ψυχὴ δικαίου καθαρὴ καὶ ἀμόλυντη ἀπὸ τὴν ἁμαρτία». Τότε ἀκούσθηκε βροντώδης ἡ φωνὴ τοῦ Δεσπότου λέγουσα: «Πάρετε αὐτὴ καὶ νὰ τὴν ἀναπαύσετε μαζὶ μὲ τοὺς ἁγίους». Ἔπειτα στρέφοντας τὸν λόγο του καὶ τὸ χέρι Του πρὸς ἐμένα, εἶπε: «Νὰ ὁδηγήσετε καὶ τὴν Σοφιανὴ αὐτὴ στὶς κατοικίες καὶ μονὲς τῶν ἁγίων μου, γιὰ νὰ τὶς ἰδῆ· ἐπειδὴ ὅμως τὴν ἀναζητοῦν πολλοὶ στὸν κόσμο, νὰ τὴν ἐπιστρέψετε στὸ σῶμα της γιὰ νὰ σωθοῦν καὶ ἄλλοι ἀπὸ τὴν ἐξιστόρησι αὐτῆς τῆς ὀπτασίας ποὺ ἀξιώθηκε ἐδῶ νὰ ἰδῆ. Ἂν ἀγωνισθῆ νὰ ἀπόκτηση καὶ ἄλλες ἀρετὲς καὶ εὐδοκίμηση τελείως, τότε θέλει νὰ ἀξιωθῆ μετὰ ἀπὸ τρεῖς χρόνους ν᾿ ἀπολαύση μεγαλύτερες τιμές».

Μὲ αὐτὸ τὸ λόγο τοῦ Δεσπότου μὲ ἅρπαξε ὁ ἄγγελος καὶ ἀκολουθήσαμε ἐκείνη τὴν δικαία ψυχή, ἑνωθέντες μὲ ἄλλες σεσωσμένες ψυχές. Φθάσαμε μπροστὰ ἀπὸ τὴν χρυσὴ ἐκείνη πύλη τοῦ Παραδείσου. Ξαφνικὰ εἶδα μπροστά μου τὴν Κυρία Θεοτόκο μὲ ἀνέκφραστη δόξα καὶ μαζί της ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, ὁ ὁποῖος κρατοῦσε στὰ χέρια του κλειδιά. Ἄνοιξε τὴν ὡραία ἐκείνη πύλη καὶ μπῆκε πρώτη ἡ Θεοτόκος κατόπιν ὁ Πέτρος καὶ μετὰ οἱ ἄγγελοι μὲ τὶς ψυχὲς ποὺ μετέφεραν. Μὲ αὐτοὺς ἐπήγαινα καὶ ἐγὼ βιαζόμενη νὰ συμπορεύωμαι μὲ τὴν Θεοτόκο. Ὁ τόπος αὐτὸς ἦταν τόσο φωτοστόλιστος καὶ πανευώδης, ὥστε ἐθαύμαζα καὶ ἐχαιρόμουν ἀνεκδιήγητα. Τὸ ἔδαφος ἐκεῖνο δὲν ὠμοίαζε μὲ τὴν στερεὰ γῆ τὴν δική μας, ἡ ὁποία ἔχει ἀνηφόρες, κατηφόρες, πέτρες, ποτάμια καὶ ὅσα ἄλλα βλέπουμε, ἀλλὰ ἦταν λευκὴ σὰν τὸ καθαρὸ βαμβάκι ἢ χρυσὸ ὕφασμα στολισμένο μὲ ποικίλους πολύτιμους λίθους καὶ μαργαριτάρια. Εἶδα ἐπίσης δένδρα ὑψηλά, εὐώδη καὶ κατάφορτα ἀπὸ ἄνθη καὶ ὡραιότατους καρπούς, ποὺ ὠμοίαζαν μὲ ρόδα καὶ κρίνα. Κάτω ἀπὸ τὰ δένδρα ἐφαίνοντο ὅτι ἦταν χρυσοπόρφυρα στρώματα ἐπάνω στὰ ὁποῖα ἀναπαύοντο ἄνδρες, γυναῖκες καὶ παιδιά, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἐγνώρισα πολλοὺς ἀπὸ τὴν πατρίδα μου τὴν Ἄβυδο καὶ ἀπὸ τὴν πόλι αὐτή, οἱ ὁποῖοι εἶχαν πεθάνει.

Ἐκεῖ εἶδα τὸν ἱερέα πατέρα μου Ἰωάννη καὶ τὴν μητέρα μου Ἀναστασία καὶ μία ἀδελφή μου, πλὴν ὅμως δὲν μπόρεσα νὰ τοὺς πλησιάσω καὶ νὰ τοὺς μιλήσω. Οἱ κατοικίες τους δὲν ἦταν ὅμοιες, ὅπως δὲν ἦταν ὅμοιες οἱ ἀρετὲς καὶ τὰ ἔργα τους ἐδῶ στὴν γῆ. Βαδίζοντας ἀκόμη πρὸς τὰ ἐμπρὸς εἶδα καὶ τοὺς Ἁγίους, οἱ ὁποῖοι ἦταν σὲ ὑψηλὸ καὶ φωτεινώτερο τόπο καὶ περιπατοῦσαν ὅλοι λευκοφορεμένοι καὶ ἐνδεδυμένοι μὲ λαμπρότατο φῶς. Ἐνῶ τότε ἀναρωτιόμουν μὲ τὸν ἑαυτό μου, ποιοὶ νὰ εἶναι ἄραγε αὐτοί, ἐστράφη ἡ Θεοτόκος πρὸς ἐμένα καὶ μοῦ εἶπε: «Σοφιανή, βλέπεις τὶς ἀναπαύσεις τῶν Ἁγίων; Βάδιζε γρήγορα νὰ προφθάσης καὶ προσκύνησης τὸν δίκαιο Ἀβραάμ, διότι δὲν θὰ τὸν ἰδῆς καθὼς τὸ ποθεῖς». Τότε ἔτρεξα ἐγὼ καὶ εἶδα ἀπὸ μακριὰ τὸν Ἀβραάμ νὰ κάθεται σ᾿ ἕνα ὡραιότατο θρόνο καὶ γύρω του ἀναρίθμητες ψυχὲς μὲ πολλὴ εὐφροσύνη καὶ χαρά. Ἐγὼ ἔτρεχα νὰ τὸν ἰδῶ καὶ νὰ τὸν ἀπολαύσω, ὁπότε μὲ εἶδε ἐκεῖνος καὶ μοῦ ἔνευσε νὰ τὸν πλησιάσω. Παίρνοντας περισσότερο θάρρος ἔτρεχα γιὰ νὰ τὸν φθάσω, ἀλλὰ ἐκείνη τὴν στιγμὴ ἄκουσα τὶς φωνὲς τῆς ἀδελφῆς μου καὶ μὲ τὸ κρύο νερὸ ποὺ ἐράντισε τὸ πρόσωπό μου, ἐπανῆλθα στὸν ἑαυτό μου καὶ αἰσθάνθηκα μεγάλο βάρος καὶ ψυχρότητα στὸ σῶμα μου, ὡσὰν νὰ μοῦ ἦταν πάγος. Σιγὰ-σιγὰ ἐμψυχώθηκε τὸ σῶμα καὶ συνῆλθα τελείως».

Ἀφοῦ ἄκουσε αὐτὰ μὲ προσοχὴ ὁ Πνευματικός της τὴν ἐρώτησε:

- Εἶδες κανένα ἄλλο μυστήριο, παιδί μου; Εἶδες δαιμόνια τελωνιακά, κολάσεις ἁμαρτωλῶν, ὅπως βλέπουν πολλοὶ ἄλλοι;

Ἡ Σοφιανὴ ἀποκρίθηκε:

- Δὲν εἶδα τίποτε περισσότερο, πάτερ μου.

- Γνωρίζεις κανένα ἀγαθό, τὴν ἐρωτᾶ ὁ ἱερεύς, ποὺ νὰ ἔπραξες στὴν ζωή σου;

- Τί καλὸ ζητεῖς ἀπὸ ἐμένα τὴν ἁμαρτωλή, πάτερ; Ἀλλά, ἐπειδὴ μὲ ἀναγκάζεις, θὰ σοῦ εἰπῶ αὐτὸ ποὺ γνωρίζω. Πρὶν τρία χρόνια, ἐκεῖ ποὺ ἔγνεθα στὸ πατρικό μου σπίτι, μία μεσημβρία ἄκουσα μεγάλη βοὴ καὶ ταραχή, ὡσὰν νὰ συνέβαινε σεισμὸς καὶ τότε βλέπω μὲ τὰ μάτια μου τρεῖς ἱεροπρεπεῖς ἄνδρες μὲ ἀρχιερατικὲς στολές, οἱ ὁποῖοι, καθὼς γνωρίζω ἀπὸ τὶς εἰκόνες τους, ἦταν οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι, Μέγας Βασίλειος, Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Ἐγὼ παρέλυσα ἀπὸ τὸν φόβο μου, ἔκανα τὸν σταυρό μου καὶ τοὺς προσκύνησα μὲ μεγάλο φόβο. Ἐκεῖνοι τότε μοῦ εἶπαν:

- Μὴ φοβεῖσαι, Σοφιανή, ἐμεῖς εἴμεθα οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι καὶ θέλουμε νὰ ἀφιέρωσῃς στὸν Θεὸ τὸ σπίτι σου γιὰ νὰ γίνη ἐκκλησία στὸ ὄνομά μας καὶ ἐμεῖς θὰ πρεσβεύουμε γιὰ τὴν σωτηρία σου.

Ἐγὼ ἐτόλμησα καὶ τοὺς εἶπα:

- Ἅγιοι Δεσπόται μου, εἶναι αὐτὸ τὸ σπίτι κατάλληλο γιὰ δοξολογία Θεοῦ καὶ κατοικία ἰδική σας, ἀφοῦ μάλιστα καὶ ἐμεῖς εἴμεθα πτωχοὶ ἄνθρωποι καὶ δὲν ἔχουμε τὸν τόπο νὰ κάνουμε ἐκκλησία, ὅπως ὁρίζετε; Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὰ δὲν γνωρίζω καὶ τὴν γνώμη τοῦ συζύγου μου, ἀκόμη καὶ ἂν θὰ μπορέσουμε νὰ πάρουμε βασιλικὴ ἄδεια γιὰ τὴν ἀνοικοδόμησι αὐτῆς τῆς ἐκκλησίας.

Ἐκεῖνοι μοῦ εἶπαν:

- Μὴ στενοχωρῆσαι ποὺ εἶναι ὁ χῶρος ἀκάθαρτος καὶ κοπρώδης, οὔτε νὰ φοβῆσαι γιὰ τὴν βασιλικὴ ἄδεια, μόνο φρόντισε ἐσὺ νὰ μᾶς τὸν ἀφιερώσῃς καὶ ἐμεῖς ὅλα τὰ ἄλλα θὰ τὰ τακτοποιήσουμε. Διότι κατὰ τὴν παλαιὰ ἐποχὴ ὁ ἀχυρώνας αὐτὸς ἦταν ναὸς ἰδικός μας. Ἂν ὅμως ἀμελήσῃς καὶ δὲν κάνῃς, ὅπως σοῦ λέγομε, θὰ παρακαλέσουμε τὸν Θεὸ νὰ σοῦ ἀφαιρέσῃ τὴν ζωή σου ὡς παρήκοη.

Μόλις εἶπαν αὐτὰ οἱ Ἅγιοι, ἔγιναν ἄφαντοι. Ὅταν τὸ βράδυ ἦλθε ὁ ἄνδρας μου τοῦ ἀνήγγειλα ὅλα τὰ γενόμενα. Μετὰ ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες, μετὰ τὸ ἀπόδειπνο καὶ τὴν μικρὴ προσευχή μας, ἐφάνηκαν πάλι οἱ Ἅγιοι μὲ σεισμὸ καὶ μοῦ εἶπαν μεγαλόφωνα:

- Σοφιανή, γιατί δὲν ἔκανες αὐτὸ ποὺ σὲ ὡρίσαμε καὶ μέλλεις νὰ πεθάνῃς μὲ αἰφνίδιο θάνατο;

Ἐγὼ λέγω τότε τοῦ ἀνδρός μου:

- Ἀκοῦς τί προστάζουν οἱ Ἅγιοι;

Αὐτὸς ἀποκρίθηκε καὶ τοὺς εἶπε:

- Ἅγιοι Δεσπόται μου, μοῦ τὰ εἶπε ὅλα ἡ Σοφιανή, ἀλλὰ ἐπειδὴ εἴμεθα πτωχοὶ καὶ δὲν ἔχουμε τὰ μέσα, φοβούμεθα δὲ καὶ τὴν ἐξουσία τοῦ κράτους, γι᾿ αὐτὸ δὲν ἐκάναμε τίποτε. Ἐπειδὴ ὅμως ὁρίζετε νὰ τὸν ἀφιερώσουμε στὸν Θεὸ καὶ τὴν ἁγιωσύνη σας, ἀπὸ σήμερα νὰ γίνη δικός σας ὁ τόπος αὐτός.

Οἱ Ἅγιοι τοῦ εἶπαν:

- Αὔριο τὸ πρωὶ θὰ σκάψῃς μέσα στὸν ἀχυρώνα καὶ θὰ εὕρης μάρμαρα, σταυρούς, ἀκόμη καὶ τὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ θὰ πεισθῆς ἔτσι στὰ λόγια μας. Πήγαινε καὶ στὸν Σουλτάνο καὶ ζήτησέ του τὴν ἄδεια καὶ ἐμεῖς θὰ τὸν καταπείσουμε νὰ σᾶς τὴν δώσῃ.

Ἀφοῦ εἶπαν αὐτὰ οἱ Ἅγιοι, ἀνεχώρησαν. Ἐμεῖς ὅλη ἐκείνη τὴν νύκτα τὴν περάσαμε μὲ δοξολογίες στὸν Θεὸ καὶ τὸ πρωὶ ἀνακοινώσαμε τὸ γεγονὸς στοὺς συγχωριανούς μας καὶ ὅλοι ἔτρεξαν μὲ σκαπτικὰ ἐργαλεῖα νὰ βοηθήσουν στὸ σκάψιμο. Πράγματι, εὑρήκαμε τὴν Ἁγία Τράπεζα ἀπὸ λευκὸ μάρμαρο καὶ ἄλλα ἐκκλησιαστικὰ ἀντικείμενα ποὺ ἦταν χωμένα. Ἐπήραμε μὲ εὐκολία καὶ τὴν ἄδεια ἀπὸ τὸν Σουλτάνο καὶ ἄρχισε ἡ ἀνοικοδόμησις τῆς ἐκκλησίας. Ἐμεῖς εἴχαμε μερικὰ χωράφια, τὰ πουλήσαμε καὶ ἀγοράσαμε διάφορα ἀναγκαῖα πράγματα γιὰ τὴν ἐκκλησία καὶ ἀφοῦ τελείωσαν οἱ δουλειές, μὲ πατριαρχικὴ ἄδεια, ἦλθε ὁ Ἅγιος μητροπολίτης Κίτρους καὶ τὴν ἐγκαινίασε. Ἐμεῖς κατόπιν ἐφύγαμε ἀπὸ τὸ χωριό μας καὶ ἐγκατασταθήκαμε στὴν Κωνσταντινούπολι παίρνοντας σπίτι μὲ ἐνοίκιο. Ὅμως σὲ παρακαλῶ, ἅγιε Πνευματικέ μου, νὰ πείσης τὸν ἄνδρα μου νὰ μοῦ ἐπιτρέψη νὰ γίνω μοναχὴ γιὰ νὰ κλάψω τὶς ἁμαρτίες μου αὐτὰ τὰ τρία ἔτη ποὺ μοῦ ὑποσχέθηκε ὁ Κύριος ὅτι θὰ μείνω ἀκόμη σ᾿ αὐτὴ τὴν ζωή

Ὁ Πνευματικός της ἄκουοντας αὐτά, εἶπε στὸν ἄνδρα της νὰ μὴ τὴν ἐμποδίσῃ νὰ πραγματοποιήσῃ τὸν διακαῆ της πόθο. Ἐκεῖνος τοῦ εἶπε ὅτι μετὰ ἀπὸ δυὸ χρόνια θὰ πᾶνε μαζὶ στοὺς Ἁγίους Τόπους νὰ προσκυνήσουν τὰ Ἱερὰ Προσκυνήματα καὶ νὰ ἀφιερωθοῦν στὸν Θεό.

Πράγματι, ἀφοῦ πούλησαν τὰ ὑπάρχοντά τους, ἔφυγαν γιὰ τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἐκεῖ ἐξωμολογήθηκαν τὰ πάντα στὸν Πατριάρχη Σωφρόνιο. Μετὰ κοινώνησαν τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καὶ ἡ μὲν Σοφιανὴ ἐπῆγε σὲ μοναστήρι καὶ ἔγινε μοναχὴ μὲ τὸ ὄνομα Σωφρονία, ὁ δὲ ἄνδρας της ἐπῆγε σὲ ἀνδρικὸ καὶ ἀπὸ Χρῆστος ἐπωνομάσθηκε Χαρίτων.

Μεγάλη ἡ ὠφέλεια ἀπὸ τὰ Σαρανταλείτουργα



Τὸ ἀξιοπρόσεκτο γεγονὸς ποὺ ἀκολουθεῖ σὲ ἐλαφρὰ διασκευὴ τῆς γλώσσης τὸ ἀναφέρει ὁ διακριτικότατος ἀσκητὴς Δανιὴλ Κατουνακιώτης σὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν Ἀλέξανδρον Μωραϊτίδην. Ἔχει δὲ ὡς ἑξῆς:

Ἕνας γνωστός του καὶ ἐνάρετος οἰκογενιάρχης ἀπὸ τὴν Σμύρνη, ποὺ τὸν ἔλεγαν Δημήτριο, ἀφοῦ κατάλαβε τὸ τέλος του κάλεσε τὸν υἱόν του Γεώργιο, ὁ μόνος εὐσεβῆς, διότι τὰ ἄλλα τρία του παιδιὰ καὶ ἡ γυναίκα του ζοῦσαν μὲ κοσμικότητα, καὶ τοῦ ἀπεκάλυψε ὅσα ἀκολουθοῦν, καὶ τὰ ὁποῖα ὁ υἱός του ὁ πιστὸς φανέρωσε εἰς τὸν π. Δανιήλ.

Ἀφοῦ ὁ πατέρας μου ἔφθασε εἰς τὸ τέλος αὐτῆς τῆς ζωῆς καὶ ἐγνώρισε τὴν ἡμέρα τοῦ θανάτου του, ἐκείνην τὴν ἡμέρα ἐκάλεσε ἕνα σεβάσμιο ἱερέα, ποὺ τὸν ἔλεγαν Δημήτριον, ἄνθρωπον πολὺ ἁπλὸν καὶ ἐνάρετον, εἰς τὸν ὁποῖον μὲ πολλὴ εὐλάβεια εἶπε· «ἐγὼ πνευματικέ μου πάτερ, σήμερα πεθαίνω, καὶ παρακαλῶ ὁδήγησέ με σὲ αὐτὴν τὴν κρίσιμη στιγμὴ τί ὀφείλω νὰ πράξω;» ὁ δὲ ἱερεὺς γνωρίζοντας τὴν θεάρεστον ζωὴν τοῦ πατέρα μου καὶ ὅτι ἦταν σὲ ὅλα ἕτοιμος, διότι εἶχαν προηγηθῆ τὰ πραγματικὰ ἐφόδια, δηλαδὴ ἐξομολόγησις, εὐχέλαιο, συχνὲς ἱερὲς μεταλήψεις, ἐπειδὴ ἕνεκα ποὺ διετέλεσε πολλὲς ἡμέρες ἄρρωστος μεταλάμβανε συνεχῶς ἀπὸ τὰ ἄχραντα μυστήρια τοῦ Χριστοῦ, τὸν ὑπέδειξε ἕνα ἀκόμη νὰ κάμη· «ἐὰν ἦταν εὔκολο νὰ δώσης ἐντολὴ νὰ σοῦ κάμουν μετὰ τὸν Θάνατό σου ἕνα τακτικὸν 40λείτουργον στὸ ὄνομά σου, τὸ ὁποῖο νὰ ἐκτέλεση κάποιος ἱερεὺς μακρὰν τῆς πόλεως» ἐγὼ δὲ ἂν καὶ ἄπορος ἔδωσα ὕποσχεσι, ὅτι μὲ πολὺ προθυμία θὰ ἐκτελέσω αὐτό, ἀρκεῖ μόνον νὰ λάβω τὴν εὐχή του, τὴν ὁποία καὶ ἐπῆρα.

Αὐτὰ ἀφοῦ ἄκουσε καὶ εὐχαριστηθεὶς ὁ πατέρας μου μὲ προσκάλεσε μὲ πολλὴ συγκίνησι καὶ δάκρυα, καὶ μὲ παρεκάλεσε νὰ τὸν κάμω μετὰ τὸν θάνατό του ἕνα 40λείτουργον.

Μετὰ ἀπὸ διάστημα δυὸ ὡρῶν ἀπέθανε ὁ ἀείμνηστος πατέρας μου καὶ ἀμέσως προσκάλεσα τὸν ἱερέα Δημήτριον, χωρὶς νὰ γνωρίζω ὅτι ὁ ἴδιος εἶχε ὑποβάλλει τὸ ζήτημα τοῦ 40λείτουργου εἰς τὸν πατέρα μου, καὶ λέγω εἰς αὐτόν. Ἐπειδὴ ὁ πατέρας μου μοῦ ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τὸν κάμω ἕνα τακτικὸ 40λείτουργο ἔξω τῆς πόλεως καὶ ἐπειδὴ ἡ αἰδεσιμότης σου ἡσυχάζεις εἰς τὸν ἔξω τῆς πόλεως ναΐσκο τῶν Ἅγιων Ἀποστόλων, δι᾿ αὐτὸ σὲ παρακαλῶ νὰ λάβης τὸν κόπον καὶ νὰ φροντίσης τὴν ἐκτέλεσι αὐτοῦ καὶ ἐγὼ θὰ πληρώσω τὸν κόπον σου καὶ τὰ σχετικὰ μὲ τὰ ἔξοδα τοῦ ἱεροῦ Ναοῦ. Ὁ ἱερεὺς ὅταν ἄκουσε αὐτὰ μοῦ ἀπάντησε μὲ δάκρυα στὰ μάτια. Ἐγώ, ἀγαπητέ μου Γεώργιε, ἔχω δώσει σήμερα στὸν πατέρα σου τὴν γνώμη αὐτή, καὶ ὀφείλω ὅσο ζῶ νὰ τὸν μνημονεύω πάντοτε.

Ἐγὼ δὲ γνωρίσας τὴν πολλὴ εὐλάβεια τοῦ ἱερέως καὶ τὴν ἐκτίμησι τὴν ὁποίαν εἶχε πρὸς τὸν πατέρα μου ἐπέμενα παρακαλώντας καὶ ἔτσι τὸν ἔπεισα νὰ δεχθῆ τὴν πρότασί μου, καὶ ἐπῆγε στὸ σπίτι του, πρὸς τὴν πρεσβυτέρα καὶ τὶς κόρες του καὶ λέγει πρὸς αὐτὲς «ἐγὼ ἐπειδὴ θὰ κάνω τακτικὸν 40λείτουργον στὸ ὄνομα τοῦ καλοῦ ἐκείνου εὐεργέτου μου Δημητρίου, δι᾿ αὐτὸ ἐπὶ 40 ἡμέρες νὰ μὴ μὲ περιμένετε ἐδῶ, διότι θὰ ἡσυχάζω συνέχεια εἰς τὸν ἱερὸν Ναὸν τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, γιὰ νὰ ἐξακολουθῶ τακτικώτατα τὸ 40λείτουργο», καὶ ἔτσι ἐπῆγε καὶ ἄρχισε μὲ εὐλάβεια καὶ προθυμία τὸ 40λείτουργον. Ἔγιναν 39 Θεῖες Λειτουργίες καλῶς, τὴν παραμονὴ δὲ τῆς τελευταίας, Σάββατο βράδυ, ξαφνικὰ παρουσιάστηκε σφοδρὸς πονόδοντος στὸν ἱερέα καὶ ἀναγκάστηκε τὴν νύκτα νὰ ἔλθη μὲ πόνους στὸ σπίτι του, καὶ προσκάλεσε ἡ πρεσβυτέρα τὸν κουρέα καὶ τοῦ ἔβγαλε τὸ σάπιο δόντι καὶ ἔτσι ἔγλυτωσε ἀπὸ τοὺς πόνους. Λόγω ὅμως ποὺ ἔτρεχε αἷμα ἀπεφάσισε νὰ συμπλήρωση τὴν τελευταία Θεία Λειτουργία τὴν ἑπομένη.

Ὁ Γεώργιος ὅμως μὴ γνωρίζοντας τὴν πάθησι τοῦ ἱερέως τὴν παραμονὴν ἐκείνη ἑτοίμασε, μὲ δάνειο, τὸ ὀφειλόμενον ποσόν, γιὰ τὸν κόπον τοῦ ἱερέως μὲ σκοπὸ νὰ τὸ ἐπιδώση τὴν ἑπομένη. Κατὰ τὰ μεσάνυκτα ὅμως ἐκείνου τοῦ Σαββάτου, ἐσηκώθηκα νὰ προσευχηθῶ. Προσευχόμενος δὲ μὲ πολλὴ κατάνυξι καὶ ἀφοῦ κουράστηκα ἐκάθησα στὸ κρεββάτι καὶ ἄρχισα νὰ ἐνθυμοῦμαι τὶς ἀρετὲς τοῦ πατέρα μου καὶ τὶς παρεκτροπὲς καὶ παιδικές μου παρακοὲς ποὺ εἶχα κάνει κατὰ καιρούς, καὶ συνάμα ἔλεγα στὸν ἑαυτό μου, ἄραγε ὠφελεῖ τὸ 40λείτουργον τὴν ψυχὴν τοῦ κεκοιμημένου ἢ χάριν μικρῆς ἀνακουφίσεως ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ αὐτὸ ἔχει συστήσει; Αὐτὰ σκεπτόμενος μὲ πόνο ψυχῆς καὶ δάκρυα, καὶ ἐκζητώντας τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, μοῦ φάνηκε ὅτι κοιμήθηκα λίγο, καὶ ἀμέσως βρέθηκα σὲ μιὰ πεδιάδα ὡραιότατη, τῆς ὁποίας ἡ ὀμορφιὰ ἦταν ἀπερίγραπτος, μὴ ἔχουσα σύγκρισι μὲ τὰ εὐχάριστα τοῦ κόσμου. Ἐνῶ εὑρισκόμουν ἐκεῖ μοῦ ἐπῆλθε φόβος πολύς, ποὺ ὑπαγορευόταν ἀπὸ τὴν συνείδησί μου, ἐπειδὴ ἐγνώρισα τὸν ἑαυτό μου ἀκατάλληλον διὰ τὴν ἐκεῖ ἀπόλαυσι. Καὶ ἐνῶ διατελοῦσα κάτω ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀμηχανία, μὲ ἦλθε θάρρος καὶ εἶπα εἰς τὸν ἑαυτόν μου, μιὰ καὶ ὁ Πανάγαθος Θεὸς ἠθέλησε νὰ μὲ φέρη ἐδῶ ἴσως ἡ ἀγαθότητά Του μὲ ἐλεήση καὶ στὴν συνέχεια μετανοήσω, διότι ὅπως βλέπω εὑρίσκομαι μαζὶ μὲ τὸ σῶμα μου.

Αὐτὰ συζητώντας μὲ τὸν ἑαυτό μου καὶ παρηγορηθείς, εἶδα μικρὸ φῶς διαυγέστατο, καὶ ἀφοῦ ἐπῆγα πρὸς τὸ μέρος ἐκεῖνο, εἶδα μὲ ἀνέκφραστη ἔκπληξι τὴν ἀπερίγραπτη ἐκείνη ὡραιότητα τοῦ ἀπέραντου δάσους, ποὺ ἀπόπνεε ἄρρητη εὐωδία. Ὢ ποία μακαριότης ἀναμένει ἐκείνους ποῦ ζοῦν ἐνάρετα εἰς τὸν κόσμον;

Ἀναθεωρώντας δὲ μὲ μεγάλη ἔκπληξι καὶ χαρὰ τὴν ὑπερκόσμια ἐκείνη ὡραιότητα εἶδα ἕνα ὡραιότατο παλάτι… ὅταν δὲ πλησίασα κοντὰ βλέπω μὲ πολλὴ ἀγαλλίαση τὸν πατέρα μου Δημήτριον, λαμπροφόρο καὶ γεμάτον ὅλο φῶς, ὁ ὁποῖος ἐστέκετο μπροστὰ σὲ ἐκείνη τὴν πόρτα τοῦ παλατιοῦ, καὶ ἀφοῦ μὲ ἀτένισε μὲ πατρικὴ στοργὴ καὶ τὴν γνωστή του ἐπιείκεια καὶ πραότητα, μοῦ εἶπε: «πῶς ἦλθες ἐδῶ παιδί μου;» ἐγὼ δὲ τὸν ἀπήντησα, «καὶ ἐγὼ, πατέρα μου, ἀπορῶ, διότι ὅπως βλέπω δὲν εἶμαι ἄξιος διὰ τὸν τόπο. Ἀλλὰ πές μου, πατέρα μου, πῶς εὑρίσκεσαι ἐδῶ καὶ σὲ ποιὸν ἀνήκει τὸ παλάτι αὐτό;». Ἐκεῖνος δὲ μὲ πολλὴ φαιδρότητα μοῦ εἶπε: «Ἡ ἄκρα τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν ἀγαθότης διὰ πρεσβειῶν τῆς Κυρίας ἡμῶν Θεοτόκου, εἰς τὴν ὁποίαν εἶχα, ὅπως εἶναι γνωστόν, μεγίστην εὐλάβειαν, μὲ ἠξίωσε νὰ καταταχθῶ εἰς τὸ μέρος αὐτό. Εἰς αὐτὸ δὲ τὸ παλάτι ἤθελον εἴσελθη σήμερον, ἀλλ᾿ ἐπειδὴ ὁ οἰκοδόμος αὐτοῦ ἔβγαλε σήμερον τὸ δόντι του καὶ δὲν ἐτελείωσαν αἱ 40ντα ἡμέραι τῆς οἰκοδομῆς αὐτοῦ, δι᾿ αὐτὸ αὔριο θὰ εἰσέλθω».

Ὅταν εἶδα καὶ ἄκουσα αὐτὰ ἐγὼ ὁ ἐλάχιστος ἐξύπνησα μὲ ἔκπληξι καὶ γεμάτος δάκρυα ἐθαύμαζα δι᾿ ὅλα ὅσα εἶδα. Ὅλη ἐκείνη τὴν νύκτα ἔμεινα ἄυπνος εὐχαριστῶν καὶ δοξολογῶν τὸν Πανάγαθον Θεόν… Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα ἐπῆγα εἰς τὸν ἱερέα Δημήτριον καὶ τὸν εὑρῆκα νὰ κάθεται, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ μὲ ἐδέχθηκε μὲ χαρὰ μοῦ εἶπε· «νὰ καὶ ἐγὼ πρὸ ὀλίγου ἐβγῆκα ἀπὸ τὴν λειτουργία, τελειώσας εὐτυχῶς τὸ 40λείτουργον». Αὐτὸ δὲ εἶπε διὰ νὰ μὴ μὲ λυπήση, διότι ἐμποδίστηκε μία ἡμέρα ἡ λειτουργία, τὴν ὁποίαν βέβαια ἤθελε πρόσθεση τὴν ἑπομένη. Τότε ἐγὼ ἄρχισα νὰ διηγοῦμαι εἰς τὸν ἱερέα τὰ ὅσα εἶδα μὲ λεπτομέρεια καὶ πολλὴ συγκίνησι, καὶ ὅταν ἔφθασα εἰς τὴν ἐξαγωγὴ τοῦ δοντιοῦ καὶ ὅτι τὴν ἑπομένη θὰ τελειωθῆ ἡ οἰκοδομὴ καὶ θὰ εἰσέλθη ὁ πατέρας μου εἰς τὸ παλάτι, τότε ὁ ἱερεὺς κατεληφθεῖς ἀπὸ θαυμασμὸ ἐβόησε· «ἐγώ, ἀγαπητέ μου Γεώργιε, εἶμαι ὁ οἰκοδόμος ἐκεῖνος»…

Αὐτὰ ὁ πατὴρ Δανιὴλ τὰ ἐβεβαίωσε καὶ ἀπὸ τὸν πατέρα Δημήτριον τὸν ὁποῖον ἐπεσκέφθη, ὁ ὁποῖος π. Δημήτριος μὲ παρεκάλεσε ὅπως γράψω ἀκριβῶς τὴν ὠφελιμωτάτην αὐτὴν διήγησιν. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἔλαβε χῶραν ἀρχὰς τοῦ 20ου αἰῶνος.

Διήγησις ἐπιστροφῆς ἀπὸ τὴν ἄλλη ζωὴ



Ἤμουν ἄθεη καὶ ἔβριζα πολὺ καὶ φοβερὰ τὸν Θεό. Ζοῦσα μέσα στὴν ντροπὴ καὶ τὴν πορνεία καὶ ἤμουν νεκρὴ στὴν γῆ. Ὅμως ὁ ἐλεήμων Θεὸς δὲν ἄφησε νὰ χαθῶ, ἀλλὰ μὲ ὡδήγησε στὴν μετάνοια.


Στὰ 1962 ἀρρώστησα ἀπὸ καρκίνο καὶ ἤμουν ἄρρωστη τρία χρόνια. Δὲν ἔμεινα ξαπλωμένη, παρὰ ἐργαζόμουνα καὶ ἔκανα θεραπεία σὲ γιατρούς, ἐλπίζοντας νὰ βρῶ θεραπεία. Τοὺς τελευταίους ἕξη μῆνες εἶχα τελείως ἀδυνατίσει, τόσο ποὺ οὔτε νερὸ δὲν μποροῦσα νὰ πιῶ. Μόλις τὸ ἔπινα, ἀμέσως τὸ ἔκανα ἐμετό. Τότε μὲ πῆγαν στὸ νοσοκομεῖο καὶ ἐπειδὴ ἤμουν πολὺ ἐνεργητική, κάλεσαν ἕνα καθηγητὴ ἀπὸ τὴν Μόσχα καὶ ἀπεφάσισαν νὰ μὲ χειρουργήσουν. Μόλις μοῦ ἄνοιξαν τὴν κοιλιά, ἀμέσως πέθανα. Ἡ ψυχή μου βγῆκε ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ στέκονταν ἀνάμεσα σὲ δυὸ γιατροὺς καὶ ἐγὼ μὲ μεγάλο φόβο καὶ τρόμο ἐκοίταζα τὴν ἀρρώστια μου. Ὁλόκληρο τὸ στομάχι μου καὶ τὰ ἔντερά μου ἦταν προσβεβλημένα ἀπὸ καρκίνο. Στεκόμουν καὶ ἐσκεπτόμουν γιατί εἴμαστε δυό; Δὲν εἶχα ἰδέα ὅτι ὑπάρχει ψυχή. Οἱ κομμουνιστὲς μᾶς φούσκωναν καὶ μᾶς ἐδίδασκαν ὅτι ψυχὴ καὶ Θεὸς δὲν ὑπάρχουν, ὅτι αὐτὸ εἶναι μόνο ἐπινόησις τῶν παπάδων γιὰ νὰ ξεγελάσουν τὸν λαὸ καὶ τὸν κρατοῦν σὲ φόβο γιὰ κάτι ποὺ δὲν ὑπάρχει. Βλέπω τὸν ἑαυτό μου ποὺ στέκεται καὶ τὸν βλέπω πάλι ἐπάνω στὸ χειρουργεῖο. Μοῦ ἔβγαλαν ἔξω ὅλα τὰ ἐντόσθια καὶ ἀναζητοῦσαν τὸν δωδεκαδάκτυλο. Ἀλλὰ ἐκεῖ ὑπῆρχε μόνο πύον, τὰ πάντα ἦταν κατεστραμμένα καὶ χαλασμένα, τίποτε δὲν ἦταν ὑγιές. Οἱ γιατροὶ τότε εἶπαν: «αὐτὴ δὲν ἔχει μὲ τί νὰ ζήσει». Ὅλα τὰ ἔβλεπα μὲ μεγάλο φόβο καὶ τρόμο καὶ πάλι σκεπτόμουν: «Πῶς καὶ ἀπὸ ποῦ εἴμαστε δυό; Στέκομαι καὶ ταυτόχρονα εἶμαι ξαπλωμένη;». Οἱ γιατροὶ τότε ἐπέστρεψαν τὰ ἐντόσθια μου ὅπως-ὅπως καὶ εἶπαν ὅτι τὸ σῶμα μου πρέπει νὰ δοθῆ στοὺς νέους εἰδικευμένους ἰατροὺς γιὰ διδασκαλία καὶ τὸ μετέφεραν στὸ ἀνατομεῖο καὶ ἐγὼ πήγαινα κοντά τους καὶ ὅλο καὶ παραξενευόμουν καὶ σκεφτόμουν πῶς καὶ ἀπὸ ποῦ εἴμαστε δυό; Ἐκεῖ μὲ ἄφησαν ξαπλωμένη, γυμνή, καλυμμένη ὡς τὸ ὕψος τοῦ στήθους μὲ ἕνα σεντόνι. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ βλέπω ὅτι ἦλθε ὁ ἀδελφός μου καὶ ἔφερε τὸ μικρό μου γυιό. Ἦταν ἕξη χρονῶν καὶ ὀνομαζόταν Ἄντρουσκα (Ἀνδρέας). Ὁ γυιός μου πλησίασε τὸ σῶμα μου καὶ μὲ φίλησε στὸ κεφάλι. Ἄρχισε νὰ κλαίη καὶ νὰ λέη: «Μαμά, μαμά, γιατί πέθανες; Εἶμαι ἀκόμη μικρός, πῶς θὰ ζήσω χωρὶς ἐσένα; Πατέρα δὲν ἔχω καὶ ἐσὺ πέθανες;». Ἐγὼ τότε τὸν ἀγκάλιασα καὶ τὸν φίλησα, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν τὸ αἰσθάνθηκε οὔτε τὸ εἶδε, οὔτε μὲ πρόσεξε, ἀλλὰ ἐκοίταζε τὸ νεκρό μου σῶμα. Ἔβλεπα ἐπίσης πὼς ἔκλαιγε ὁ ἀδελφός μου. Μετὰ ἀπὸ αὐτό, ἐγὼ μὲ μιᾶς βρέθηκα στὸ σπίτι μου. Ἦλθε ἡ πεθερά μου ἀπὸ τὸν πρῶτο μου γάμο, ἡ μητέρα μου καὶ ἡ ἀδελφή μου. Τὸν πρῶτο μου σύζυγο τὸν ἐγκατέλειψα γιατὶ πίστευε στὸν Θεό. Τότε ἄρχισε ἡ διανομὴ τῶν πραγμάτων μου. Ἐγὼ ζοῦσα πλούσια καὶ μὲ πολυτέλεια καὶ ὅλα αὐτὰ τὰ ἀπόκτησα μὲ ἀδικία καὶ τὴν πορνεία. Ἡ ἀδελφή μου ἄρχισε νὰ ἀφαιρῆ τὰ πιὸ ὡραῖα ἀπὸ τὰ πράγματά μου, ἐνῶ ἡ πεθερὰ ζητοῦσε νὰ ἀφήση καὶ κάτι στὸν γυιό μου. Ἡ ἀδελφὴ δὲν ἔδινε τίποτε, ἀλλὰ ἐπὶ πλέον ἄρχισε νὰ ἐμπαίζη τὴν πεθερὰ λέγοντας: «αὐτὸ τὸ παιδὶ δὲν εἶναι ἀπὸ τὸν γυιό σου καὶ σὺ δὲν τοῦ εἶσαι τίποτε». Μετὰ ἀπὸ αὐτό, αὐτὲς βγῆκαν καὶ ἔκλεισαν τὸ σπίτι. Ἡ ἀδελφή μου ἐπῆρε μαζί της καὶ ἕνα μεγάλο μπόγο μὲ πράγματα. Ἐνῶ αὐτὲς μάλωναν γιὰ τὰ πράγματά μου εἶδα γύρω μας νὰ χορεύουν καὶ νὰ χαίρονται διάβολοι.


Ξαφνικὰ βρέθηκα στὸν ἀέρα καὶ βλέπω σὰν νὰ πετῶ μὲ ἀεροπλάνο. Αἰσθάνομαι ὅτι κάποιος μὲ συγκρατεῖ καὶ ὅτι ὑψώνομαι ὅλο καὶ πιὸ πολύ. Βρέθηκα πάνω ἀπὸ τὴν πόλι Μπάρναουλ. Μετὰ βλέπω ὅτι ἡ πόλις χάθηκε. Ἔγινε σκοτάδι. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ ἄρχισε πάλι νὰ ἔρχεται φῶς καὶ στὸ τέλος φώτισε τελείως, τὸ φῶς ἦταν πάρα πολὺ ἰσχυρὸ ποὺ δὲν μποροῦσα νὰ τὸ δῶ. Μὲ τοποθέτησαν σὲ μαύρη πλάκα μεγέθους ἑνάμισυ μέτρου.


Ἔβλεπα δένδρα μὲ πολὺ χοντροὺς κορμοὺς καὶ πανέμορφο ποικιλόχρωμο φύλλωμα. Ἀνάμεσα στὰ δέντρα ὑπῆρχαν σπίτια καὶ μάλιστα ὅλα καινούργια, ἀλλὰ δὲν εἶδα ποιοὶ ζοῦσαν σ᾿ αὐτά. Στὴν κοιλάδα αὐτὴ εἶδα πλούσιο πράσινο χορτάρι καὶ σκέφθηκα: «ποῦ βρίσκομαι ἐγὼ τώρα; Ἂν βρίσκομαι στὴν γῆ, τότε γιατί δὲν ὑπάρχουν ἐδῶ ἐπιχειρήσεις, ἐργοστάσια οὔτε ἄλλα κτίρια, γιατί δὲν ὑπάρχουν δρόμοι οὔτε συγκοινωνία; Τί μέρος εἶναι ἐτοῦτο ἐδῶ χωρὶς ἀνθρώπους καὶ ποιὸς τέλος πάντων ζεῖ ἐδῶ;». Λίγο πιὸ πέρα εἶδα νὰ περπατάη μιὰ ὡραία ὑψηλὴ γυναίκα μὲ βασιλικὰ φορέματα κάτω ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἐφαίνοντο τὰ δάκτυλα τῶν ποδιῶν. Περπατοῦσε τόσο ἀνάλαφρα ποὺ ἀπὸ τὰ πόδια δὲν λύγιζε οὔτε τὸ χορτάρι. Κοντά της πήγαινε ἕνας νεαρὸς ποὺ εἶχε ὕψος ὡς τοὺς ὤμους της. Εἶχε κρυμμένο τὸ πρόσωπό του μὲ τὰ χέρια του καὶ γιὰ κάτι ἔκλαιγε πολὺ καὶ πικρὰ παρακαλοῦσε, ἀλλὰ γιὰ ποιὸ λόγο δὲν μποροῦσα ν᾿ ἀκούσω. Σκέφθηκα ὅτι εἶναι ὁ γυιός της καὶ μέσα μου διαμαρτυρήθηκα γιατὶ δὲν τὸν λυπᾶται καὶ δὲν τοῦ ἐκπληρώνῃ τὸ αἴτημα. (Σημείωσις: Ἀπὸ ὅλα φαίνεται ὅτι αὐτὸς ὁ νεαρὸς ἦταν ἄγγελος φύλακας αὐτῆς τῆς νεκρῆς γυναικός. Φαίνεται ἐπίσης πόσο ἐνδιαφέρονται οἱ Ἅγιοι Ἄγγελοι γιὰ ἐμᾶς καὶ τὶς ψυχές μας, ἀλλὰ ἐμεῖς δὲν τὸ βλέπουμε. Παραπέρα φαίνεται καὶ αὐτῶν τὸ αἴτημα εἶναι ἀνεκπλήρωτο, ἂν ὁ θάνατος μᾶς βρῆ ἁμαρτωλοὺς καὶ ἀμετανόητους).


Ὅταν αὐτοὶ μὲ πλησίασαν, ὁ νεαρὸς ἔπεσε μπροστὰ στὰ πόδια της καὶ ἄρχισε νὰ τὴν παρακαλῆ ἐντονώτερα καὶ νὰ ὀδύρεται καὶ νὰ τῆς ζητῆ κάτι. Ἐκείνη κάτι τοῦ ἀπάντησε, ἀλλὰ δὲν μπόρεσα νὰ καταλάβω τί. (Σημείωσις: Εἶχα τὴν εὐκαιρία καὶ ἀπὸ ἄλλες πηγὲς νὰ γνωρίσω πῶς καὶ πόσο πικρὰ κλαίει ὁ Ἅγιος Ἄγγελος φύλακας, ὅταν αὐτὸς ποὺ τοῦ δόθηκε γιὰ φύλαξι δὲν ὑπακούει στὴν ἁγία Ἐκκλησία καὶ στὴν ἁγία πίστι χάνοντας τὴν ψυχή του γιὰ πάντα). Ὅταν αὐτοὶ μὲ πλησίασαν, ἤθελα νὰ τὴν ρωτήσω: «Ποῦ βρίσκομαι;». Τὴν στιγμὴ ἐκείνη ἡ γυναίκα αὐτὴ ἐσταύρωσε τὰ χέρια στὸ στῆθος, ὕψωσε τὰ μάτια πρὸς τὸν οὐρανὸ καὶ εἶπε: «Κύριε, ποῦ θὰ πάη αὐτὴ ἔτσι;». Ἐγὼ τότε ἔτρεμα καὶ μόλις τώρα κατάλαβα ὅτι εἶχα πεθάνει, ὅτι ἡ ψυχὴ μου βρισκόταν στὸν οὐρανὸ καὶ τὸ σῶμα μου ἔμεινε στὴν γῆ. Τότε ἄρχισα νὰ κλαίω καὶ νὰ ὀδύρομαι καὶ ἀκούω φωνὴ ποὺ λέει: «ἐπιστρέψτε την στὴν γῆ γιὰ τὶς ἀγαθοεργίες τοῦ πατέρα της». Ἄλλη φωνὴ ἀπάντησε: «βαρέθηκα τὴν ἁμαρτωλὴ καὶ διεφθαρμένη ζωή της. Ἐγὼ ἤθελα νὰ τὴν ἐξαφανίσω ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς χωρὶς μετάνοια, ἀλλὰ μὲ παρακάλεσε γι᾿ αὐτὴν ὁ πατέρας της. Δεῖξτε της τὸ μέρος γιὰ τὸ ὁποῖο ἄξιζε».


Ἀμέσως βρέθηκα στὸν Ἅδη. Τότε ἄρχισαν νὰ ἕρπουν μέχρι ἐμένα φοβερὰ πυρακτωμένα φίδια μὲ μακριὲς γλῶσσες ποὺ ξερνοῦσαν φωτιὰ καὶ ἄλλες ἀποκρουστικὲς βρωμιές. Ἡ βρῶμα ἦταν ἀβάσταχτη. Αὐτὰ τὰ φίδια τυλίχθηκαν γύρω μου καὶ ταυτόχρονα ἀπὸ κάπου παρουσιάσθηκαν σκουλήκια χοντρὰ ἴσαμε τὸ δάχτυλο μὲ οὐρὲς ποὺ κατέληγαν σὲ βελόνες καὶ ἄγγιστρα. Αὐτὰ ἔμπαιναν σὲ ὅλα τὰ ἀνοικτά μου μέρη, στὰ αὐτιά, στὰ μάτια, στὴν μύτη κ.λπ. καὶ ἔτσι μὲ βασάνιζαν καὶ ἐγὼ ἐκραύγαζα ὄχι μὲ τὴν φωνή μου. Ἀλλὰ ἐκεῖ δὲν ὑπῆρχε ἀπὸ πουθενὰ οὔτε βοήθεια, οὔτε ἔλεος ἀπὸ κανέναν. Ἐκεῖ εἶδα πὼς παρουσιάσθηκε ἡ γυναίκα ποὺ πέθανε ἀπὸ ἄμβλωσι καὶ ἄρχισε νὰ παρακαλῆ τὸν Κύριο γιὰ ἔλεος. Αὐτὸς τῆς ἀπάντησε: «Ἐσὺ στὴν γῆ δὲν μὲ ἀναγνώριζες, σκότωνες τὰ παιδιὰ στὴν κοιλιά σου καὶ ἐπὶ πλέον ἔλεγες στοὺς ἀνθρώπους: Δὲν πρέπει νὰ γεννᾶτε παιδιά, τὰ παιδιὰ εἶναι περιττά. Σὲ μένα δὲν ὑπάρχουν, δὲν ὑπάρχουν περιττά. Σὲ μένα ὑπάρχουν τὰ πάντα καὶ γιὰ ὅλους ἀρκετά». Σὲ μένα ὁ Κύριος εἶπε: «Ἐγώ σοῦ ἔδωσα τὴν ἀρρώστια γιὰ νὰ μετανοήσης, ἀλλὰ σὺ μὲ ἔβριζες ὡς τὸ τέλος τῆς ζωῆς καὶ δὲν μὲ ἀναγνώριζες καὶ γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ καὶ ἐγὼ δὲν σὲ ἀναγνωρίζω. Ὅπως στὴν γῆ ἔζησες χωρὶς Θεό, ἔτσι καὶ ἐδῶ θὰ ζήσης!».


Ξαφνικὰ ὅλα μεταστράφηκαν καὶ ἐγὼ κάπου ἐπέταξα. Ἡ βρόμα χάθηκε, χάθηκε καὶ ὁ δυνατὸς ὀδυρμὸς καὶ ἐγὼ ξαφνικὰ εἶδα τὴν ἐκκλησία μου ποὺ ἐνέπαιζα. Ἄνοιξε ἡ πύλη καὶ ἀπὸ αὐτὴν βγῆκε ὁ ἱερέας ντυμένος στὰ ἄσπρα. Αὐτὸς στεκόταν μὲ σκυμένο τὸ κεφάλι καὶ κάποια φωνὴ μὲ ἐρωτᾶ: «Ποιὸς εἶναι αὐτός;». Ἐγὼ ἀπάντησα: «Ὁ ἱερέας μας». Ἐσὺ ἔλεγες ὅτι εἶναι χαραμοφάης, αὐτὸς δὲν εἶναι χαραμοφάης, ἀλλὰ πραγματικὸς ποιμένας· δὲν εἶναι μισθοφόρος. Γνώριζε πὼς ἂν καὶ εἶναι κατὰ τὸν βαθμὸ μικρός, συνηθισμένος ἱερέας, ὑπηρετεῖ ἐμένα· μάθε ἀκόμη καὶ τοῦτο: Ἂν δὲν σοῦ διάβαση αὐτὸς τὴν εὐχὴ τῆς ἔξομολογησεως, ἐγὼ δὲν θὰ σὲ συγχωρήσω. Τότε ἄρχισα νὰ παρακαλῶ: «Κύριε, γύρισέ με στὴν γῆ, ἔχω ἕνα μικρὸ γυιό». Ὁ Κύριος εἶπε: «Ξέρω ὅτι ἔχεις μικρὸ γυιό, εἶναι κρίμα γι᾿ αὐτόν». «Κρίμα», ἀπάντησα ἐγὼ. Τότε ἐκεῖνος ἀποκρίθηκε: «Ἐγὼ σᾶς λυποῦμαι ὅλους καὶ τρεῖς φορὲς σᾶς λυποῦμαι. Ὅλους σᾶς περιμένω πότε θὰ ξυπνήσετε ἀπὸ τὸ ἁμαρτωλὸ ὄνειρο, νὰ μετανοήσετε καὶ νὰ ἔλθετε στὸν ἑαυτό σας».


Ἐδῶ τώρα ἐμφανίσθηκε ἐκ νέου ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἡ Θεοτόκος ποὺ ἐνωρίτερα τὴν ἀποκαλοῦσα γυναίκα καὶ πῆρα τὸ θάρρος νὰ τὴν ρωτήσω: «Ὑπάρχει ἐδῶ σὲ ἐσᾶς παράδεισος;». Ἀντὶ γιὰ ἀπάντησι μετὰ ἀπὸ αὐτὲς τὶς λέξεις, ξαναβρέθηκα στὴν κόλασι, στὸν Ἅδη. Τώρα ἦταν χειρότερα ἀπὸ ὅ,τι τὴν προηγούμενη φορά. Ἔτρεξαν ὁλόγυρά μου οἱ δαίμονες μὲ καταλόγους καὶ μοῦ ἔδειχναν τὰ ἁμαρτήματά μου καὶ ἐφώναζαν: «Ἐσὺ μᾶς ὑπηρέτησες ὅταν ἤσουν στὴν γῆ». Ἄρχισαν νὰ διαβάζουν τὰ ἁμαρτήματά μου· ὅλα τὰ ἔργα μου ποὺ ἦταν γραμμένα μὲ μεγάλα γράμματα καὶ ἔννοιωσα φοβερὸ φόβο. Ἀπὸ τὰ στόματά τους ἔβγαινε φωτιά. Οἱ δαίμονες μὲ κτυποῦσαν στὸ κεφάλι. Πάνω μου ἔπεφταν καὶ κολλοῦσαν πυρακτωμένες σπίθες ἀπὸ φωτιὰ καὶ μὲ ἔκαιγαν. Γύρω μου ἀκούονταν φοβερὸς θρῆνος καὶ κοπετὸς πολλῶν ἀνθρώπων.


Ὅταν τὸ πῦρ ἐδυνάμωνε ἔβλεπα τὰ πάντα γύρω μου. Οἱ ψυχὲς εἶχαν φοβερὴ ὄψι· ἦταν σακατεμένες μὲ τεντωμένους λαιμοὺς καὶ πρισμένα μάτια· μοῦ ἔλεγαν ὅτι «εἶσαι συντρόφισσα (φαίνεται ὅτι ἦταν κομμουνίστριες) καὶ εἶσαι ὑποχρεωμένη νὰ ζήσης μαζί μας. Ὅπως ἐσὺ ἔτσι καὶ ἐμεῖς, ὅταν εἴμασταν στὴν γῆ, δὲν ἀναγνωρίζαμε τὸν Θεό, τὸν βρίζαμε καὶ κάναμε κάθε κακό, τὴν πορνεία, τὴν ὑπερηφάνεια καὶ ἄλλα καὶ ποτὲ δὲν μετανοήσαμε. Ὅσοι ἁμάρτησαν, ἀλλὰ μετανόησαν, πήγαιναν στὴν ἐκκλησία, προσεύχονταν στὸν Θεό, ἐλεοῦσαν τοὺς πτωχοὺς καὶ βοηθοῦσαν ὅσους βρίσκονταν σὲ ἀνάγκη καὶ κακοτυχία, αὐτοὶ ἐκεῖ πάνω». (Σημείωσις: δηλαδὴ στὸν παράδεισο, τὸν ὁποῖο αὐτοὶ ἐδῶ δὲν ἤθελαν οὔτε νὰ μνημονεύσουν).


Ἔγὼ φοβήθηκα φοβερὰ ἀπὸ αὐτὰ τὰ λόγια, μοῦ φαινόταν ὅτι ἤδη βρισκόμουνα ἐδῶ στὸν Ἅδη ὁλόκληρη ζωὴ καὶ αὐτοὶ μοῦ λένε ὅτι θὰ ζήσω μαζί τους αἰώνια.


Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ ἐμφανίσθηκε ἐκ νέου ἡ Θεοτόκος Μαρία καὶ ἔγινε φῶς, οἱ δαίμονες τράπηκαν σὲ φυγὴ καὶ οἱ ψυχὲς ποὺ ἐβασανίζοντο στὴν κόλασι, ἄρχισαν νὰ φωνάζουν καὶ νὰ τὴν ἱκετεύουν γιὰ ἔλεος: «Οὐράνια Βασίλισσα, μὴ μᾶς ἀφήνης ἐδῶ» ἢ φώναζαν· «Καιγόμαστε Κυρία Θεοτόκε καὶ δὲν ὑπάρχει σταγόνα νερό». Ἐκείνη ἔκλαιγε καὶ μέσα ἀπὸ τὸ κλάμμα ἔλεγε: «Ὅσο ζούσατε στὴν γῆ, δὲν μὲ ἀναγνωρίζατε καὶ δὲν μετανοούσατε γιὰ τὶς ἁμαρτίες στὸν Υἱό μου καὶ Θεό σας καὶ ἐγὼ τώρα δὲν μπορῶ νὰ σᾶς βοηθήσω, δὲν μπορῶ νὰ παραβῶ τὴν ἐπιθυμία τοῦ Υἱοῦ μου καὶ ἐκεῖνος δὲν μπορεῖ τὴν ἐπιθυμία τοῦ Πατέρα Του. Βοηθῶ μόνο αὐτοὺς γιὰ τοὺς ὁποίους παρακαλοῦσαν οἱ συγγενεῖς καὶ γιὰ τοὺς ὁποίους προσεύχεται ἡ Ἁγία Ἐκκλησία». Μετὰ ἀπὸ αὐτό, ἐμεῖς ἀρχίσαμε νὰ ὑψωνόμαστε καὶ ἀπὸ κάτω ἀναδίδονταν δυνατὲς κραυγὲς φωνῶν: «Κυρία Θεοτόκε, μή μας ἀφήνης».


Ξανὰ ὑπῆρχε σκοτάδι καὶ ἐγὼ βρέθηκα στὴν ἴδια πλάκα. Σταυρώνοντας τὰ χέρια στὸ στῆθος ἡ Θεοτόκος ὕψωσε τὰ μάτια στὸν οὐρανὸ καὶ ἄρχισε νὰ προσεύχεται λέγοντας: «Τί νὰ κάνω μὲ αὐτήν, ποῦ νὰ τὴν βάλω;». Μιὰ φωνὴ ἀπάντησε: «Ἄφησέ της ἀπὸ τὰ μαλλιά». Τότε ἡ Θεοτόκος ἔφυγε ἥσυχα, ἡ πόρτα της μισάνοιξε ἔτσι ποὺ πίσω ἀπὸ αὐτὴν δὲν ἔβλεπα τίποτε. Κατόπιν ἐπέστρεψε κρατώντας τὰ μαλλιά μου στὰ χέρια της καὶ ἀπὸ κάπου ἐμφανίσθηκαν δώδεκα ἅμαξες χωρὶς τροχούς· ἐκινοῦντο σιγὰ καὶ ἐγὼ τὶς ἀκολουθοῦσα. Ἡ Θεοτόκος μοῦ ἔδωσε τὰ μαλλιά, ἀλλὰ δὲν ἀντιλήφθηκα ἐγὼ ὅτι μὲ ἄγγιξε. Ἄκουσα μόνο, ὅταν εἶπε ὅτι ἡ δωδέκατη ἅμαξα δὲν ἔχει πάτο. Φοβόμουν νὰ καθίσω σ᾿ αὐτήν, ἀλλὰ ἡ Θεοτόκος μὲ ἔσπρωξε στὴν γῆ ἀπὸ αὐτήν.


Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ ἐγὼ συνῆλθα καὶ ἐνσυνείδητα καθόμουν καὶ ἐκοίταζα. Ἦταν μιάμισυ ἡ ὥρα τὸ ἀπόγευμα. Μετὰ ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ φῶς ποὺ εἶδα ἐκεῖ, ὅλα στὴν γῆ μοῦ ἔφαινοντο ἄσχημα καὶ δὲν μοῦ ἄρεσε ποὺ ἤμουν στὴν γῆ, ἀλλὰ τί νὰ κάνω. Τώρα, εἶπα μόνη μου στὴν ψυχή μου: «Πήγαινε στὸ σῶμα». Τότε βρέθηκα πάλι στὸ νοσοκομεῖο καὶ ἐπήγαμε στὸ ψυγεῖο ποὺ ἐφύλαγαν τὰ πτώματα. Αὐτὸ ἦταν κλειστό, ἀλλὰ ἐγὼ μπῆκα μέσα, χωρὶς ἐμπόδιο καὶ εἶδα τὸ νεκρό μου σῶμα. Τὸ κεφάλι μου ἦταν γυρισμένο λίγο πρὸς τὰ πλάγια, ἐνῶ ἡ μέση μου πιεζόταν ἀπὸ ἄλλους νεκρούς. Μόλις ἡ ψυχὴ μου μπῆκε στὸ σῶμα, ἀμέσως αἰσθάνθηκα ἰσχυρὸ ψύχος. Κάπως ἀπελευθέρωσα τὴν πιεσμένη μέση μου, διπλώθηκα καὶ ἕσφιξα τὰ γόνατα μὲ τὰ χέρια. Τὴν στιγμὴ ἐκείνη, ἔβαλαν μέσα τὸ νεκρὸ σῶμα κάποιου ἄνθρωπου καὶ ὅταν ἄναψαν τὸ φῶς, μὲ εἶδαν σκυμμένη, ἐνῶ ἐκεῖνοι συνήθως βάζουν ὅλους τους νεκροὺς μὲ τὸ πρόσωπο πρὸς τὰ πάνω. Βλέποντάς με ἔτσι οἱ νοσοκόμοι φοβήθηκαν καὶ ἀπὸ τὸν φόβο τους σκορπίσθηκαν. Ἐπέστρεψαν μὲ δυὸ γιατρούς, ποὺ ἀμέσως διέταξαν νὰ ζεσταθῆ τὸ μυαλό μου μὲ λάμπες. Στὸ σῶμα μου ὑπῆρχαν ὀκτὼ τομὲς (μάθαιναν πάνω σ᾿ αὐτό) τρεῖς στὸ στῆθος καὶ οἱ ὑπόλοιπες στὴν κοιλιά. Δυὸ ὧρες μετὰ τὸ ζέσταμα τοῦ κεφαλιοῦ, ἄνοιξα τὰ μάτια καὶ μόλις μετὰ ἀπὸ δώδεκα ἡμέρες ἐμίλησα.


Τὸ πρωὶ μοῦ ἔφεραν πρωινό, τηγανίτες μὲ βούτυρο καὶ καφὲ (ἦταν ἡμέρα νηστείας), ἀλλὰ δὲν ἤθελα νὰ φάω καὶ τοὺς εἶπα ὅτι δὲν θὰ φάω. Οἱ νοσοκόμοι ἔφυγαν πάλι καὶ ὅλοι στὸ νοσοκομεῖο ἄρχισαν νὰ μὲ προσέχουν. Ἦλθαν οἱ γιατροὶ καὶ μὲ ρώτησαν γιατί δὲν θέλω νὰ φάω. Τοὺς ἀπάντησα: «Καθίστε καὶ θὰ σᾶς διηγηθῶ τί εἶδε ἡ ψυχὴ μου. Ὅποιος δὲν νηστεύει τὶς ἡμέρες τῆς νηστείας, αὐτὸς θὰ φάγη βρωμερὰ καὶ σιχαμερὰ πράγματα. Γι᾿ αὐτὸ δὲν θὰ φάω σήμερα, ὅπως καὶ σ᾿ ὅλες τὶς νηστεῖες δὲν θὰ ἀρτυθῶ». Οἱ γιατροὶ ἀπὸ τὴν ἔκπληξι, τὴν μία κοκκίνιζαν, τὴν ἄλλη κιτρίνιζαν καὶ οἱ ἀσθενεῖς μὲ ἄκουγαν προσεκτικά. Κατόπιν συγκεντρώθηκαν πολλοὶ γιατροὶ καὶ ἐγὼ τοὺς εἶπα ὅτι τίποτε πλέον δὲν μὲ πονάει. Τότε ἄρχισε νὰ ἔρχεται σὲ μένα κόσμος καὶ μάλιστα πολὺς καὶ ἐγὼ σὲ ὅλους διηγόμουν καὶ ἔδειχνα τὶς πληγές. Ἡ ἀστυνομία ἄρχισε νὰ διώχνη τὸν κόσμο καὶ μένα μὲ μετέφεραν σὲ ἄλλο νοσοκομεῖο. Ἐκεῖ ἀνάρρωσα τελείως καὶ παρεκάλεσα τοὺς γιατροὺς νὰ μοῦ γιατρέψουν, ὅσο τὸ δυνατὸν ἐνωρίτερα τὶς τομές, ποὺ μοῦ ἔκαναν μαθαίνοντας ἐπάνω μου. Τότε μὲ ἔβαλαν πάλι στὸ χειρουργικὸ τραπέζι καί, ὅταν οἱ γιατροὶ ἄνοιξαν τὴν κοιλιά, μοῦ εἶπαν: «Γιατί χειρούργησαν τελείως ὑγιῆ ἄνθρωπο;». Ἐγὼ τότε τοὺς ἐρώτησα: «Ποιὰ εἶναι ἡ ἀρρώστια μου;». Αὐτοὶ μοῦ ἀπάντησαν: «Τὰ ἐντόσθιά σας εἶναι ὑγιῆ καὶ καθαρά, ὅπως τοῦ παιδιοῦ». Τοὺς εἶπα ὅτι τὰ μάτια μου ἦταν δεμένα κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἐγχείρησης, ἀλλ᾿ ὅτι, παρ᾿ ὅλα αὐτά, εἶδα τὸ ἐσωτερικό μου στὸν καθρέπτη τοῦ νταβανιοῦ. Ἦλθαν καὶ οἱ γιατροὶ ποὺ ἔκαναν τὴν ἐγχείρησι καί, ὅταν πλησίασαν, εἶπαν: «Ποῦ εἶναι ἡ ἀρρώστειά της; Τὰ ἐντόσθιά της ἦταν ὅλα διαλυμένα καὶ προσβεβλημένα ἀπὸ τὸν καρκίνο καὶ τώρα εἶναι τελείως ὑγιῆ». Τοὺς ἀπάντησα: «Ὁ Κύριος ὁ Θεὸς φανέρωσε τὸ ἔλεός του ἐπάνω σὲ μένα τὴν ἁμαρτωλή, γιὰ νὰ ζήσω ἀκόμη καὶ μαρτυρήσω στοὺς ἄλλους ὅ,τι εἶδα καὶ ὅ,τι μοῦ συνέβη. Ἐκεῖνος ὁ Κύριος ὁ Θεὸς ἐπῆρε ὅ,τι κατεστραμμένο ἦταν μέσα μου καὶ μοῦ τὰ ἔδωσε ὑγιῆ· σὲ ὅλους θὰ τὸ διηγοῦμαι, ὥσπου νὰ πεθάνω». Κατόπιν εἶπα στὸν γιατρό: «Βλέπεις πῶς γελαστήκατε;». Καὶ ἐκεῖνος ἀπάντησε ὅτι: «τίποτε δὲν ἦταν ὑγιὲς μέσα σου». «Τί νομίζετε τώρα;» τὸν ἐρώτησα ἐγὼ. Ἀπάντησε: «Σὲ ἀναγέννησε ὁ Ὑπέρτατος». Τότε τοῦ ἀπάντησα: «Ἂν πιστεύετε σ᾿ Αὐτόν, κάντε τὸν σταυρόν σας καὶ παντρευθῆτε στὴν ἐκκλησία». Ὁ γιατρὸς κοκκίνησε γιατὶ ἦταν ἑβραῖος. Πρόσθεσα ἀκόμη: «Γίνου ἀρεστὸς στὸν Κύριο καὶ Θεό».


Κατόπιν ἄφησα τὸ νοσοκομεῖο, κάλεσα τὸν ἱερέα ποὺ ἐνωρίτερα ἐνέπαιζα καὶ τοῦ ἔκανα ἐπιθέσεις, ἀποκαλώντας τον χαραμοφάη. Τοῦ διηγήθηκα ὅλα, ὅσα μοῦ συνέβησαν, ἐξωμολογήθηκα καὶ μετέλαβα τῶν Ἁγίων τοῦ Χριστοῦ Μυστηρίων. Τὸν κάλεσα καὶ εὐλόγησε τὸ σπίτι μου, γιατὶ ὡς τώρα σ᾿ αὐτὸ βασίλευε ἡ ἁμαρτία, ἡ μικρότητα, τὸ μεθύσι, ὁ ἐμπαιγμὸς καὶ ἡ μάχη.


Τώρα ἐγὼ ἡ ἁμαρτωλὴ Κλαυδία ποὺ εἶμαι 40 χρονῶν, μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Οὐρανίας Βασίλισσας, ζῶ χριστιανικά. Πηγαίνω τακτικὰ στὴν ἐκκλησία, στὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ Κύριος μὲ βοηθεῖ. Ἀπ᾿ ὅλες τὶς μεριὲς τοῦ κόσμου μὲ ἐπισκέπτονται ἄνθρωποι καὶ ἐγὼ διηγοῦμαι σὲ ὅλους ὅσα μοῦ συνέβησαν, εἶδα καὶ ἄκουσα. Μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, τοὺς δέχομαι ὅλους, διηγοῦμαι σὲ ὅλους τί ἤμουν πρίν, τί μου συνέβη τώρα καὶ γιὰ ποιὸ λόγο εἶμαι τώρα πιστή.


Ἂς εἶναι δοξασμένος ὁ Κύριος ὁ Θεός μας! Ὅλους τοὺς συμβουλεύω νὰ προσέχουν πῶς ζοῦν, γιατὶ πράγματι ὑπάρχει ἄλλος κόσμος καὶ ἄλλη ζωὴ καὶ ὅτι ὁ καθένας θὰ δώση λόγο γιὰ τὰ γήινα ἔργα του καὶ ὅτι ἀνάλογα μὲ αὐτὰ θὰ ἔχη πλήρως δίκαια ἀνταμοιβὴ ἢ τιμωρία καὶ μάλιστα αἰώνια.


Νὰ ζῆτε ὅλοι χριστιανικὰ καὶ κατὰ Θεόν. Ἀμήν.