Τετάρτη 13 Αυγούστου 2014

«Που σου θάνατε το κέντρον; Που σου θάνατε το νίκος; Ανέστη Χριστός και συ καταβέβλησαι».

Τριαντάφυλλος Απ. Σιούλης, Δρ. Φ., Σχολικός Σύμβουλος Θεολόγων
"Για εμάς τους Ορθοδόξους Σταυρός και Σταύρωση σημαίνει διακονία, θυσία αγαπητική σαν αυτή του Κυρίου μας"

Αφορμή χαράς πρέπει να είναι για τον πιστό ό,τι αποτελεί αιτία θλίψεως στον παρόντα κόσμο, αφού και δια του Σταυρού, κατ’ εξοχήν σύμβολο πάθους, ήλθε χαρά σ’ όλο τον κόσμο. Άλλωστε στην Ορθόδοξη Πατερική παράδοση δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πάντοτε μιλάμε για το «Χαροποιόν πένθος».
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος σε ομιλία του για την είσοδο στην αγία Τεσσαρακοστή μιλά για την «πνευματική χαρά» που πρέπει να νοιώθουμε οι χριστιανοί την περίοδο αυτή: «Ας μη γίνεται λοιπόν τις κατηφής. ας μη γίνεται τις σκυθρωπός. αλλ’ ας χορεύη, και ας χαίρεται και ας δοξάζη τον κηδεμόνα, και επιμελητήν των ψυχών μας, όπου μας άνοιξεν αυτήν την εξαίρετον στράταν, και ας δεχθή με πολλήν χαράν τον ερχομόν της». Ο Εφραίμ ο Σύρος συνδέοντας αυτή τη χαρά με την Ανάσταση, αποκαλεί τον Σταυρό «ζωοποιόν», «ανοικτήν του Παραδείσου», «νεκρών ανάστασιν», ενώ και ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης υπονοεί ότι την ίδια χαρά πρέπει να νοιώθει ο χριστιανός, αφού με την Ανάσταση διασκορπίζονται «οι εχθροί του δαίμονες. ο εχθρός του θάνατος. ο εχθρός του η αμαρτία. ο εχθρός του ο άδης» σύμφωνα με το αγιογραφικό «αναστήτω ο Θεός και διασκορπίσθήτωσαν οι εχθροί αυτού» (Ψαλμ. ριζ΄ 23).

Δεν πρέπει από τον ορθόδοξο χριστιανό να πάψει να υπάρχει η πίστη και η ελπίδα, ότι δια της χάριτος νικάται η αμαρτία, ότι όπως ο ληστής και η πόρνη, έτσι και αυτός θα κερδίσει τον Παράδεισο. Και αυτό γιατί πίστη των ορθοδόξων είναι ότι η ελπίδα και η χαρά πηγάζουν από το όλο μυστήριο της Θείας Οικονομίας για τη σωτηρία μας, από τη Σάρκωση και το Πάθος, κυρίως όμως και κατ’ εξοχήν από το γεγονός της Αναστάσεως του Χριστού.
Εφ’ όσον ο Χριστός ανέστη και βεβαίως η ελπίδα και το κίνητρο της χαράς είναι βέβαια μετά απ’ αυτό, η χαρά των χριστιανών δεν έχει να πάθει τίποτε από οποιαδήποτε πραγματικότητα του κόσμου τούτου. Είναι μια χαρά αέναος, αδιάλειπτος, αμετάπτωτος, μη αναιρούμενη. Και αυτό οφείλουμε να μην το ξεχνάμε ποτέ.
Από την άλλη, χωρίς Σταύρωση δεν υπάρχει Ανάσταση και χωρίς την Ανάσταση δεν θα υπήρχε Εκκλησία, επομένως «ει δε Χριστός ουκ εγήγερται, κενόν άρα το κήρυγμα ημών, κενή η πίστις υμών» (Α΄ Κορινθ. 15,14).
Για εμάς τους Ορθοδόξους Σταυρός και Σταύρωση σημαίνει διακονία, θυσία αγαπητική σαν αυτή του Κυρίου μας, αγώνας ενάντια σ’ όλες τις δαιμονικές εκείνες δυνάμεις του «άρχοντος του κόσμου τούτου» (Ιωαν 12,31), του οποίου τα έργα ο Κύριος ήλθε «ίνα λύση» (Α΄ Ιωαν. 3,8). Και ποια είναι τα έργα αυτά; Εγωισμός, υποκρισία και ψευτιά, φτώχεια και αρρώστια, καταπίεση, αδικία και ανισότητα καθώς και τόσα άλλα, ειδικά τις μέρες τούτες με τα κοσμοϊστορικά γεγονότα που βιώνουμε.
Ο Χριστός μας δείχνει το δρόμο για απαλλαγή απ’ όλα αυτά, για σωτηρία, για ανά-ταση και ανά-σταση, εσωτερική του καθενός από εμάς αλλά και κοινωνική, αφού για το κακό που υπάρχει στον κόσμο ευθύνη έχουμε όλοι μας. Και ο Παύλος, ο πρώτος μετά τον Ένα, συνεχίζει στην ίδια πορεία να μας δείχνει το δρόμο λέγοντας: «Μιμηταί μου γίγνεσθαι καθώς καγώ Χριστού» (Α΄ Κορινθ. 11, 1).
Για να γίνουν όλα αυτά βίωμα των χριστιανών όμως, θα πρέπει να κάνουμε μεγάλο αγώνα, για να νικήσουμε τον κακό εαυτό μας πρωτίστως (έργο πολύ δύσκολο ιδιαίτερα στην σημερινή εποχή, εποχή άκρατου ευδαιμονισμού και καταναλωτισμού), να μεταθέσουμε την ψυχή μας «από των παρόντων στων μελλόντων την μέριμνα» όπως ο Μέγας Βασίλειος προτείνει και τελικά «ούτως ουν τιμήσωμεν τας του Κυρίου εορτάς, μη κοσμικώς, αλλ’ υπερκοσμίως» κατά τον Εφραίμ τον Σύρο.
Η Εκκλησία μας προσφέρει τον τρόπο. Προσευχή και νηστεία, άσκηση πνευματική και σωματική. Φτάνει να ξυπνήσουμε από τον βαθύ λήθαργο που βρισκόμαστε και να αναφωνήσουμε μαζί με τον ψαλμωδό: «Ψυχή μου ψυχή μου, ανάστα, τι καθεύδεις;» και ακόμη «Δεύρο τάλαινα ψυχή, συν τη σαρκί σου τω πάντων Κτίστη εξομολογού. και απόσχου λοιπόν, της πριν αλογίας. και προσάγαγε Θεώ εν μετανοία δάκρυα» αφού όμως προηγουμένως «…ταπεινωθώμεν εναντίον του Θεού τελωνικώς δια νηστείας …». Να τα μέσα που μας προσφέρει η Εκκλησία. Προσευχή, νηστεία, εξομολόγηση, μετάνοια.
Σκληρός ο αγώνας και αδυσώπητος, χρειάζεται νήψη και εγρήγορση, να έχουμε τα πνευματικά μάτια ανοιχτά, αφού το κακό υπάρχει παντού, ακόμη και εκεί που δεν το περιμένουμε (όπως συμβαίνει πολλές φορές και στις πιο στενές και ιερές σχέσεις όπως αυτές των συζύγων και της οικογένειας όπου κυριαρχούν η υποκρισία και κεκαλυμμένος εγωισμός, ή ακόμη όπως συμβαίνει με αυτή την φρικτή αντιστροφή όρων, της ελευθερίας που στην ουσία υποδουλώνει, της αγάπης, δήθεν χριστιανικής, που στην ουσία πρόκειται για υποκριτική εκμετάλλευση κ.ά.).
Μοιάζει να έχει πλημμυρήσει το κακό τους πάντες και τα πάντα. Για εμάς του ορθοδόξους βέβαια, ήδη ο «άρχων του κόσμου τούτου κέκριται» (Ιωαν. 16,11) και «εκβληθήσεται έξω» (Ιωαν. 12,31), όμως ακόμη «ως λέων ωρυόμενος περιπατεί ζητών τινα καταπιείν» (Α΄ Πετρ. 5,8).
Υπάρχουν φορές που πολλοί χριστιανοί απογοητεύονται από το κακό και το μέγεθος αυτού, που κυριαρχεί στον κόσμο. Ακούγονται να λένε, ότι δεν υπάρχει λύση, δεν γίνεται τίποτα, δεν αλλάζουν τα πράγματα. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι η άποψη αυτή αποτελεί μια έμμεση μορφή απιστίας, αφού στην ουσία δεν ακούμε τον Χριστό που μας προειδοποιεί ότι «εν τω κόσμω θλίψιν έχετε, αλλά θαρσείτε, εγώ νενίκηκα τον κόσμον» (Ιωαν. 16,33) και ακόμη ότι «Εγώ ειμί η ανάστασις και η ζωή. Ο πιστεύων εις εμέ καν αποθάνη ζήσεται, και πας ο ζων και πιστεύων εις εμέ ου μη αποθάνη εις τον αιώνα» (Ιωαν. 11,26).
Λοιπόν, «ιδού ο Νυμφίος έρχεται» και «μακάριος ο δούλος, ον ευρήσει γρηγορούντα», δηλαδή όχι με αδιαφορία ή από συνήθεια, ούτε απαθώς, αλλά θεωρώντας «τα πάθη τα σεπτά» ως «φώτα σωστικά», που σημαίνει «μιμηταί Χριστού». Απέναντι λοιπόν στον Νυμφίο και στο «γάμο» που μας καλεί, θα πρέπει να βαδίζουμε με πίστη, αισιοδοξία και χαρά, όπως όλοι οι άγιοί μας όταν βάδιζαν προς το μαρτύριο και έδιναν μαρτυρία δια του πάθους. Άλλωστε ο ίδιος ο Κύριος με το «Χαίρετε» της Αναστάσεως στους μαθητές του αυτό μας συνιστά. Και ο Παύλος επίσης προς τους Φιλιππισίους «Χαίρετε εν Κυρίω πάντοτε» λέγει.
Απαντοχή μας και χαρά μας επομένως ο Χριστός, αλλά χαρά μας και ο πλησίον, η «εικόνα» του Χριστού. «Έως εστι καιρός, Χριστόν επισκεψώμεθα, Χριστόν θεραπεύσωμεν, Χριστόν θρέψωμεν, Χριστόν ενδύσωμεν, Χριστόν συναγάγωμεν, Χριστόν τιμήσωμεν» μας λέγει ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, για να συμπληρώσει ο Αββάς Απολλώ «είδες γαρ τον αδερφόν σου, είδες Κύριον τον Θεόν σου» και στη συνέχεια ο Όσιος Σεραφείμ του Σάρωφ όταν προσφωνούσε κάθε άνθρωπο που συναντούσε με τις λέξεις: «χαρά μου».
Αφού λοιπόν «έτι αμαρτωλών όντων ημών Χριστός υπέρ ημών απέθανεν» (Ρωμ. 5,8) και ταυτοχρόνως έγινε «η κεφαλή της εκκλησίας» και ο «πρωτότοκος εκ των νεκρών» (Κολ. 1,18), ο χριστιανός οφείλει να είναι χαρούμενος «επ’ ελπίδι ζωής αιωνίου» (Τιτ. 1,2) και πάντοτε «χαίρειν μετά χαιρόντων» και «κλαίειν μετά κλαιόντων» (Ρωμ. 12,15). Στην ουσία δηλαδή να γινόμαστε κοινωνοί της χαράς και των προβλημάτων των συνανθρώπων μας, σύμφωνα με το «αλλήλων τα βάρη βαστάζετε» (Γαλ. 6,2). Να υπομένουμε σε τελική ανάλυση και να σηκώνουμε τον δικό μας Σταυρό (να αγωνιζόμαστε δηλαδή όπως ο Χριστός που οδηγήθηκε στον Σταυρό) εναντίον της αδικίας, της κακίας, ενάντια στις δαιμονικές δυνάμεις του άρχοντος του κόσμου τούτου, με φιλάνθρωπα αισθήματα και θυσιαστική αγάπη για τους πλησίον μας, όποιοι και αν είναι αυτοί.
Μόνο έτσι είναι δυνατόν να αλλάξει η κοινωνία μας και ο κόσμος μας και να γίνει Βασιλεία του Θεού, αφού φυσικά προηγουμένως αλλάξουμε εμείς και αποβάλλουμε το «φρόνημα της σαρκός» και αποκτήσουμε το «φρόνημα του πνεύματος» (Ρωμ. 8,6).
Η λύπη και η χαρά ή η χαρά και η λύπη, η χαρμολύπη, ο Σταυρός και η Ανάσταση, στην Ορθόδοξη Πατερική παράδοσή μας, πάνε πάντα μαζί. Δεν ξεχωρίζουν. «Χθες συνεθαπτόμην σοι, Χριστέ, συνεγείρομαι σήμερον αναστάντι σοι. συνεσταυρούμην σοι χθές. αυτός με συνδόξασον, Σωτήρ, εν τη βασιλεία σου».
Είναι πολύ δύσκολο για τον ορθολογιστή και δυτικοθρεμένο άνθρωπο της σύγχρονης εποχής (και δυστυχώς στην κατηγορία αυτή ανήκουμε πολλοί και από εμάς του ορθοδόξους) να κατανοήσει το μήνυμα της Αναστάσεως, μήνυμα ελπίδας και αισιοδοξίας για το σήμερα και για το αύριο.
Εορτάζει Πάσχα ο σύγχρονος άνθρωπος (δηλαδή πέρασμα σε μια άλλη στάση και διά-σταση ζωής, από την αμαρτωλότητα, τη φθαρτότητα και τη θνητότητα, στη ζωή της χάριτος, της ελπίδας, της σωτηρίας και της αιωνίου ζωής) ρηχό, επιφανειακό, με στοιχεία μεν από την παράδοσή μας, που όμως δεν μιλούν στα κατάβαθα της ψυχής του, δεν προκαλούν την «καλήν αλλοίωσιν».
Πώς να χωνέψει και να κατανοήσει ο ορθολογιστής άνθρωπος της εποχής μας, τη νίκη κατά του θανάτου που βιώνουν (ή μήπως βίωναν;) παραδοσιακά οι ορθόδοξοι χριστιανοί, εκφράζοντάς την για παράδειγμα ανήμερα του Πάσχα με τον πηγαιμό στα μνήματα των προσφιλών τους προσώπων (και όχι μόνο) με νταούλια και βιολιά να γιορτάσουν την Ανάσταση ή με το σπάσιμο των κόκκινων αυγών πάνω στα μνήματα και την επινίκιο φράση «Χριστός Ανέστη»; Στην ουσία δηλαδή με γεγονότα σαν και αυτά δια-δηλώνουν οι ορθόδοξοι την ακράδαντη πίστη τους στη νίκη του Αναστάντος Χριστού πάνω στην αμαρτία, τη φθορά και το θάνατο, αφού είναι σαν να αναρωτιόνται εκείνη τη στιγμή: «Που σου θάνατε το κέντρον; Που σου θάνατε το νίκος; Ανέστη Χριστός και συ καταβέβλησαι».

Σάββατο 12 Ιουλίου 2014

Έξι Άγιοι Μητροπολίτες Μόσχας με άφθαρτο λείψανο

Έξι Άγιοι Μητροπολίτες Μόσχας με άφθαρτο λείψανο


Московские святители

1)ΑΓΙΟΣ ΙΩΝΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΜΟΣΧΑΣ
Ὁ Ἅγιος Ἰωνᾶς γεννήθηκε στὸ χωριὸ Σολιγκαλὶτς τῆς ἐπαρχίας Κοστρόμα τῆς Ρωσίας. Ὁ πατέρας του Θεόδωρος Ὀπουάσεβ φρόντισε γιὰ τὴν Χριστιανικὴ ἀνατροφὴ καὶ διαπαιδαγώγηση τοῦ υἱοῦ του καὶ τὸν ἔστειλε στὴ μονὴ τοῦ Γκαλίτς. Ἐκεῖ ἦταν ὑπὸ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τῶν στάρετς Βαρθολομαίου, Ἰωάννου καὶ Ἰγνατίου τοῦ εἰκονογράφου.
Τὸ ἔτος 1433 ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Μούρωμα καὶ Ριαζὰν καὶ ἄρχισε νὰ ἐργάζεται γιὰ τὴν πνευματικὴ οἰκοδόμηση τοῦ ποιμνίου του. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Μητροπολίτου Ρωσίας Γερασίμου (1433 – 1435), ὁ Ἅγιος Ἰωνᾶς προεβλήθηκε ὑπὸ τοῦ ἡγεμόνος τῆς Ρωσίας Βασιλείου Βασίλιεβιτς ὡς διάδοχός του. Ἐξελέγη Μητροπολίτης Ρωσίας ὑπὸ τοπικῆς Συνόδου, ποὺ συγκλήθηκε ἐσπευσμένα, δὲν μετέβη ὅμως στὴν Κωνσταντινούπολη, γιὰ νὰ λάβει τὴν Πατριαρχικὴ εὐλογία κατὰ τὸ κανονικὸ ἔθος. Μετὰ τὸ πέρας τῆς διαμάχης τῶν ἡγεμόνων Βασιλείου καὶ Γεωργίου Δημητρίεβιτς, κατὰ τὶς ἀρχὲς τοῦ 1436, ὁ Ἅγιος μετέβη στὴν Κωνσταντινούπολη, ἀλλὰ ἡ προγενέστερη καθυστέρηση ὑπῆρξε ἡ ἀφορμὴ γιὰ τὴν ἀποστολὴ τοῦ Πελοποννήσιου Ἰσιδώρου, ὡς Μητροπολίτου Ρωσίας.
Ὁ Ἰσίδωρος μετέβη στὴ Ρωσία μετὰ τοῦ Ἁγίου Ἰωνᾶ. Ὁ Ρῶσος ἡγεμόνας εἶχε κάθε λόγο νὰ εἶναι δυσαρεστημένος μὲ τὶς ἐνέργειες τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ λίγο ἐκτίμησε τὸν Μητροπολίτη Ἰσίδωρο γιὰ τὴν εὐφυΐα καὶ τὴν πολυμάθειά του. Οἱ λόγοι τῆς ἐνέργειας αὐτῆς τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως πρέπει νὰ ἦταν σχετικοὶ εἴτε πρὸς τὴν γενικότερη προσπάθεια γιὰ τὴν διατήρηση τῆς πειθαρχίας τῶν ὑπαγομένων σὲ αὐτὸ Μητροπόλεων, εἴτε γιατί ἀποσκοποῦσαν στὴν τοποθέτηση Ἕλληνα Ἱεράρχη σὲ τέτοια ἐπίκαιρη θέση, ὅπως ἦταν ἡ Μητρόπολη Ρωσίας.
Λίγο μετὰ τὴν ἄφιξή του στὴν Μόσχα, ὁ Μητροπολίτης Ἰσίδωρος ἔπεισε τὸν Ρῶσο ἡγεμόνα γιὰ τὴν συμμετοχὴ τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας στὴν Σύνοδο τῆς Φερράρας. Ὁ ἡγεμόνας πείσθηκε μὲ τὸ ἐπιχείρημα τοῦ Ἰσιδώρου ὅτι καὶ ἡ ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν θὰ ἐπιτυγχανόταν καὶ ἡ αὐτοκρατορία θὰ διασωζόταν, διατηρούμενης τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὁ Ρῶσος ἡγεμόνας δέχθηκε, χορήγησε δὲ ἀξιόλογο χρηματικὸ ποσὸ καὶ πολυπρόσωπη ἀκολουθία.
Ὁ Ἰσίδωρος ἀναχώρησε ἀπὸ τὴν Μόσχα στὶς 8 Σεπτεμβρίου 1437 καὶ ἔφθασε στὴ Φερράρα στὶς 18 Αὐγούστου 1438. Ἡ Σύνοδος, ἂν καὶ οἱ Βυζαντινοὶ εἶχαν φθάσει ἀπὸ τὸν μῆνα Μάρτιο, δὲν εἶχε ἀρχίσει ἀκόμη τὶς ἐργασίες της. Ἡ συμμετοχὴ τοῦ Ἰσιδώρου στὶς συζητήσεις δὲν ἦταν μεγάλη, ἂν καὶ ὁ ρόλος αὐτοῦ στὴν καθόλου ἐξέλιξη τῆς ὑποθέσεως ὑπῆρξε σημαντικός. Γενικῶς ἀκολουθοῦσε τὶς ἀπόψεις τοῦ Βησσαρίωνος Νικαίας.
Μετὰ ἀπὸ πολλὲς ζυμώσεις καὶ ὑπὸ ἀπειλὴ πάντοτε τοῦ τουρκικοῦ κινδύνου, ὁ ὅρος τῆς ἑνώσεως ἔγινε δεκτὸς στὶς 5 Ἰουλίου 1439, ὁ δὲ Ἰσίδωρος ἦταν ἀπὸ τοὺς πρώτους, οἱ ὁποῖοι δέχθηκαν τὴν ἕνωση. Τὰ πράγματα ὅμως δὲν ἐξελίχθηκαν ὅπως ἀνέμενε ὁ Ἰσίδωρος. Ἡ κατάληξη ἦταν ἡ καταδίκη τοῦ Ἰσιδώρου ἀπὸ Σύνοδο καὶ ὁ ἐγκλεισμός του στὴ μονὴ Τσουντώφ. Στὶς 15 Σεπτεμβρίου ὁ Ἰσίδωρος διέφυγε καὶ ἔφθασε στὸ Νόβγκοροντ. Ἀπὸ ἐκεῖ κατέφυγε στὸν ἡγεμόνα τῆς Λιθουανίας Καζιμίρ, μετὰ δὲ ἀπὸ λίγο στὴν Ρώμη.
Ὁ Ἅγιος Ἰωνᾶς ἀπεστάλη πάλι στὴν Κωνσταντινούπολη, ἀλλὰ ὅταν ὁ ἡγεμόνας ἔμαθε ὅτι καὶ ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως εἶχε δεχθεῖ τὴν ἕνωση, διέταξε τὴν ἀποστολὴ νὰ ἐπιστρέψει. Ὁ Ἅγιος Ἰωνᾶς καταστάθηκε Μητροπολίτης ὑπὸ Συνόδου τὸ ἔτος 1448 καὶ ἀπέστειλε στὸν Πατριάρχη ἐπιστολή, γιὰ νὰ λάβει τὴν εὐλογία του.
Το λείψανο του Αγ.Ιωνά μητροπολίτου Μόσχας
Ὁ Ἅγιος Ἰωνᾶς ἀναδείχθηκε πρότυπο ποιμένα. Ἦταν πνευματικὸς πατέρας, θαυματουργὸς καὶ προορατικός. Ὅταν οἱ Ἀγαρηνοὶ περικύκλωσαν τὴν Μόσχα, ὁ Ἅγιος τοὺς ἀπώθησε μὲ τὴν προσευχή του.Στὰ τελευταῖα χρόνια τοῦ βίου του εὐχόταν νὰ βασανισθεῖ ἀπὸ κάποια ἀσθένεια, γιὰ νὰ λιώσει σὰν τὸ χρυσὸ στὸ χωνευτήρι. Ὁ Θεὸς ἄκουσε τὴν προσευχή του καὶ ἐπέτρεψε τὴ δοκιμασία. Τὰ πόδια τοῦ Ἁγίου γέμισαν πληγές. Ἔτσι, δοξολογώντας τὸ Ὄνομα τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ, κοιμήθηκε τὸ ἔτος 1461.Το άφθαρτο λείψανό του βρίσκεται στη Μόσχα.
******
2)ΑΓΙΟΣ ΕΡΜΟΓΕΝΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΜΟΣΧΑΣ
Ό άγιος Ερμογένης γεννήθηκε το 1530 σε οικογένεια ταπεινής καταγωγές και ανατράφηκε σε ένα μικρό μοναστήρι αφιερωμένο στην Μεταμόρφωση του Σωτήρος που είχε προσφάτως ιδρυθεί στο Καζάν από τον άγιο Βαρσανούφιο του Τβέρ [12 Μάρτ.]. "Εγινε ιερέας της ενορίας του αγίου Νικολάου και υπήρξε μάρτυς της θαυματουργικής εμφάνισης της εικόνος της Θεοτόκου, την οποία μπόρεσε μάλιστα να κρατήσει στα χέρια του. Λίγα χρόνια αργότερα,μετά τον θάνατο της συζύγου του,έγινε μοναχός και εν συνεχεία ηγούμενος της Μονής της Μεταμορφώσεως την οποία κατέστησε ονομαστή.Το 1589 χειροτονήθηκε μητροπολίτης του Καζάν συνεχίζοντας το έργο του έκχριστιανισμου των Τατάρων που είχε αναλάβει ό προκάτοχος του άγιος Γουρίας. Αγωνίσθηκε με μεγάλες δυσκολίες δίά του κηρύγματος και των συγγραμμάτων του, για να ξερριζώσει τα ειδωλολατρικά έθιμα του λάου και να εμποδίσει τους νεοφώτιστους να δελεασθοΰν από υλικά συμφέροντα και να προσχωρήσουν ατό Ισλάμ, τον ρωμαιοκαθολικισμό ή τον προτεσταντισμό. Επέδειξε εξάλλου μεγάλο ζήλο για να τιμήσει την μνήμη των μαρτύρων και αγίων επισκόπων που είχαν αγιάσει πριν από αυτόν την γη του Καζάν με το αίμα και τα ευαγγελικά τους έργα. "Ήταν προικισμένος με μεγάλα λογοτεχνικά χαρίσματα και εθεωρείτο από τους πλέον μορφωμένους ανθρώπους του καιρού του.Έγραψε βίους αγίων, θεολογικές πραγματείες για την υπεράσπιση της Όρθοδοξίας και φώτισε τον λαό στην οδό της Σωτηρίας κατά την εποχή των Ταραχών (1605-1613), με μια απέραντη και πλούσια αλληλογραφία.
Ό θάνατος του Μπόρις Γκοντουνώφ (1598-1605) είχε αφήσει την Ρωσία σε βαθειά κρίση διαδοχής, ή οποία άφησε το πεδίο ελεύθερο σε ραδιούργους καϊ τυχοδιώκτες. Το 1605, ο Γρηγόριος Ότρέπιεφ, ό οποίος άφηνε τον κόσμο να πιστεύει ότι ήταν ό Δημήτριος,τελευταίος γιος του 'Ιβάν του Τρομερού πού είχε πεθάνει κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες, σφετερίσθηκε τον τίτλο του τσάρου καϊ αποφάσισε να παντρευτεί μία ρωμαιοκαθολική πολωνή πριγκίπισσα.Ό άγιος Ερμογένης κλήθηκε με άλλους επισκόπους στην Μόσχα και ήταν ο μόνος που αντιτάχθηκε σε τούτο το σχέδιο, στο όνομα της ορθοδόξου Πίστεως. Για τον λόγο αυτό καθαιρέθηκε και φυλακίσθηκε μέχρι τον θάνατο του σφετεριστή, τον επόμενο χρόνο (1606). Με την άνοδο στον θρόνο του βογιάρου Βασιλείου Σούισκυ (1606-1610) και μετά την καθαίρεση του ψευδοπατριάρχη Ιγνατίου, ο άγιος Ερμογένης έλαβε το πατριαρχικό αξίωμα. Το πρώτο πράγμα πού έκανε ήταν να ανοικοδομήσει το τυπογραφείο της Μόσχας που είχε καεί και να αρχίσει την έκδοση λειτουργικών βιβλίων, τα οποία φρόντιζε να διορθώνονται με βάση το ελληνικό πρωτότυπο και την εκτύπωση των οποίων επέβλεπε ο ίδιος. Παρά την προχωρημένη ηλικία του (70 ετών) επέδειξε τότε φλογερό ζήλο για την στήριξη της Όρθοδοξίας και μεγάλη ενεργητικότητα για την υποστήριξη των δικαιωμάτων του νόμιμου ηγεμόνα.Η ανάληψη ενός τέτοιου αξιώματος σε εκείνους τους καιρούς των συνεχών πολιτικών αλλαγών,της κοινωνικής σύγχυσης, των συχνών επιδρομών Πολωνών και Λιθουανών και της ιησουίτικης προπαγάνδας, δεν σήμαινε την επιλογή των τιμών, άλλα του σταυρού καϊ του μαρτυρίου. Από τους πρώτους μήνες της πατριαρχίας του, ό άγιος Ερμογένης χρειάστηκε να υποστηρίξει με όλο το κύρος του τον τσάρο Βασίλειο εναντίον των στρατευμάτων του Μπολότνικωφ που πολιορκούσαν την Μόσχα. Ό πατριάρχης συγκέντρωσε τον λαό, όρισε τριήμερη νηστεία και χάρις στις εγκυκλίους πού απεστάλησαν σε διάφορες πόλεις, αποσπάσματα πιστών πατριωτών ήλθαν και έδιωξαν τους στασιαστές.

Δεν πρόφθασε να εορταστεί ή επίσημη συμφιλίωση του λάου με τον νόμιμο τσάρο και ένας άλλος σφετεριστής,πού κι αυτός ονομαζόταν Δημήτριος,με την υποστήριξη των Πολωνών, οι οποίοι ήλπιζαν ότι θά οδηγήσει την Ρωσία στο ρωμαιοκαθολικισμό, πολιόρκησε την Μόσχα, υποσχόμενος μεγάλα προνόμια σε όσους θα συντάσσονταν μαζί του. Παρά τις παραινέσεις του άγιου πατριάρχη, οι στασιαστές πέτυχαν την παραίτηση του τσάρου (Ιούλιος 1610). Εκμεταλλευόμενος την κατάσταση αυτή και με την ισχυρή υποστήριξη ορισμένων ευγενών, ο βασιλέας της Πολωνίας Σιγισμούνδος πρότεινε τότε στους μοσχοβίτες να επιλέξουν τον γιο του Βλαδισλάβο ως τσάρο με την υπόσχεση ότι θά μεταστρεφόταν κατόπιν από τον καθολικισμό στην Όρθοδοξία. Ό άγιος Ερμογένης, όμως, διαβλέποντας ότι επρόκειτο για απατηλή υπόσχεση, απαίτησε να μεταστραφεί ο πρίγκιπας εκ των προτέρων με το Βάπτισμα πριν την ανάρρηση του στον θρόνο της Ρωσίας, παρά τις απειλές εναντίον της ζωής του εκ μέρους των Πολωνών απεσταλμένων. "Εστειλε πάλι μια επείγουσα έκκληση σε όλες τις ρωσικές πόλεις για να έλθουν να υπερασπισθούν την πρωτεύουσα που είχε ήδη καταληφθεί από τους στασιαστές και τους Πολωνούς. Ή Κυριακή των Βαΐων του 1611 εορτάστηκε όπως συνήθως με την καθιερωμένη πομπή και ό πατριάρχης επιβαίνοντας σε ένα γαϊδουράκι πέρασε μπροστά από τα στρατεύματα και κανόνια των έχθρων. Κατά την Μεγάλη Εβδομάδα οί εχθροί πυρπόλησαν σχεδόν ολόκληρη την πόλη, συνέλαβαν τον πατριάρχη και τον έρριξαν σε φυλακή στην Μονή Τσουντώφ, τοποθετώντας πάλι στην θέση του τον καιροσκόπο Ιγνάτιο.
Το λείψανο του Αγ.Ερμογένη στο Κρεμλίνο το 1913
Καθώς μια μεγάλη ρωσική στρατιά ετοιμαζόταν να πολιορκήσει την Μόσχα, έσυραν από την φυλακή τον Ερμογένη και του έδωσαν εντολή να την διώξει. Εκείνος παρέμεινε, ωστόσο, ανένδοτος. Παρά ταύτα ή προσπάθεια να ελευθερωθεί ή πόλη απέτυχε εξαιτίας των διαιρέσων των Ρώσων και όταν έγινε δυνατό να συγκεντρωθεί νέος στρατός στο Νίζνι Νόβγκοροντ, ό άγιος Ερμογένης βρήκε τον τρόπο να στείλει ένα μήνυμα προτρέποντας τους Ρώσους να παραμείνουν ενωμένοι εν όψει του κοινού σκοπού. Στήν επιστολή αύτη που στάλθηκε κρυφά στον στρατό και στον λαό, έγραφε: «*Αν υποφέρετε για την πίστη, ο Θεός θα σας συγχωρήσει και θα έχετε άφεση αμαρτιών στον κόσμο τούτο και στον άλλο». "Οσο πλησίαζαν τα στρατεύματα στην πόλη τόσο σκληρότερη γινόταν ή φυλάκιση του. Τέλος απέθανε από πείνα και δίψα στό φρικτό κελλι που τον είχαν κλείσει,στις 17 Φεβρουαρίου 1612, λίγες ημέρες πριν την απελευθέρωση της Μόσχας.
Στά χρόνια του πατριάρχου Νίκωνος (1633), τα τίμια λείψανα του πού είχαν μείνει άφθορα άποτέθηκαν στον καθεδρικό ναό της Κοιμήσεως. Ήσαν αντικείμενο μεγάλης λαϊκής τιμής, πολΰ πριν την επίσημη άγιο-κατάταξή του το 1913, και πλήθος θαυμάτων ήλθαν να επιβεβαιώσουν την εύνοια που απολάμβανε παρά τω Θεώ και την δύναμη της μεσιτείας του υπέρ του ρώσικου λάου.
Νέος Ορθόδοξος Συναξαριστής
*****
3)ΑΓΙΟΣ ΠΕΤΡΟΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΜΟΣΧΑΣ

Γεννήθηκε στη Βαλλύνια κατά το δεύτερο ήμιση του 13ου αιώνα από τους ευσεβείς γονείς Θεόδωρο και Ευπραξία.Όταν ήταν μικρός δεν μπορούσε να μιλήσει αλλά κατά θαυματουργική παρέμβαση έγινε καλά.Στα 12 του χρόνια μπήκε στο μοναστήρι και έμαθε και την τέχνη της αγιογραφίας.Με την ευλογία του ηγουμένου του έζησε απομονωμένος στις όχθες του ποταμού Ράτα.Εκεί σιγά-σιγά διαμορφώθηκε μια μοναστική αδελφότητα και χτίστηκε μια μονή προς τιμήν του Σωτήρος Χριστού.Η φήμη του είχε εξαπλωθεί παντού.
Ανεδείχθηκε Μητροπολίτης Ρωσίας υποστηριζόμενος από τόν ηγεμόνα τῆς Γαλικίας Γεώργιο Λβόβιχ καί χειροτονήθηκε στήν Κωνσταντινούπολη ἀπό τόν Πατριάρχη Αθανάσιο Α’. Η Πρωθιεραρχεία του σημαδεύθηκε ἀπό τήν μεταφορά της Μητροπολιτικής έδρας ἀπό τό Κίεβο στή Μόσχα, χωρίς καί πάλι νά αλλάξει ὁ τίτλος του Μητροπολίτη Ρωσίας, γεγονός πού ἐνίσχυσε τήν θέση της Ἡγεμονίας απέναντι στίς άλλες.Κατά τήν εμφύλια διαμάχη μεταξύ των ηγεμόνων Μιχαήλ Γιαροσλάβιτς του Τβέρ καί Γεωργίου Ντανίλοβιτς της Μόσχας, υποστήριξε ανοικτά τόν δεύτερο, διότι διέβλεπε τήν ἀνάγκη ἑνώσεως τῶν μικρών Ρωσικών Ἡγεμονιών κάτω ἀπό μία πολιτική έδρα καί ἕναν ηγεμόνα. Τελικά ὁ τίτλος τοῦ Μεγ. Ηγεμόνα κατακτήθηκε ἀπό τόν Ηγεμόνα της Μόσχας Ιωάννη Α’ Ντανίλοβιτς Καλιτά (1326), από τόν ὁποῖο ὁ Μητροπ. Πέτρος ζήτησε τήν ανέγερση του Καθεδρικού Ναού Κοιμ.Θεοτόκου Κρεμλίνου (Ουσπένσκυ Σομπόρ), στον οποίο καί ενταφιάσθηκε.
Ιδιαίτερα σημαντικά είναι τα γραπτά που έχουν διασωθεί απ'αυτόν και στα οποία εκφράζει την ανυσηχια και την φροντίδα του για τον πιστό λαό.Την εποχή εκείνη η Ρωσία υπέφερε από τους Τατάρους.

Το λείψανο του Αγ.Πέτρου μητροπολίτου Μόσχας
Το 1313 επισκέφθηκε τον Τατάρο Χαν Ουζμπέκ στο στρατόπεδο της Χρυσής Ορδής και πέτυχε την έκδοση ενός διατάγματος ευνοικού για την εκκλησία
Εκοιμήθη στις 21 Δεκεμβρίου 1326.
Το άφθαρτο λείψανό του βρίσκεται στο Κρεμλίνο στον Καθεδρικό Ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου 
*****
4)ΑΓΙΟΣ ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΜΟΣΧΑΣ
Ο Άγιος Φίλιππος, Μητροπολίτης Μόσχας, κατά κόσμο Θεόδωρος, καταγόταν από τη ευγενή οικογένεια των Kolichevi,και κατέιχε εξέχουσα θέση στη Δούμα Boyar στο δικαστήριο των ηγεμόνων της Μόσχας. Γεννήθηκε το έτος 1507. Ο πατέρας του, Stephen Ivanovich, "ήταν ένας άνθρωπος φωτισμένος και γεμάτος με στρατιωτικό πνεύμα" και έτοιμασε προσεκτικά τον γιο του για να λάβει θέση σε κάποια κυβερνητική υπηρεσία. Η ευσεβής μητέρα του Βαρβάρα, η οποία εκοιμήθη ως μοναχή με το όνομα Βαρσανουφία, εμφυτεύσε στην ψυχή του γιου της, μια ειλικρινής πίστη και βαθιά ευσέβεια. Ο νεαρος Θεόδωρος Kolichev εφαρμόζε με επιμέλεια την Αγία Γραφή και τις γραφές των Αγίων Πατέρων.
Ο Μεγάλος Πρίγκηπας της Μόσχας Βασίλειος ο ΙΙΙ, ο πατέρας του Ιβάν το Τρομερού, τον προώθησε στο δικαστκό κλάδο, αλλά τον νεαρό Θεόδωρο, δεν τον προσέλκυε αυτή η προοπτική. Έχοντας επίγνωση της ματαιοδοξίας και των αμαρτίων του, ο Θεόδωρος ελκύονταν από την ανάγνωση βιβλίων και από τις επισκεψεις στις εκκλησίες.
Картинка 4 из 4965
 Η ζωή στη Μόσχα απωθούσε τον νέαρο ασκητή. 
Την Κυριακή, 5 Ιουνίου 1537, κατά τη Θεία Λειτουργία, ο Θεόδωρος αισθάνθηκε στην ψυχή του έντονα τα λόγια του Σωτήρα: "Κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να υπηρετήσει δύο κυρίους" (Mατθ. 6, 24), τα οποία καθορίσαν τελικά τη ζωή του. Διακαώς προσεύχεται στους θαυματουργούς αγίους της Μόσχας και χωρίς να χαιρετήσει τους συγγενείς του, έφυγε κρυφά από τη Μόσχα και για λίγο καιρό κρύφτηκε, μακριά από τον κόσμο, στο χωριό Khizna, κοντά στην Λίμνη Onega, κερδίζοντας τα προς το ζειν ως βοσκός. Μετά έφυγε για το φημισμένο μοναστήρι Solovki στη Λευκή Θάλασσα.
Εκεί μετά από ενάμιση χρόνο δοκιμών, ο ηγούμενος Αλέξιος του έκανε τη μοναχική κουρά, δίνοντάς του το όνομα Φίλιππος και έκανε υπακοή στον Γέροντα Jonah Shamina, έναν συνομιλητή του Αγίου Αλεξάνδρου του Svir (+ 30 Αύγουστου).
Υπό την καθοδήγηση των έμπειρων γερόντων ο Φιλίππος συνδύασε την αδιάλειπτη προσευχή με την εργασία με ένα βαρύ σφυρί. Το 1546 στο Νόβγκοροντ, ο αρχιεπίσκοπος Θεοδόσιος έκανε τον Φίλιππο ηγούμενο της μονής Solovki. Το μοναστήρι γνώρισε πνευματική αναγέννηση.Ο Άγιος Φίλιππος έχτισε δύο ναούς: μια εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, το έτος 1557, και μία εκκλησία της Μεταμορφώσεως του Κυρίου. Ο ηγούμενος εργάστηκε και ο ίδιος ως απλός εργάτης, βοηθώντας τους να βελτιώσουν τα τείχη της εκκλησίας της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος. Η. πνευματική ζωή σε αυτά τα χρόνια άνθισε στο μοναστήρι, αγωνιζόμενος ο Άγιος με τους εν Χριστώ αδέλφούς του και υποτακτικούς του –Αγίους Ιωάννη και Λογγίνο της Γιαρένγκα (+ 3 Ιουλίου)και Βασσιανό και Ιωνά του Πέρτομινσκ (+ 12 Ιουλίου).Ο Αγ. Φίλιππος συχνά αποσύρονταν σε ένα ερημικό σημείο στην άγρια φύση για προσευχή, σε ένα μέρος που έμεινε γνωστό αργότερα ως την έρημο Philippov. 
Αλλά ο Κύριος προετοίμαζε τον Άγιο για κάτι άλλο. Στη Μόσχα,ο τσάρος Ιβάν ο Τρομερός θυμήθηκε τον ερημίτη του Solovki, τον οποίο γνώριζε από την παιδική του ηλικία. Ο Τσάρος ελπίζει να βρει στον Αγίο Φίλιππο έναν πνευματικό σύμβουλο. Η επιλογή του Αγίου Φιλίππου ως αρχιποιμένα της Ρωσικής Εκκλησίας του φαινόταν ως η καλύτερη δυνατή. Για μεγάλο χρονικό διάστημα ο Άγιος αρνήθηκε να αναλάβει το μεγάλο αυτό βάρος. Δεν είχε νόημα καμία πνευματική συγγένεια με τον Ιβάν. Προσπάθησε να πείσει τον Τσάρο για την κατάργηση της Oprichniki [μυστική αστυνομία]. Ο Ιβάν ο Τρομερός επιχείρησε να υποστηρίξει την πολιτική αναγκαιότητα της. Τέλος, ο φοβερός Τσάρος και το ιερό Μητροπολιτικό Συμβούλιο ήρθαν σε συμφωνία: ο Φιλίππος να μην παρεμβαίνει στις υποθέσεις της Oprichniki και τη λειτουργία της κυβέρνησης. 
Στις 25 Ιουλίου 1566 έγινε η ενθρόνιση του ιεράρχη στη Μόσχα. Ο Ιβαν ο Τρομερός ήθελε την Oprichnina σαν μια μορφή μοναστικής αδελφότητας, και να υπηρετούν τον Θεό με όπλα και στρατιωτικά έργα. Οι Oprichniki έπρεπε να ντύνονται με μοναχικό ένδυμα και να παρακολουθουν τις μακριές και κουραστικές ακολουθίες στην εκκλησία, που διαρκούσαν από τις 4 εως στης 10 η ώρα το πρωί. Ο Αγίου Φιλίππος, θεώρησε ότι είναι αδύνατο να αναμειγνύετε το γήινο με το ουράνιο και ο Σταυρός να εξυπηρετεί το ξίφος. Ο Άγιος Φίλιππος είδε πόσο αμετανόητοι ήταν και τη κακία και τον φθόνο που κρύβονταν κάτω από τις μαύρες κεφαλές των Oprichniki. Υπήρχαν δολοφόνοι μεταξύ τους και αιματοχυσίες. Ο Ιβάν ο Τρομερός ήθελε να  "λευκάνει" την μαύρη αδελφότητά του ενώπιον του Θεού.
Ο Αγ.Φίλιππος αποφάσισε να εναντιωθεί στον Ιβάν εξαιτίας και ένός νέου κύματος εκτελέσεων κατά τα έτη 1567-1568. Η οριστική ρήξη επήλθε την άνοιξη του 1568, όταν ο Τσάρος με τους Oprichniki του εισήλθαν στον καθεδρικό ναό της Κοιμήσεως με μοναχικά ενδύματα, όπως ήταν τα έθιμά τους και ο Άγιος Φίλιππος αρνήθηκε να ευλογήσει τον τσάρο και άρχισε να καταγγέλει ανοιχτά τις άνομες πράξεις που διαπράτταν οι Oprichniki. Ο Τσάρος άρχισε να δείχνει όλο και μεγαλύτερη σκληρότητα σε όσους ήταν αντίθετοι.Οι εκτελέσεις ακολουθούσαν η μία μετά την άλλη. Η τύχη του Ομολογητή Αγίου Φιλίππου ήταν σφραγισμένη. Αλλά ο Ιβάν ήθελε να κρατήσει τα προσχήματα. Συστάθηκε ένα μητροπολιτικό δικαστήριο για να αποδώσει διάφορες κατηγορίες στο Μητροπολιτη Φιλίππο. Θα κατηγορηθεί ακόμη και για μαγεία με πρωτοστάτη των ηγούμενο του Solovki και μερικούς καλόγερους. Ακόμη, μετά από την ποινή φυλάκισης που του είχε επιβληθεί υποχρέωσαν τον Αγίο Φιλίππο να λειτουργήσει στον καθεδρικό ναό της Κοιμήσεως. Αυτό έγινε στις 8 Νοεμβρίου 1568.
 Κατά τη διάρκεια της Θ.Λειτουργείας μπήκαν μέσα στο ναό οι Oprichniki (μυστική αστυνομία). Τον ξέντυσαν από τα άμφια και τον έντυσαν με κουρέλια, τον έσυραν έξω από την εκκλησία και τον οδήγησαν μακριά, στο μοναστήρι των Θεοφανείων. Τον φυλάκισαν στο κελάρι του μοναστηριού . Τοποθέτησαν στα πόδια του και στα χέρια του αλυσίδες καιι μια βαριά αλυσίδα γύρω από το λαιμό του και τον άφησαν νηστικό. Έβαλαν δίπλα του και μια νηστική αρκούδα. Μετά από λίγες μέρες τον βρήκαν προσευχόμενο ενώ η αρκούδα καθόνταν δίπλα του ήσυχη. Αντι ο τσάρος να μαλακώσει, θύμωσε πιο πολύ και διέταξε να σκοτώσουν όλους τους συγγενείς του (το γένος Κολάτσεφ) μεταξύ των οποίων και το αγαπημένο του ανηψάκι, του οποίου το κομμένο κεφάλι έφεραν στον Άγιο Φίλιππο.
Τέλος, τον οδήγησαν μακριά στο μοναστήρι Τβερ Otroch. Στις 23 Δεκέμβριου 1569, ο Άγιος θανατώθηκε από τον Maliuta Skuratov τον πιο τρομερό από τους φρουρούς του τσάρου. 
Το 1591 όταν τσάρος ήταν ο Θεώδωρος Ιβάνοβιτς τα λείψανά του μεταφέρθηκαν στο Solovki. Τα μηναία του 1636 γράφουν για το πόσο πολύ τιμώνταν ο Άγιος. Το 1646 ο τσάρος Αλεξέι Μιχαήλοβιτς αποφάσισε τη μεταφορά του αφθάρτου λειψάνου στον καθεδρικό ναό της κοιμήσεως στη Μόσχα, όπου με απόφασή του έβαλαν στο χέρι του Αγίου ένα γράμμα, με το οποίο ζητούσαν να συγχωρήσει τον Ιβάν για όσα του έκανε. 
Αρχικά, η μνήμη του Αγίου Φιλίππου εορτάστηκε από τη Ρωσική Εκκλησία στις 23 Δεκεμβρίου. Το 1660 η γιορτή μεταφέρθηκε στις 9 Ιανουαρίου,ενώ η ανακομιδή του λειψάνου του στη Μόσχα εορτάζεται στις 31 Ιουλίου.

******
5)ΑΓΙΟΣ ΑΛΕΞΙΟΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΜΟΣΧΑΣ
Ό μέγας αυτός ιεράρχης της ρωσικής Εκκλησίας, ο όποιος κα­τόρθωσε να διαφυλάξει την Εκκλησία και το ποίμνιο του στους δύσκο­λους καιρούς της μογγολικής κατοχής, γεννήθηκε στις αρχές του 14ου αιώνα από οικογένεια αξιωματούχων της αυλής του μεγάλου ηγεμόνος της Μόσχας Δανιήλ Αλεξάνδροβιτς. Έλαβε λαμπρή μόρφωση και έφθασε σε τόσο υψηλό επίπεδο γνώσης της ελληνικής γλώσσας, ώστε ή μετάφραση του Ευαγγελίου πού εκπόνησε χρησιμοποιήθηκε ως βάση της σλαβικής έντυπης έκδοσης.
Ευλαβής, συνεσταλμένος, με κλίση στην μελέτη της Γραφής και στην προσευχή παρά στις κοσμικές εκδηλώσεις, έγινε μοναχός σε ηλικία είκοσι ετών, στην Μονή των Θεοφανείων της Μόσχας, όπου έζησε ησυχαστικά επί είκοσι χρόνια, υπό την καθοδήγηση του Στεφάνου, αδελφού του αγίου Σέρβου του Ραντονέζ, μέσω του οποίου συνδέθηκε φιλικά με τον μεγάλο γέροντα. Ή παιδεία και ά αρετές του δεν πέρασαν απαρατήρητες κι έτσι ο μητροπολίτης Θεόγνωστος τον όρισε εκπρόσωπο του στο Βλαδιμίρ, την κανονική έδρα τουμητροπολίτου της Ρωσίας, ό όποιος διέ­μενε τότε κατά κανόνα στην Μόσχα. Ό Αλέξιος τοποθετήθηκε επίσης στην θέση του προέδρου του εκκλησιαστικού δικαστηρίου, επιδεικνύοντας μεγάλη ικανότητα στην ρύθμιση των υποθέσεων της Εκκλησίας. Για τον λόγο αυτό, ό μητροπολίτης, προχωρημένης ηλικίας και άρρωστος, πρό­τεινε στον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως να τον χειροτονήσει διάδοχο του. Λίγο μετά την χειροτονία του ως επισκόπου του Βλαδιμίρ, κι ενώ ό Θεόγνωστος είχε κοιμηθεί (1353), ό Αλέξιος προσκλήθηκε από τον πα­τριάρχη άγιο Φιλόθεο στην Κωνσταντινούπολη, όπου έμεινε περισσότερο από ένα έτος στην σχολή του μεγάλου τούτου διδασκάλου της ορθοδόξου πίστεως.
Φθάνοντας στην Βασιλεύουσα, βρήκε άλλον έναν διεκδικητή του αρχιε­πισκοπικού θρόνου της Ρωσίας, κάποιον Ρωμανό, πού είχε σταλεί από τον ηγεμόνα της Λιθουανίας και τους εχθρούς της ηγεμονίας της Μόσχας. Ό αντίζηλος αυτός υποστηριζόταν στην Κωνσταντινούπολη από τους οπα­δούς του αιρετικού Βαρλαάμ, ενώ την υπόθεση του άγιου 'Αλεξίου υπερ­ασπίζονταν οι μαθητές του άγιου Γρηγορίου του Παλαμά.Τε­λικά Ό Πατριάρχης Φιλόθεος επεφύλαξε στον άγιο Αλέξιο τον τίτλο του αρχιεπισκόπου και μητροπολίτου Κιέβου, Βλαδιμίρ και πάσης Ρωσίας (1354) και παραχώρησε στον Ρωμανό δικαιοδοσία μόνο επί της Λιθουα­νίας. Με την πολιτική ανατροπή στην Κωνσταντινούπολη και την ανά­ληψη της εξουσίας από τον Ιωάννη Ε' Παλαιολόγο, ό Αλέξιος κλήθηκε εκ νέου στην Βασιλεύουσα από τον νέο πατριάρχη, άγιο Κάλλιστο Α', για να δικαιολογήσει την εκλογή του. Ό Ρωμανός, ωστόσο, δεν παρα­δέχθηκε την ήττα του και κατηγόρησε τον Αλέξιο ότι δεν διέμενε στην έδρα του, το Κίεβο. Ό άγιος Αλέξιος αναγκάσθηκε τότε να μεταβεί εκεί, άλλα συνελήφθη με εντολή του δούκα της Λιθουανίας και απελευθερώ­θηκε μόνο χάρις στην επέμβαση αφοσιωμένων πιστών.
Όταν ο άγιος Φιλόθεος ανέκτησε τον θρόνο του (1364), αποφάσισε ότι η ρωσική Εκκλησία έπρεπε να εξαρτάται από έναν και μόνο μητροπολίτη. Λίγα χρόνια, όμως, αργότερα ο βασιλέας της Πολωνίας ίδρυσε την μητρόπολη Γαλικίας και ό ηγεμόνας της Λιθουανίας, Όλγκερντ, κα­τηγορώντας τον μητροπολίτη για πολιτική μεροληψία υπέρ’ της ηγεμο­νίας της Μόσχας, φρόντισε να εκλεγεί στην θέση του ο άγιος Κυπριανός ως αρχιεπίσκοπος Κιέβου .Ή Εκκλησία, λοιπόν, βρέθηκε πάλι διαιρεμένη: οι ηγεμονίες του Βορρά αναγνώριζαν τον Αλέξιο, ως πρωθιεράρχη, ενώ οι ηγεμονίες του Νότου τον Κυπριανό.
Στην πραγματικότητα ό άγιος Αλέξιος ασκούσε στην Μόσχα όχι μόνο το αξίωμα του αρχιεπισκόπου, άλλα βρισκόταν επίσης επικεφαλής του Κράτους, διότι μετά τον θάνατο του ηγεμόνος Συμεών του Υπερήφανου (1353) στον λοιμό, έγινε αντιβασιλέας κατά την βασιλεία του ασθενικού ηγεμόνα Ιωάννη. Κατά την περίοδο αυτή ό άγιος ιεράρχης συνέβαλε ενεργητικά στην εδραίωση του μοσχοβίτικου κράτους,διασφαλίζοντας την υπεροχή του έναντι των άλλων ηγεμονιών. Ήταν όντως ή μόνη λογική λύση ώστε να εξασφαλισθεί ή ενότητα του έθνους που γεννιόταν και να αποφευχθεί ή αιματηρή καταπίεση από πλευράς των Μογγόλων κατα­κτητών. Για τον σκοπό αυτό μάλιστα ταξίδευσε δύο φορές στην Χρυσή Ορδή, την έδρα του χάνου των Τατάρων. Την πρώτη φορά θεράπευσε την σύζυγο τουχάνου, Ταϊντουλά, από σοβαρή ασθένεια (1359). Με το θαύμα αυτό απέκτησε μεγάλο κύρος στους Τατάρους, το όποιο μπόρεσε να εκμεταλλευθεί λίγα χρόνια αργότερα, σεμια δεύτερη αποστολή με σκοπό να κατευνάσει το μίσος του νέου χάνου κατά των Ρώσων και να εξασφαλίσει την ελευθερία της Εκκλησίας. Όταν πέθανε Ό μέγας ηγε­μόνας Ιωάννης Γ' Ίβάνοβιτς, ό άγιος 'Αλέξιος ανέλαβε για κάποιο διά­στημα την αντιβασιλεία του Κράτους, μέχρι την ενηλικίωση του ηγεμόνος Δημητρίου Ντονσκόι. Υπό την ιδιότητα του αυτή πραγματοποίησε ένα τρίτο ταξίδι στην Χρυσή Ορδή, για να εξασφαλί­σει την συγκατάθεση του χάνου στην αναγόρευση του Δημητρίου ως με­γάλου ηγεμόνα.

Το άφθαρτο λείψανο του Αγ.Αλεξίου μητροπολίτου Μόσχας
Καθ’ όλη την διάρκεια της τόσο κοπιαστικής επισκοπικής διαποίμανσης του, πού είδε το απόγειο της βυζαντινής επιρροής στην ρωσική γη, ό άγιος Αλέξιος παρέμεινε αφοσιωμένος στην μοναχική βιωτή. Ίδρυσε πλήθος μοναστηριών και ενεθάρρυνε ιδιαιτέρως τον γυναικείο μοναχισμό, εξασφαλίζοντας την ανεξαρτησία των γυναικείων μονών έναντι των ανδρώων. Βρισκόταν σε επαφή όσο πιο συχνά μπορούσε με τους όσιους μοναχούς της εποχής του και ίδρυσε και μια ακόμη νέα μονή. Προς το τέλος της ζωής του θέλησε να επιβάλει στον φίλο του άγιο Σέργιο να γίνει διάδοχος του, άλλα εκείνος αρνήθηκε από ταπεινοφροσύνη. Αφού μόχθησε τόσο για την Εκκλησία και το έθνος του, δ άγιος Αλέξιος ανα­παύθηκε στις 12 Φεβρουαρίου 1378. Τα λείψανα του βρέθηκαν άφθαρτα, και τιμώνται σήμερα στον καθεδρικό ναό των Θεοφανίων στην Μόσχα.
Πηγή
******
6)ΑΓΙΟΣ ΤΥΧΩΝΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΜΟΣΧΑΣ
Προσκυνητής στο άφθαρτο λείψανο του Αγ.Τύχωνα στη Μονή Ντονσκόι(φωτογραφία από το προσωπικό μου αρχείο)
 
Ὁ Πατριάρχης Τύχων (churchsynaxarion.blogspot)ὑπῆρξε χωρίς ἀμφιβολία ἡ μεγαλύτερη προσωπικότητα τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας κατά τόν 20ό αἰ. Ἱεράρχης μέ σημαντική θεολογική κατάρτιση, δύναμη καί παρρησία, διοικητικές ἱκανότητες καί ἀναγνωρισμένη ἀρετή καί πνευματικότητα, ἀνέλαβε τήν διοίκηση τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας στήν πλέον δύσκολη στιγμή τῆς ἱστορίας Της.
Ὁ κατά κόσμον Βασίλειος Ἰβάνοβιτς Μπελάβιν, γεννήθηκε τήν 19. 1. 1865 στό Τροπέτς τῆς περιοχῆς Πσκώφ καί ἦταν γιός Ἱερέως. Τά ἐγκύκλια γράμματα παρακολούθησε στό τοπικό ἐνοριακό σχολεῖο καί στή συνέχεια φοίτησε στήν Ἱερατική Σχολή τῆς Ἐπισκοπῆς καί στήν Θεολογική Ἀκαδημία τῆς Πετρουπόλεως, ἀπό ὅπου ἀποφοίτησε μέ ἄριστα σέ ἡλικία 23 ἐτῶν καί διορίστηκε ἀμέσως Καθηγητής στό Ἐκκλησιαστικό Σεμινάριο τοῦ Πσκώφ. Τό 1891 ἔγινε μοναχός μέ τό ὄνομα Τύχων καί τό 1897, σέ ἡλικία μόλις 33 ἐτῶν, χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Λούμπλιν, βοηθός τῆς Ἐπισκοπῆς Βαρσοβίας. Τό 1898 μετατέθηκε στήν ἱεραποστολική ἕδρα τῆς Ἀλάσκας καί τό 1900 διορίστηκε στήν Ἐπισκοπή Βορείου Ἀμερικῆς. Τό 1905, σέ ἀναγνώριση τῶν ἱεραποστολικῶν του ὑπηρεσιῶν, ὀνομάσθηκε Ἀρχιεπίσκοπος καί τό 1907 διορίσθηκε σέ μία τῶν ἀρχαιοτέρων ἑδρῶν τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, τήν Ἐπισκοπή Γιαροσλάβ καί Ροστώβ.
Ὁ πόλεμος τοῦ 1914 τόν βρῆκε νά ποιμαίνει τήν Ἐπισκοπή Βίλνας. Ἡ περιοχή του ὑπῆρξε θέατρο πολεμικῶν συγκρούσεων, μέ ἀποτέλεσμα τήν δεινή κακοπάθεια τοῦ λαοῦ. Κατά τήν περίοδο αὐτή ὁ ἀρχιεπ. Τύχων βρῆκε τήν εὐκαιρία νά δείξει τά φιλάνθρωπα αἰσθήματά του, χάρις στά ὁποῖα ἔγινε εὑρύτατα γνωστός, μέ ἀποτέλεσμα νά διοριστεῖ ἀπό τόν Τσάρο Νικόλαο Β' μέλος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου. Σ' αὐτή τήν θέση τόν βρῆκε ἡ Ἐπανάσταση τοῦ 1917. Τήν 19. 6. 1917 ὀνομάσθηκε Ἀριεπίσκοπος Κρουτίτσης καί Κολόμνας. Τήν 14. 8. 1917 ἡ Πανρωσική Σύνοδος τόν ὀνόμασε Μητροπ. Μόσχας καί τήν ἑπομένη 15. 8. 1917 τόν ἀνέδειξε Πρόεδρό της, μέ ψήφους 564 ἔναντι 33.
Τίς μακρές συζητήσεις στή Σύνοδο γιά τήν ἐπανίδρυση ἤ μή τοῦ Πατριαρχείου, ἐπίσπευσαν οἱ ραδγαῖες πολιτικές ἐξελίξεις. Κατά τήν κρίσιμη ψηφοφορία τῆς 30ης Ὀκτωβρίου 1917, ἐπί 317 παρόντων μελῶν, ψήφισαν 265, ἀπό τούς ὁποίους 141 ὑπέρ καί 112 κατά τῆς ἐπανιδρύσεως τοῦ Πατριαρχείου. Στή συνέχεια ἡ Σύνοδος προχώρησε σέ ἐκλογή Πατριάρχη, μέ πρόταση τοῦ Καθηγητή Σοκόλωφ. Κατά τήν πρώτη ψηφοφορία ἐξελέγησαν 25 ὑποψήφιοι! μέ πρώτους τόν Ἀρχιεπίσκοπο Χαρκόβου Ἀντώνιο μέ 101 ψήφους, τόν Ἀρχιεπίσκοπο Νόβγκοροντ Ἀρσένιο μέ 27 καί τόν Μητροπολίτη Κρουτίτσης Τύχωνα μέ 23. Κατά τήν δεύτερη ψηφοφορία ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀντώνιος πῆρε 159 ψήφους, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀρσένιος 148 καί ὁ Μητροπολίτης Τύχων 125.
Ἡ τελική ἐκλογή ἔγινε μέ κλῆρο, ἐνώπιον τῆς Εἰκόνος τῆς Παναγίας τοῦ Βλαδιμήρ. Ἐκλεκτός τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ δέν ἦταν ὁ ἐκλεκτός τοῦ σώματος τῆς Συνόδου Ἀρχιεπίσκοπος Ἀντώνιος, ἀλλά ὁ Μητροπολίτης Τύχων, τόν ὁποῖο ἀνέδειξε Πατριάρχη Μόσχας καί πάσης Ρωσίας ὁ κλῆρος πού τράβηξε ὁ γηραιός Ἱερομόναχος Ἀλέξιος καί παρέδωσε στόν προεδρεύοντα Μητροπ. Κιέβου Βλαδίμηρο.
Ὁ Μητροπ. Τύχων ἀποδέχτηκε τήν ἐκλογή λέγοντας τά ἀκόλουθα: "Στό ἐξῆς μέσα στά καθήκοντά μου θά εἶναι καί ἡ μέριμνα γιά ὅλες τίς ἐκκλησίες τῆς Ρωσίας, γιά τίς ὁποίες θά πρέπει νά πεθαίνω καθημερινά. Βρίσκω δύναμη στό γεγονός, ὅτι δέν ἐπιδίωξα τήν ἐκλογή. Ἦρθε σέ μένα ὄχι κατά τό θέλημα τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά κατά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἐλπίζω, ὅτι Αὐτός πού μέ κάλεσε, θά μέ βοηθήσει μέ τήν εὐλογία Του".
Ὁ Τύχων ἐνθρονίσθηκε Πατριάρχης τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας στή Μητρόπολη τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδοξίας, τόν Καθεδρικό Ναό Κοιμ. Θεοτόκου Κρεμλίνου, τήν 29η Νοεμβρίου 1917. Μέχρι τήν ἐνθρόνισή του ἔμεινε στή Λαύρα τῆς Ἀγίας Τριάδος - ἁγ. Σεργίου (τῆς ὁποίας ὁ ἑκάστοτε Πατριάρχης εἶναι Ἡγούμενος), προετοιμαζόμενος γιά τήν νέα του διακονία. Γιά τήν τελετή βρέθηκαν παλαιά πατριαρχικά ἄμφια στό ἀσύλητο, ἀκόμη, πλούσιο σκευοφυλάκιο τῶν Πατριαρχείων, ὅπως ἡ ράβδος τοῦ Μητροπ. Ρωσίας ἁγ. Πέτρου καί τό χαρακτηριστικό λευκό κάλυμμα κεφαλῆς τοῦ Πατριάρχου Νίκωνος. Τήν Πατριαρχική ράβδο ἐνεχείρησε στό νέο Πατριάρχη ὁ ἔχων τά πρεσβεία τῆς Ἀρχιερωσύνης Μητροπ. Κιέβου Βλαδίμηρος. Μετά τήν ἐνθρόνιση ὁ Τύχων ἡγήθηκε μιᾶς μεγάλης λιτανείας γύρω ἀπό τό Κρεμλίνο, ραντίζοντας τά τείχη μέ ἁγιασμό.

Τήν διακήρυξη τῆς ἁγιότητας τῶν Νεομαρτύρων τοῦ ἀθεϊστικοῦ διωγμοῦ. Ἀπό τήν ἀρχή τῆς Ἐπαναστάσεως, πολλοί Ὀρθόδοξοι - Κληρικοί καί λαϊκοί - μαρτύρησαν γιά τήν πίστη τους στό Θεό καί τήν Ἐκκλησία Του. Ὁ Πατριάρχης Τύχων καί ἡ Σύνοδος ἐκφράζοντας τήν συνείδηση τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, διακήρυξε τήν μαρτυρική ἰδιότητα τῶν Νεομαρτύρων καί καθιέρωσε τήν 25η Ἰανουαρίου ὡς ἡμέρα μνήμης τους (ἡμέρα μαρτυρίου τοῦ Πρωτομάρτυρος τῆς Ρωσικῆς Ἱεραρχίας Μητροπ. Κιέβου Βλαδιμήρου, + 25. 1. 1918).
· Ο Ἀφορισμός τῶν Μπολσεβίκων. Ὁ Ἀφορισμός ἐξαπολύθηκε τήν 18η Ἰανουαρίου 1918, κατά τόν Π. Ν. Τρεμπέλα, "κατά τῆς Κυβερνήσεως τῶν Σοβιέτ καί πάντων τῶν ἐπικοινωνούντων πρός αὐτήν" (Π. Ν. Τρεμπέλα, "Τό αὐτοκέφαλον τῆς ἐν Ἀμερικῇ Metropolia", σελ. 6). "Καθημερινῶς - ἔγραφε ὁ Πατριάρχης Τύχων στή σχετική Ἐγκύκλιο - ἀκούωμεν διά τά ἀνήκουστα ἐγκλήματα καί αἱματοχυσίας, θύματα τῶν ὁποίων εἶναι ἀθῶοι ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι εἰς τίποτε δέν ἔπταισαν παρά μόνον εἰς τό ὅτι ἔπραξαν τό καθῆκον των ἀπέναντι εἰς τόν Θεόν καί τήν πατρίδα. Ἐκεῖνοι ὅπου ὑπόσχονται νά ἐπαναφέρουν εἰς τήν Ρωσίαν τήν τάξιν καί τήν δικαιοσύνην, σκορπίζουν παντοῦ τό ἔγκλημα καί τήν βίαν, ἐναντίον ὅλων καί ἰδιαιτέρως τῆς Ἁγίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας... Συνέλθετε, ἀνόητοι. Παύσατε τά ἐγκλήματά σας... Συμφώνως μέ τήν ἐξουσίαν τήν ὁποίαν ἔχουμε ἀπό τόν Θεό, ἀπαγορεύουμε τήν συμμετοχήν σας εἰς τά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας. Σᾶς ἀναθεματίζουμε, ἄν εἶστε ἀκόμη Χριστιανοί, ἄν καί ἀπό τήν γέννησίν σας εἶσθε μέλη τῆς Ἐκκλησίας..." (γιά τόν Ἀφορισμό βλ. ἐπίσης: N. Zernov, "Οἱ Ρῶσοι καί ἡ Ἐκκλησία τους", 1972· καί C. Dahm, "Ἑκατομμύρια Ρῶσοι πιστεύουν στόν Θεό", 1979).Ὁ Ἀφορισμός σάν πνευματικό ὅπλο δέν ἀπέδωσε ἀποτελέσματα, διότι ἀπευθύνονταν σέ ἀθέους. Ἀντίθετα, ἀποτέλεσε ἀφορμή γιά κλιμάκωση τῶν διωγμῶν καί (ἀργότερα, τόν Αὔγουστο τοῦ 1922) γιά τήν σύλληψη τοῦ Τύχωνος (ἄλλες αἰτίες ἦταν ἡ ἄρνηση τοῦ Πατριάρχη νά συνεργαστεῖ μέ τήν Σοβιετική Κυβέρνηση, ἡ κριτική του γιά τήν ἀτιμωτική γιά τήν Ρωσία Συνθήκη τοῦ Μπέστ - Λίτοβσκ, ἡ ἀντίθεσή του στή δήμευση τῶν ἐκκλησιαστικῶν σκευῶν, κ.ἄ.

Τήν 24. 3. 1922 οἱ Ἀνακαινιστές Ἡγέτες Κρασνίτσκυ, Βεντένσκυ, Μπέλκωφ, Μπογιάρσκυ κ.ἄ. δημοσίευσαν στήν «Ἀλήθεια τῆς Πετρουπόλεως» («Petrogradskaia Pranda”) ἕνα κείμενο μέ τό ὁποῖο ὑποστήριζαν τήν Σοβιετική Κυβέρνηση στό θέμα τῆς δημεύσεως τῶν Ἱερῶν Σκευῶν. Τήν ἴδια χρονική στιγμή ὁ Πατριάρχης Τύχων, ὁ ὁποῖος ἦταν σέ κατ’ οἶκον περιορισμό ἀπό τήν 19. 3. 1922, κλήθηκε νά καταθέσει στήν δίκη 54 πιστῶν πού εἶχαν ἀντιδράσει στή δήμευση. Ὁ Πατριάρχης, στήν προσπαθειά του νά σώσει τούς κατηγορουμένους, ἀνέλαβε ὁ ἴδιος τήν εὐθύνη τῆς ἀντιδράσεως καί σέ ἐρώτηση τοῦ προέδρου τοῦ δικαστηρίου ἄν ἀναγνωρίζει τούς νόμους τοῦ Σοβιετικοῦ Κράτους ἀπάντησε «ναί, τούς ἀναγνωρίζω, ὑπό τήν προϋπόθεση ὅτι δέν ἀντιστρατεύονται τούς κανόνες τῆς εὐσεβείας». Πάνω σ’ αὐτό ὁ Ἀλέξανδρος Σολζενίτσιν ἔγραψε: «Ὦ, ἄν καθένας ἀπαντοῦσε ἔτσι, ὅλη ἡ Ἱστορία μας θά ἦταν διαφορετική» (Ἀλ. Σολζενίτσιν, «Ἀρχιπέλαγος Γκούλαγκ», τ. 1ος, σελ. 348).Ἡ θέση αὐτή τοῦ Τύχωνος ἀντιμετωπίσθηκε ἀπό τίς δύο τάσεις τῆς τότε Ρωσικῆς Ἱεραρχίας διαφοροτρόπως. Ἡ συντηρητική πλευρά ὑπό τόν Ἀρχιεπ. Βολοκολάμσκ Θεόδωρο θεώρησε ὅτι μέ τήν ὁμολογία αὐτή ὁ Πατριάρχης «τό εἶχε τραβήξει πολύ». Ἀντίθετα ἡ προοδευτική πλευρά ὑπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἰλαρίωνα τοῦ Βερέϊ θεωροῦσε ὅτι ὁ Πατριάρχης «ἔπρεπε νά τό τραβήξει περισσότερο».
Ὁ Τύχων μεταφέρθηκε στίς φυλακές Ταγκάνκα τήν 5. 8. 1922, κατηγορούμενος γιά κριτική τῆς Συνθήκης τοῦ Μπρέστ - Λίτοβοσκ, ἀντίδραση στή δήμευση τῶν Ἱερῶν Σκευῶν, κ.ἄ. Ὅμως, ὁ Πατριάρχης εἶχε ἐπικρίνει τήν Συνθήκη μέ ἐπιστολή του τόν Φεβρουάριο τοῦ 1918! Οἱ Σοβιετικοί "θυμήθηκαν" αὐτή τήν δημόσια κριτική τέσσερα χρόνια ἀργότερα, διότι ἔπρεπε νά ἐξουδετερώσουν τό κύριο ἐμπόδιο τῶν σχεδίων τους.

Τήν 29. 4. 1923 οἱ Ἀνακαινιστές συγκάλεσαν Σύνοδο (τήν κατ’ αὐτούς Β’ Πανρωσική) στήν ὁποία συμμετεῖχαν 560 μέλη, ἀπό τά ὁποῖα τά 73 ἦσαν Ἐπίσκοποι! Ἡ Σύνοδος αὐτή ἀπό τήν ἀρχή ἐμφανίσθηκε χωρισμένη σέ τέσσερεις ὁμάδες: Τήν «Ζωντανή Ἐκκλησία» τοῦ Πρωθιερέως Βλαδιμήρου Κρασίνσκυ, τήν «Ἀρχαία Ἀποστολική Ἐκκλησία» τοῦ Πρωθιερεώς Ἀλεξάνδρου Βεντένσκυ, τήν «Ἀναγεννημένη Ἐκκλησία» τοῦ Ἐπισκόπου Ἀντωνίνου καί τούς ὁπαδούς τοῦ Πατριάρχου Τύχωνος.
Ἡ Σύνοδος τοῦ 1923 ἀρχικά διακήρυξε ὅτι στή Σοβιετική Ἕνωση δέν ὑφίστανται θρησκευτικοί διωγμοί, διότι ἡ Σοβιετική Κυβέρνηση ἐργάζοταν γιά τήν ἐπικράτηση τοῦ ἰδεώδους τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ὑπό τήν ἡγεσία τοῦ Λένιν! οἱ Ἀνακαινιστές δέ δήλωσαν "ἕτοιμοι νά ὑποστηρίξουν τόν Κομμουνισμό, ἐπειδή ἔθετε σέ ἐφαρμογή τό κοινωνικό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου"! (Ν. Zernov αὐτ. σελ. 179). Στή συνέχεια ἐξήγγειλε διάφορες μεταρρυθμίσεις, ὅπως τήν εἰσαγωγή τοῦ Γρηγοριανοῦ - Νέου Ἡμερολογίου, τήν εἰσαγωγή τοῦ θεσμοῦ τῶν ἐγγάμων Ἐπισκόπων καί τήν εἰσαγωγή τοῦ β' γάμου τῶν Κληρικῶν! Ἀκόμη ἀπορρίφθηκε ὁ Μοναχισμός σάν θεσμός ξένος πρός τήν Ἐκκλησία καί κατ’ οἰκονομίαν ἐπιτράπηκε ἡ λειτουργία μοναστηρίων - ἡσυχαστηρίων ἔξω ἀπό τίς πόλεις, μέ τήν μορφή ἐργατικῶν κοινοτήτων.
Ἡ «Σύνοδος» προχώρησε ἀκόμη στήν καθαίρεση τοῦ Πατριάρχου Τύχωνος - τήν ὁποία ὑπέγραψαν 46 Ἐπίσκοποι, ἀρκετοί κάτω ἀπό τήν πίεση τῆς Μυστικῆς Ἀστυνομίας - στήν καταδίκη τῆς Συνόδου τοῦ Κάρλοβιτς, καθώς καί στήν ἄρση τοῦ Ἀναθέματος τοῦ 1918, ἐνῶ τήν διοίκηση τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας ἀνέλαβε Σύνοδος ὑπό τήν προεδρεία τοῦ Μητροπ. Εὐδοκίμου καί ὁ Ἐπίσκοπος Ἀντωνῖνος ὀνομάσθηκε Μητροπολίτης Μόσχας καί πάσης Ρωσίας.

Ἀμέσως μετά τήν ἀπελευθέρωσή του ὁ Τύχων συγκάλεσε Σύνοδο τῶν παρεπιδημούντων στή Μόσχα Ἐπισκόπων, μέ σκοπό τήν ἀνανέωση τῆς ἐμπιστοσύνης πρός τό πρόσωπό του. Ἡ Σύνοδος συνεδρίασε στό Ναό τοῦ ἁγ. Μιχαήλ τῆς Μονῆς τοῦ ἁγ. Δανιήλ καί ἡ ἐμπιστοσύνη πρός τόν Πατριάρχη ἀνανεώθηκε, κυρίως χάρις στήν ὑποστήριξη τῶν λεγομένων Δανιηλιτῶν Ἐπισκόπων, τῶν περί τόν Ἡγούμενο τῆς μονῆς Ἀρχιεπίσκοπο Θεόδωρο τοῦ Βολοκολάμσκ.
Ἡ ἀπελευθέρωση τοῦ Τύχωνα ἔγινε δεκτή ἀπό τόν λαό μέ ἐνθουσιώδεις ἀντιδράσεις, σέ σημεῖο ὥστε τήν 8. 12. 1923 οἱ Ἀρχές νά ἀπαγορεύσουν τό μνημόσυνό του! Τήν ἴδια περίοδο ὁ Τύχων ἀναγνωρίζονταν σάν κανονική κεφαλή τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας ἀπό ὅλες τίς τοπικές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, ἐκτός ἀπό τά Πατριαρχεῖα ΚΠόλεως (ὁ Πατριάρχης Γρηγόριος Ζ’ ἀναγνώριζε τούς Ἀνακαινιστές) καί Ἀλεξανδρείας.
Παρά τήν ἀπέλευθέρωσή του ὁ Πατριάρχης συνέχισε νά δέχεται ἰσχυρές πιέσεις ἀπό τήν Σοβιετική πλευρά πάνω σέ συγκεκριμένα ἐκκλησιαστικά ζητήματα, δηλαδή τήν μνημόνευση τῶν Σοβιετικῶν ἡγετῶν, τήν ἕνωση μέ τούς Ἀνακαινιστές καί τήν εἰσαγωγή τοῦ Νέου Ἡμερολογίου.

Ὁ Τύχων ἤθελε τήν Ρωσική Ἐκκλησία ἀπολύτως ἀνεξάρτητη ἀπό τήν Σοβιετική Πολιτεία καί γι' αὐτό δέν ταυτίσθηκε ὁ ἴδιος σάν πρόσωπο καί σάν ἡγέτης τῆς Ἐκκλησίας μέ τόν Τσαρισμό καί τήρησε ἀποστάσεις ἀπό τήν φιλομοναρχική πλευρά τῆς ὁποίας ἡγεῖτο ὁ Μητροπ. Ἀντώνιος Κραποβίτσκυ.
Τήν 9. 12. 1923 ἔγινε ἡ πρώτη ἀπόπειρα κατά τῆς ζωῆς του, ὅταν δύο ἔνοπλοι μπῆκαν στήν Πατριαρχική Κατοικία καί σκότωσαν τόν στενό συνεργάτη του Μοναχό Ἰακώβ Πολοζώφ. Ἔγινε πλέον φανερό, ὅτι ἡ ζωή τοῦ Τύχωνος κινδύνευε. Ὁ στενός του φίλος Ἐπίσκοπος Μάξιμος τοῦ Σερπούχωφ (τότε λαϊκός γιατρός), διέσωσε πληροφορίες καί γιά ἄλλες ἀπόπειρες (τήν 22. 12. 1924 μία ὁπλισμένη γυναῖκα μπῆκε στό γραφεῖο τοῦ Πατριάρχη, μέ ἀποτέλεσμα νά κινδυνέψει ἡ ζωή κάποιου ἄλλου ἀτόμου· ἄλλοτε ὁ ἐπίδοξος δολοφόνος γύριζε μέσα στό δωμάτιό του χωρίς νά τόν βλέπει, ἐμποδιζόμενος ἀπό μία ἀνώτερη δύναμη! καί συνήθως τοῦ ἔστελναν δηλητηριασμένα φάρμακα).
Πρός τό τέλος τῆς ζωῆς του οἱ πιέσεις τῆς Κυβερνήσεως γιά συνεργασία ἦσαν καθημερινές. Εἶναι χαρακτηριστικά τά ἀκόλουθα λόγια του: "Θά ἦταν καλύτερα γιά μένα νά ἔμενα στήν φυλακή. Ὑποτίθεται, ὅτι εἶμαι ἐλεύθερος, ἀλλά δέν μπορῶ νά κάνω ἀπολύτως τίποτα. Διορίζω ἕναν Ἐπίσκοπο στό Νότο καί αὐτοί τόν παίρνουν στόν Βορρᾶ· στέλνω ἕναν ἄλλο στή Δύση καί αὐτοί τόν πᾶνε στήν Ἀνατολή"!
Τήν 12. 1. 1925 ὁ Πατριάρχης μπῆκε σέ μία κλινική, διότι παρουσίαζε καρδιολογικά προβλήματα καί ἔπασχε ἀπό ἄσθμα. Παρά τήν κατάσταση τῆς ὑγείας του δεχόταν καθημερινά τούς συνεργάτες του καί ἀσκοῦσε τά καθήκοντά του. Κάποτε τόν ἐπισκέφθηκε ὁ μυστικός πράκτορας Touchkov καί τοῦ παρουσίασε ἕνα σχέδιο παραιτήσεως ἀπό τόν Θρόνο. Ταυτόχρονα τοῦ πρόσφεραν ἄνετη διαμονή στόν εὔκρατο Νότο γιά ἀνάπαυση. Ὁ Τύχων ἀρνήθηκε λέγοντας: "Σύντομα θά ἔχω ἀφθονία χρόνου γιά ἀνάπαυση, τώρα πρέπει νά δουλέψω".

Ὁ Πατριάρχης Τύχων κοιμήθηκε τήν 25η Μαρτίου 1925, δηλητηρισμένος ἀπό πράκτορες τῆς Μυστικῆς Ἀστυνομίας (κατά τήν ὁμολογία τοῦ Ἐπισκόπου Μαξίμου τοῦ Σερπούχωφ). Δύο ἡμέρες πρίν, τήν Κυριακή 23η Μαρτίου, τέλεσε τήν τελευταῖα του Θεία Λειτουργία καί χειροτόνησε τόν Ἐπίσκοπο Ἐφραίμωβ Σέργιο (ἔπειτα Ἐπίσκοπο Μπουζουλούκ, Ἱερομάρτυρα, ὁ ὁποῖος κατασπαράχθηκε ζωντανός ἀπό ἀρουραίους ! τό 1930). Τά τελευταῖα του λόγια ἦταν: "Ἡ νύχτα θά εἶναι βαθειά καί θά διαρκέσει πολύ" (κατά τόν διακονητή του Κωνσταντῖνο Panshkevich).
Τό γεγονός τῆς δολοφονίας του προκύπτει - ἐκτός ἀπό τήν μαρτυρία τοῦ Ἐπισκόπου Μαξίμου - καί ἀπό τήν αὐτοβιογραφία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Πιτιρίμ Λαντίγκιν (Μεγαλοσχήμου Πέτρου, + 1957), τήν ὁποία διέσωσε ὁ Μοναχός Ἐπιφάνιος. Τίς σχετικές πληροφορίες ὁ ἀρχιεπ. Πιτιρίμ τίς εἶχε πάρει ἀπό τούς δύο διακονητές τοῦ Τύχωνος, τούς ὁποίους γνώριζε ἀπό παλιά, καί ὁ Μοναχός Ἐπιφάνιος τίς κατέγραψε ὅταν διάβασε τήν χειρόγραφη αὐτοβιογραφία τοῦ Πιτιρίμ, τήν ὁποία ἔγραψε λίγο πρίν τυφλωθεῖ.
Κατά τόν ἀρχιεπ. Πιτιρίμ ὅλα ἄρχισαν τό βράδυ τῆς παραμονῆς τῆς ἑορτῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου (24. 3. 1925), ὅταν ὁ Πατριάρχης Τύχων ξεκίνησε γιά τόν Καθεδρικό Ναό, γιά νά χοροστατήσει στόν ἑσπερινό. Τότε ἐμφανίσθηκε ὁ Μητροπ. Τβέρ Σεραφείμ (Ἀλεξάντρωφ, ἤδη μυημένος στό σχέδιο σοβιετοποιήσεως τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, στή συνέχεια συνεργάτης τοῦ Μητροπ. Σεργίου), ὁ ὁποῖος τόν ἐμπόδισε νά βγεῖ μέ τό αἰτιολογικό, ὅτι ἦταν ἀσθενής καί ἐπέμενε νά καλέσουν ἕναν γιατρό. Παρά τίς ἀντιρρήσεις τοῦ Τύχωνος ἐμφανίσθηκε ἕνας "γιατρός", τόν ἐξέτασε, τοῦ σύστησε νά ξαπλώσει καί ζήτησε ἀπό τόν ἕναν ἀπό τούς διακονητές νά τόν συνοδεύσει στό πλησιέστερο φαρμακεῖο, ὅπου ἕνα "φάρμακο" ἑτοιμάσθηκε ἀμέσως. Μόλις ὁ Πατριάρχης πῆρε τό "φάρμακο" κατέρρευσε! Ὅταν ἔφθασε ὁ προσωπικός του γιατρός, τόν βρῆκε ἀναίσθητο καί σ' αὐτή τήν κατάσταση τόν μετέφερε μέ ἀσθενοφόρο στό νοσοκομεῖο. Ἐκεῖ, παρά τίς προσπάθειες τῶν γιατρῶν, ὁ Τύχων κατέλειξε, τήν 3η πρωϊνή τῆς 25ης Μαρτίου 1925.
Ἡ δολοφονία τοῦ Τύχωνος προκύπτει καί ἀπό τό ἰατρικό ἀνακοινωθέν τοῦ θανάτου του τό ὁποῖο ὑπογράφηκε στή Μονή Ντόνσκοϊ, ἐνῶ ὁ Πατριάρχης ἀπεβίωσε στό νοσοκομεῖο, καί σύμφωνα μ’ αὐτό ὁ θάνατός ἐπῆλθε τήν 11: 45 τῆς 25. 3. 1925.
Ἡ κηδεία του ἦταν κάτι τό πρωτοφανές γιά τήν ταραγμένη ἐκείνη ἐποχή. Παρά τίς κυβερνητικές ἀπαγορεύσεις τῶν δημοσίων λατρευτικῶν ἐκδηλώσεων, οἱ καμπάνες ὅλων τῶν ναῶν τῆς Μόσχας κτυποῦσαν πένθιμα καί ἑκατοντάδες χιλιάδες πιστῶν παρακολούθησαν τόν ἐνταφιασμό του στή Μονή Ντόνσκοϊ, συμμετεχόντων 58 Ἐπισκόπων. Τό Λείψανο τοῦ Πατριάρχου κατατέθηκε στόν χειμερινό ναό τῆς Μονῆς.
Τόν Μάϊο τοῦ 1991, μετά τήν ἐπιστροφή τῆς Μονῆς στό Πατριαρχεῖο Μόσχας, κατά τήν διάρκεια ἐργασιῶν μετά ἀπό πυρκαγιά, βρέθηκε ὁ τάφος τοῦ μαρτυρικοῦ Πατριάρχου καί τήν 19. 2. 1992 ἀνακομίσθηκε τό Λείψανό του, τό ὁποῖο βρέθηκε ἀδιάφθορο. Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι ἄφθαρτα βρέθηκαν καί τά ἄμφια του, ἀκόμη καί τά φύλλα δάφνης πού ὑπῆρχαν στό φέρετρο (εἶχε κηδευθεῖ τήν Κυριακή τῶν Βαϊων τοῦ 1925). Σύμφωνα μέ αὐτόπτες μάρτυρες στό ἄφθαρτο Λείψανο τοῦ ἁγ. Τύχωνος μποροῦσε κανείς νά διακρίνει μέ εὐκολία τά χαρακτηριστικά τοῦ προσώπου του, ἐνῶ ἡ εὐωδία του ἦταν καταπληκτική.
Τήν 23. 3. 1992 περίπου 50 Πατριαρχικοί Ἐπίσκοποι - μέ προεξάρχοντα τόν Πατριάρχη Ἀλέξιο Β’ - συμμετεῖχαν στή μεταφορά τοῦ Λειψάνου στό Καθολικό τῆς Μονῆς, ὅπου καί σήμερα φυλάσσεται.
Ἡ ἁγιότητά του διακηρύχθηκε Συνοδικά πρῶτα ἀπό τήν Ρωσική Ἐκκλησία τῆς Διασπορᾶς καί ἔπειτα ἀπό τό Πατριαρχεῖο Μόσχας. (Περιοδικό "Πληροφόρηση" Μητροπ. Δημητριάδος, φ. Ἰουλίου - Αὐγούστου 1992, σελ. 3).Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 25η Μαρτίου καί ἡ Ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου του τήν 19η Φεβρουαρίου.

Κυριακή 29 Ιουνίου 2014

Βιογραφικά στοιχεία του γέροντος Φιλοθέου






Α. Γέννηση – ανατροφή:


Η σύγχρονη αυτή Οσιακή μορφή, γεννήθηκε τον Μάιο του 1884 στο χωριό Πάκια, της επαρχίας Επιδαύρου Λιμηράς, κοντά στους Μολάους της Λακωνίας. Οι γονείς του ονομάζονταν Παναγιώτης και Αικατερίνη Ζερβάκου. Πήρε το όνομα Κωνσταντίνος. Από την παιδική του ηλικία αγαπούσε την Εκκλησία, του άρεσε να ψέλνει και να διαβάζει τα ιερά βιβλία.


Μια μέρα στο παιχνίδι τα παιδιά τον εξέλεξαν ηγούμενο με καλάμι για… ποιμαντορικό ραβδί! Απ’ ότι ο ίδιος μνημονεύει, σε ηλικία 8-10 ετών του εμφανίστηκε στο δρόμο του ο διάβολος, με χαλκοπράσινο αηδιαστικό πρόσωπο και κέρατα στο κεφάλι και του πέταγε πέτρες στα 10 μέτρα, χωρίς όμως να κτυπηθεί!


Όταν οι γονείς τον έστελναν σε εργασίες, και ο μικρός Κωνσταντίνος άκουγε τις καμπάνες τις Εκκλησίας άφηνε τις δουλειές…






Β. Σπουδές:


Τέλειωσε το Σχολείο στην πατρίδα του και οι γονείς του τον έστειλαν σε Διδασκαλείο και σε ηλικία 17 ετών (το 1901) έγινε δάσκαλος. Υπηρέτησε λοιπόν αυτό το επάγγελμα για τρία χρόνια (1901-1904) στο χωριό Φοινίκιο, κοντά στο δικό του. 


Τον ζήτησαν τότε να πάει να εργασθεί σαν δάσκαλος στην Αμερική, αλλά δεν ήταν θέλημα Θεού και βρέθηκαν εμπόδια. Διάβαζε συχνά βίους Αγίων. Ενθουσιάστηκε από την ζωή των Αγίων Αντωνίου, Ιωάννου του Δαμασκηνού, Αγίας Βαρβάρας και άλλων… Κατά την μελέτη αυτή αισθανόταν – όπως ομολογεί ο ίδιος – την επίσκεψη της γλυκιάς Θείας Χάριτος! Τότε φανταζόταν και τον εαυτό του στην έρημο και του ερχόταν η επιθυμία να ζήσει την «μοναχική πολιτεία»…






Γ. Ο δύσκολος δρόμος πριν γίνει μοναχός:


Τον πόθο του αυτό εκμυστηρεύτηκε στη μητέρα του, η οποία ήταν αρχικά θετική. Όταν ένα βράδυ της ζήτησε λίγα χρήματα για να αναχωρήσει, αυτή λυπήθηκε και άρχισε να τον συμβουλεύει να μείνει… ώστε να περάσουν λίγα χρόνια ακόμη! Ο Κωνσταντίνος στενοχωρήθηκε και στον ύπνο του φοβεροί γίγαντες τον απειλούσαν.


Φοβήθηκε πολύ και ζήτησε την βοήθεια της Θεοτόκου. Τότε την είδε να κατέρχεται και της ζήτησε να μην τον εγκαταλείψει. Οι γίγαντες εξαφανίστηκαν μέχρις να αναληφθεί η εικόνα της Παναγίας. Οι προσευχές συνεχίστηκαν, έως ότου να φύγουν οι δαίμονες! Πάντως έμεινε στην καρδιά του φόβος και μετά την δύση του Ήλιου φοβόταν να βγει απ’ το σπίτι!


Κάποτε, στο χωριό Φοινίκιο που ήταν δάσκαλος, στο σπίτι ενός φίλου του όπου έψελναν και τραγουδούσαν (ήταν πολύ καλός μουσικός) ανακάλυψε το βιβλίο «Αδάμαντες του Παραδείσου», με πατερικά κείμενα. Το πήρε γρήγορα και πήγε γρήγορα στο σπίτι που έμενε και άρχισε να το ρουφά σαν τα έντομα της άνοιξης.


Διαβάζοντάς το αισθανόταν μεγάλη χαρά. Ο λόγος του Μεγάλου Βασίλείου στο «πρόσεχε σ’ εαυτώ» τον συγκλόνισε συθέμελα. Από τότε σταμάτησε κάθε συναναστροφή και χάσιμο χρόνου. Όλες του τις δυνάμεις τις έδωσε στους μαθητές του, με τους οποίους έκανε δύο χορούς και έψελναν στην Εκκλησία, αλλά και στα γύρω χωριά στα πανηγύρια.


Όμως δέχτηκε πάλι την επίθεση ενός γίγαντα-δαίμονα, καθώς κοιμόταν και πάλι με την επίκληση της Παναγίας, που εμφανίστηκε, απομακρύνθηκε… Ο πόλεμος με τους μιαρούς δαίμονες συνεχίστηκε για πολύ καιρό, αλλά με τις προσευχές του εξήλθε νικητής.


Να μη νομισθεί όμως ότι έμεινε αμέτοχος των προβλημάτων του χωριού. Με δική του πρωτοβουλία χτίστηκε το νεκροταφείο με Ναό, επ’ ονόματι των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ και στο κτίσιμο σχολείου αφού κάλεσε όλους τους χωρικούς σε συνέλευση και συνέστησαν ερανική επιτροπή…






Δ. Κλήση με εμπόδια… στο μοναχισμό:


Στο Φοινίκιο είχε συνδεθεί με ιδιαίτερη φιλία με δύο νέους, που είχαν αποφασίσει και οι τρεις να μεταβούν στο Άγιο Όρος, να μονάσουν. Βέβαια είχε τον Αύγουστο του 1902 δοκιμάσει να μονάσει στο μονύδριο του Αγίου Γεωργίου κοντά στο χωριό του (7 ώρες), που είχε ιδρύσει ο δάσκαλος Γεώργιος Στουρνάρας, μοναχός-γιατρός από την Ήπειρο. Είχε σκοπό από εκεί να αναχωρήσει για το Άγιο Όρος.


Αλλά ο πατέρας του με δάκρυα και επιχειρήματα και εκβιασμούς για αυτοκτονία (!!!), παρ’ όλες τις αντιρρήσεις του Κωνσταντίνου (18 ετών), τον κατάφερε να πάει στο πατρικό. Εκεί προσπάθησε να συναντήσει έναν από τους μικρότερους αδελφούς του, αλλά δεν τα κατάφερε.


Αποφάσισε την νύκτα να φύγει και βαδίζοντας ξημερώθηκε αρκετά μακριά. Ο πατέρας του έστειλε την αστυνομία να τον γυρίσει πίσω, αλλά κατάφερε να ξεφύγει!!! Έφτασε στον Ευρώτα, όπου πέραν της σωματικής ταλαιπωρίας, άρχισε και ο νοερός πόλεμος των δαιμόνων… Ταλαιπωρήθηκε πολλές μέρες περπατώντας και στο τέλος ολιγοψύχησε σαν άνθρωπος αβοήθητος.


Στο δρόμο για τη Τρίπολη είδε όραμα ένα νεανία που του είπε: «φάγε και βάδιζε αφόβως την οδόν σου».Έφαγε λοιπόν σταφύλια με ψωμί, δυνάμωσε και προχωρούσε. Ένα βράδυ διαπίστωσε στα πέλματα των ποδιών του αποστήματα από αγκάθια που είχαν μπει!


Πάντως με τρομερή δυσκολία έφτασε στην Τρίπολη. Φιλοξενήθηκε σ’ ένα ιερέα, που τον περιποιήθηκε… Τότε άρχισε πάλι ο πονηρός τους λογισμούς για τις ηδονές του κόσμου, που χάνει… Άνοιξε το ιερό Ευαγγέλιο και παρηγορήθηκε από τους λόγους του Κυρίου.


Ήθελε να φτάσει στην Αγία Λαύρα και από εκεί στο μέγα Σπήλαιο, αλλά πολλοί τον συμβούλευαν να σταματήσει πρώτα στην Μονή του Αγίου Αθανασίου κοντά στα Φίλια Καλαβρύτων. Στο δρόμο αυτό άρχισε να νοιώθει φρικτούς πόνους και να κάνει εμετό. Πρόλαβε όμως να φτάσει στη Ι. Μ. Αγ. Αθανασίου. Την νύκτα θεραπεύτηκε, οπότε σύντομα έφτασε στην Αγία Λαύρα και μετά από δύο ημέρες στο Μέγα Σπήλαιο!!!


Εκεί τον συμβούλευσαν να βρει στο Αίγιο τον κ. Ιωάννη Κουτσούκο, ο οποίος τον έστειλε στη Πάτρα, στον… π. Ευσέβιο Ματθόπουλο, ο οποίος τον έστειλε πάλι στους γονείς του και στο Φοινίκιο… για 15 μήνες.


Πάλι όμως ήλθε στην Πάτρα, όπου έμεινε ένα έτος. Περπατώντας μια μέρα στην παραλία της Πάτρας ο πονηρός του επιτέθηκε με λογισμούς. Τότε πήγε στον Ι. Ν. του Αγίου Ανδρέα (παλαιό) προσευχήθηκε και δυνάμωσε πνευματικά. Στο παρεκκλήσιο του Αγ. Ιωάννου του Θεολόγου παρακολούθησε τα κηρύγματα του π. Ευσέβιου και αργότερα διορίστηκε ιεροψάλτης στον Άγιο Αλέξιο (μετόχι της Αγίας Λαύρας).


Στην Πάτρα τον βρήκε η… κλήση στο στρατό, όπου και υπηρέτησε 29 ολόκληρους μήνες… Εκεί συνάντησε σκληρές δοκιμασίες που είναι περιττό να αναφέρουμε.


Όταν τέλειωσε αυτό το μαρτύριο πήρε την άδεια από τον π. Ευσέβιο να ακολουθήσει την μοναχική πολιτεία, που τόσο ποθούσε. Τον σκοπό αυτό ανακοίνωσε στον Άγιο Νεκτάριο Πενταπόλεως, που ήταν τότε Διευθυντής στη Ριζάρειο Εκκλησιαστική Σχολή στη Αθήνα.


Του είπε: «Καλή είναι η γνώμη σου, αλλ’ εγώ σε συμβουλεύω να μη υπάγεις εις άλλην μονήν, παρά εις την μονήν της Πάρου, που είναι ενάρετοι αδελφοί και πολλοί». Ο Κωνσταντίνος επέμενε για το άγιο Όρος, οπότε ο Άγιος του είπε αν θέλει να πάει να μην πάει σε ιδιόρρυθμο. Αν όχι, να πάει στην Μονή Λογγοβάρδας της Πάρου…


Στο Ναό του Αγίου Ελισαίου έγινε αγρυπνία για τη εορτή του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου (8 Μαΐου 1907-23 ετών) και το άλλο βράδυ αναχώρησε με πλοίο με το φίλο του Νικόλαο Μητρόπουλο για το Άγιο Όρος. Στη Θεσσαλονίκη προσκύνησε στην Τουρκοκρατούμενη πόλη τον τάφο του Αγίου Δημητρίου του Μυροβλύτη.


Όμως την άλλη μέρα δεν τους επέτρεψαν να αναχωρήσουν για το άγιο Όρος γιατί ήσαν… «κατάσκοποι»! Δεν τους φυλάκισαν, αλλά τους είχαν σε αυστηρή επιτήρηση. Προσευχόμενοι άρχισαν να έχουν πόθο προς μαρτύριο ενώ δικάζονταν από Τούρκο αξιωματικό! Κάποιος ανώτερος ήλθε και αποφάσισε να επιστρέψει στην Ελλάδα, όπως και έγινε. Όπως αργότερα έμαθε, ο Πασάς ήταν αυτός που τον ελευθέρωσε μετά από προσταγή του Αγίου Δημητρίου σε όραμα! Έτσι ξεκίνησε για την Πάρο… σύμφωνα με την προφητεία του αγίου Νεκταρίου!






Ε΄. Στην Ι. Μ. Λογγοβάρδας:


Από τη Θεσσαλονίκη έφτασε στο Βόλο. Εκεί έμεινε λίγες ημέρες και γνώρισε τον Θεοδόσιο Ζωγράφο, συμβολαιογράφο, τον αδελφό του Θεόδωρο, θεολόγο-ιεροκήρυκα, τον γερο-Παναγιώτη Κοντοπιθάρη (παππούς), τον Παύλο Λουκόπουλο και άλλους, που τον φιλοξένησαν.


Προσπάθησαν να τον στείλουν στο Άγιο Όρος, αλλά ήταν… αδύνατο. Οπότε ο Κωνσταντίνος διαισθάνθηκε, ότι το θέλημα του Θεού ήταν για την… Πάρο! Τότε ο παππούς είπε ότι τρεις μέρες σκεφτόταν να του προτείνει να πάει στην Ι. Μ. Λογγοβάρδας, που είχε πάει πολλές φορές, αλλά δεν το έλεγε, γιατί δεν γνώριζε ποιο ήταν το θέλημα του Θεού!


Έτσι την επομένη έφτασε στον Πειραιά και από εκεί για Σύρο. Στο ταξίδι αυτό ο εσωτερικός πόλεμος φούντωνε. Όταν μπήκε το πλοίο στο λιμάνι και αντίκρισε τον Ναό της Παναγίας οι λογισμοί εξαφανίστηκαν και αγαλλίαση πλημμύρισε την καρδιά του… Προσκύνησε λοιπόν στο ναό της Εκατονταπυλιανής και πεζή έφτασε στη Μονή και εξομολογήθηκε στον Ηγούμενο Ιερόθεο Βοσυνιώτη, Πελοποννήσιο και τον παρακάλεσε να τον συναριθμήσει «στη λογική του μάνδρα».


Όλοι τον δέχτηκαν με χαρά και μπήκε στην αδελφότητα σαν δόκιμος. Μετά από ένα μήνα Δεκεμβρίου βγήκε από την Μονή για κάποια διακονία και αντικρίζοντάς την, θυμήθηκε πως ήταν ίδια με ένα του ενύπνιο! Στους 7 μήνες, 29 Δεκεμβρίου 1907 (23 ετών) έγινε μικρόσχημος μοναχός, με το όνομα Φιλόθεος.


Την επομένη, Κυριακή 30-12-1907 χειροτονήθηκε Διάκονος! Πριν χειροτονηθεί αισθανόταν φόβο για την Ιεροσύνη, αλλά με όραμα την νύκτα πήρε θάρρος, αφού πληροφορήθηκε για το θέλημα του Θεού.


Μετά από δύο χρόνια, στις 6 Σεπτεμβρίου 1909 (25 ετών) βγήκε από το μοναστήρι το βράδυ και για είκοσι ημέρες κάθισε μόνος στο εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία στην υψηλότερη κορυφή του νησιού, για προσευχή και μελέτη. Επειδή είχε φύγει χωρίς ευλογία επέστρεψε ση Μονή.






ΣΤ΄. Προσκύνημα στο Όρος και την Αίγινα:


Στις 8 Μάιου 1910 με ευλογία του Γέροντά του αναχωρεί για προσκύνημα στο άγιο Όρος. Προσκύνησε όλες τις άγιες μονές, τις σκήτες, πανσέπτους εικόνες και ιδίως τα Άγια λείψανα. Ζήτησε να βρει άνδρες αγίους, αλλά μόνο στα δάκτυλα του ενός χεριού βρήκε για να συνομιλήσει και να ωφεληθεί!


Διέκρινε το γέροντα Δανιήλ Σμυρναίο, αγιογράφο, Σπυρίδωνα Καμπανά, ιατρό Λαυριώτη, Γεράσιμο Λέσβιο, Καλλίνικο Αθηναίο και τους Πνευματικούς Ιγνάτιο Κατουνακιώτη, Ματθαίο Καρακαλληνό και μερικούς ακόμα… Ο ίδιος έχει γράψει πως αν εύρισκε το Άγιο Όρος όπως το νόμιζε, θα έμενε εκεί…


Εκτός εξαιρέσεων, βρήκε δύο φατρίες, τους Μπογαζιανούς (Μακεδόνες, Θράκες, Μυτιληνιοί, Μικρασιάτες) και τους Μοραΐτες (Ηπειρώτες, Θεσσαλοί, Δωδεκανήσιοι, Στερεοελλαδίτες, Πελοποννήσιοι, Κυκλαδίτες και Κρήτες)! Ουδείς μάλιστα Πνευματικός του είπε να αλλάξει τόπο μετανοίας…


Περνώντας από την Θεσσαλονίκη βλέποντας την πόλη, προσευχήθηκε να απελευθερωθεί… Βγαίνοντας στο Τελωνείο πάλι συνελήφθη από τους Τούρκους, χωρίς να καταλάβει το λόγο και τον φυλάκισαν σε συρματοπλέγματα! Αργότερα κάποιος νεαρός τον απελευθέρωσε. Έτσι αναχώρησε με το πλοίο και έφτασε στο Βόλο και συνάντησε τους αδελφούς.


Στον Πειραιά έψαχνε τον Πνευματικό του Πατέρα Άγιο Νεκτάριο, που τότε βρισκόταν στην Αίγινα. Πήγε και τον βρήκε. Τον βρήκε να σκάβει…Τον πέρασε για εργάτη της μονής! Ο Άγιος τον συμβούλεψε και με το παράδειγμά του και με τα λόγια του. Τον Σεπτέμβριο του 1910 βρέθηκε μέσω Σύρου και πάλι στην Πάρο. 






Ζ΄. Πρεσβύτερος, Αρχιμανδρίτης, Κήρυκας:


Όπως αναφέρει σε επιστολή στον Πνευματικό του Ματθαίο Καρακαλληνό (13-6-1912), με παραίνεση του Ηγουμένου και των Πατέρων της Μονής προχειρίστηκε Πρεσβύτερος στις 22-4-1912, Κυριακή της Σαμαρείτιδας από τον Επίσκοπο Τριφυλίας και Ολυμπίας κ. Γαβριήλ στην Αθήνα. 


Το επόμενο έτος, 21-10-1913, προχειρίστηκε σε Αρχιμανδρίτη από τον Μητροπολίτη Παροναξίας κ. Ιερόθεο. Από τότε άρχισε να εξομολογεί και να κηρύττει τον θείον λόγο στην Πάρο και την Νάξο και αργότερα στη Σύρο, την Τήνο και την Αθήνα. Από το 1916 (32 ετών ) και στην υπόλοιπη Ελλάδα…


Το 1917 μετέβη στην ιδιαίτερη πατρίδα του και κήρυξε τον θείο λόγο σε πολλές κωμοπόλεις. Το 1920 μετέβη στη Πελοπόννησο και κήρυξε στην Τρίπολη, Σπάρτη και σε μερικά χωριά. Το ίδιο έτος επισκέφτηκε και την Σίφνο.


Το 1921, την Μ. Σαρακοστή κήρυξε και εξομολογούσε στην Τήνο, Σύρο, Αθήνα και Βόλο. Το καλοκαίρι έφτασε στη Αθήνα, Πειραιά, Χίο και Τσεσμέ (απέναντι). Τον επόμενο χρόνο βρέθηκε στην Ιτέα, Δεσφίνα, Αράχοβα, Δελφούς, Χρυσό και Γαλαξίδι. Το 1923 πήγε Αθήνα και Πελοπόννησο… 






Η΄. Στους Άγιους Τόπους, Σινά και Αίγυπτο και Ελλάδα:


Το Μάρτιο του 1924 έκαμε μεγάλη περιοδεία. Άρχισε από την Νάξο, Σύρο, Αθήνα, Κρήτη, Αλεξάνδρεια, Παλαιστίνη, Αραβία, Αίγυπτο και Όρος Σινά! Ειδικά στην Παλαιστίνη πήγε σ’ όλα τα προσκυνήματα και στο Σινά λειτούργησε στο παρεκκλήσιο της αγία Βάτου. Από τις περιοχές αυτές έστειλε πολλές επιστολές, ιδίως στο γέροντά του Ιερόθεο:


1). Από Αγία πόλη Σιών 8-4-1924,


2). Από Ιερουσαλήμ 20-4-1924,


3). Από Ιερουσαλήμ 24-4-1924,


4). Από Σουέζ 20-5-1924,


5). Από Σινά 4-6-1924,


6). Από Παραλία Ερυθράς Θάλασσας 11-6-1924,


7). Από Κάιρο 25-6-1924.


Επέστρεψε στην Αθήνα και από εκεί πήγε στο Άγιο Όρος. Πέρασε, κήρυξε και εξομολογούσε το 1926 στην Θεσσαλονίκη, Βόλο, Μακρινίτσα, Κανάλια και Σκιάθο.






Θ΄. Ηγούμενος της Μονής:


Το 1928 μετέβη στην Κέρκυρα. Το 1930 απεβίωσε ο γέροντάς του Ιερόθεος. Με διαθήκη του τον αφήκε διάδοχό του, πράγμα που δέχτηκαν οι πατέρες της Μονής. Είχε παρακαλέσει τον Ηγούμενο να αφήσει άλλον, αλλά στάθηκε αδύνατο να τον μεταπείσει…Αλλά και έτσι δεν εγκατέλειψε το προηγούμενο έργο του. Το 1933 (49 ετών) έφτασε στα Καλάβρυτα και προσκύνησε στην Αγία Λαύρα και Μέγα Σπήλαιο. Από εκεί έφτασε στην Κεφαλονιά, στον Άγιο Γεράσιμο και στην Ζάκυνθο στον Άγιο Διονύσιο.


Το 1934 φτάνει στην Κωνσταντινούπολη (Πατριάρχης ο Φώτιος) λειτούργησε και κήρυξε σε πολλές περιοχές. Προσπάθησε να συναντήσει τον Κεμάλ Ατατούρκ (Πρόεδρο της Τουρκικής Δημοκρατίας), για να του μιλήσει για το Χριστιανισμό (είχε ήδη αποκηρύξει τον Ισλαμισμό). Όμως ο Πατριάρχης Φώτιος τον απέτρεψε… Ετοίμαζε αργότερα από την Ελλάδα επιστολή, αλλά ο Κεμάλ πέθανε.


Το 1935, Μ. Σαρακοστή, από τους Μητροπολίτες Φωκίδας κ. Ιωακείμ και Αιτωλοακαρνανίας κ. Ιερόθεο και περιόδευσε στην Άμφισσα και Αγρίνιο. Τον Μάιο πήγε στα Μετέωρα και μίλησε στην Καλαμπάκα, Τρίκαλα, Καρδίτσα και Λάρισα. Τον Οκτώβριο παρευρέθη στην εορτή του Αγίου Δημητρίου στη Θεσσαλονίκη και από εκεί έφτασε στο Κιλκίς. Από εκεί έφτασε στο Βόλο, Χίο και μετά Πελοπόννησο!


Το 1936 προσκλήθηκε από τον Καλαβρύτων και Αιγιαλείας την Μ. Σαρακοστή, και πήγε στο Αίγιο. Τον Οκτώβρη βρέθηκε στην Πάτρα και κήρυξε στον Άγιο Ανδρέα, Παντάνασσα και Άγιο Δημήτριο. Πέρασε στην Κεφαλονιά και από εκεί στο Αγρίνιο. Το επόμενο βρέθηκε πάλι στο Αίγιο, πέρασε στη Ρούμελη, Αθήνα και Πειραιά. Τον Μάιο του 1938 μίλησε στην Αττική, τον Σεπτέμβρη στη Σίφνο, τον Οκτώβρη Αθήνα και από εκεί στην πατρίδα του. Το ίδιο έτος πέρασε από τον Όσιο Λουκά Λιβαδειάς και από τον Προφήτη Ηλία στην Ύδρα. Τον Μάιο του 1940 περιόδευσε σε περιοχές της Αττικής. Τον Οκτώβριο μέσω Πάτμου τον βρήκε ο Ιταλο-Ελληνικός πόλεμος στη Σύρο…






Η΄. Στον πόλεμο και μετά :


Οι στερήσεις της κατοχής οδήγησαν πολύ κόσμο στη Μονή. Ο ρόλος τώρα έγινε ρόλος παραμυθίας. Τρεις αδελφοί της μονής παρασκεύαζαν καθημερινό συσσίτιο. Ανά 50 νοματαίοι οδηγιόντουσαν στην τράπεζα. Έφταναν καθημερινά τους 150-200. Τα τρόφιμα της Μονής ήταν ευλογημένα και τουλάχιστον 1500 άνθρωποι δεν πέθαναν από την πείνα!


Στις 14 –5-1944 είχε αποφασισθεί ο θάνατος 125 Παριανών από τους Γερμανούς. Ο γέροντας, επικεφαλής αντιπροσωπίας, κατάφερε να μεταπείσει τους αποφασισμένους Γερμανούς…


Μετά την κατοχή συνέχισε το προηγούμενο έργο. Οι περιοδείες συνεχίζοντας να κηρύττει τον λόγο του Θεού. Η ηλικία προχωρούσε στον γέροντα, πέρασε το ογδόντα, αλλά τουλάχιστον τρεις φορές το χρόνο περιόδευε.






Θ΄. Η κοίμησή του:


Ο γέροντας Φιλόθεος ήδη από τις αρχές του 1979 ασθενούσε. Στις 7 Μαΐου 1980 (96 ετών) όμως και ενώ βρισκόταν στο κελί του στα Θαψανά της Πάρου, έπεσε οριστικά στο κρεβάτι. Την 6η πρωινή στις 8 Μαΐου 1980 οι Άγιοι Άγγελοι παρέλαβαν την μακάρια του ψυχή για αιώνια ανάπαυση…


Ο θεράποντας του Κυρίου είχε ευλογημένο και άγιο τέλος. Την ώρα που παρέδιδε το πνεύμα του έψαλλε το «ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ»… Ο τύπος των Κυκλάδων έγραψε εγκωμιαστικά για τον Όσιο και Κήρυκα. Ακολούθησαν δεκάδες εκκλησιαστικά περιοδικά και εφημερίδες….






Ι΄. Αποφθέγματα:


1). Περί ταπεινοφροσύνης: «όποιος θέλει να φτάσει από τη γη στον ουρανό πρέπει να βαδίσει την οδό της ταπεινώσεως, ως πλέον συντομοτέρα και ασφαλεστέρα. Πάντες οι Άγιοι δια της ταπεινώσεως ανέβησαν στους ουρανούς…


Ταπείνωσις εσωτερική, πραγματική, αληθινή, είναι να αισθάνεται τις τας δωρεάς και χάριτας που έχει λάβει από τον Θεόν. Να αισθάνεται ότι παν ό,τι έχει, και την ύπαρξιν και ζωήν και υγείαν και πλούτον και σοφίαν όλα είναι ξένα, είναι δώρα του Θεού…»






2). Η φύλαξη των προσκυνημάτων στους Αγίους Τόπους: «…Εάν θέλετε, αγαπητοί μου, να φυλάξετε τα προσκυνήματα, δεν θα τα φυλάξετε με μαχαίρια και περίστροφα, θα τα φυλάξετε εάν κάμητε καλά έργα. Εάν τα έργα σας είναι φωτεινά, λαμπρά και λάμπουν.


Αυτά τα καλά βλέποντες οι άνθρωποι και αυτοί άπιστοι και κακόδοξοι, οι εσκοτισμένοι, θα πιστεύσουν, θα προσέλθουν στην αληθινήν πίστιν, θα γίνουν Ορθόδοξοι, θα μας αγαπήσουν, θα γίνουν από εχθροί φίλοι μας, θα δοξάσουν τον Πατέρα ημών τον εν Ουρανοίς, ο Οποίος δεν παρήγγειλεν εις ημάς να φυλάττωμεν πέτρας, τας οικίας του σώματος, αλλά να φυλλάττωμεν την ψυχήν μας, η οποία αξίζει περισσότερον από όλον τον κόσμον…. να αγαπήσωμεν τον πλησίον μας όπως τον εαυτόν μας, έτι δε και αυτούς τους εχθρούς μας…»






3). Η ένωση των «Εκκλησιών»: «Ουδείς πιστός Ορθόδοξος Χριστιανός, συνετός, φρόνιμος, έχων ολίγον φόβον Θεού θα δεχθεί ποτέ την ένωσιν με τους αιρετικούς παπιστάς τους καταφρονητάς των επτά Αγίων Οικουμενικών και των Αποστολικών και Πατρικών Παραδόσεων. Ας στοχαστεί καλώς ο Πατριάρχης και ας μην αυταπατάται και νομίζει εύκολον την ένωσιν και ότι θα τον ακολουθήσουν οι γνήσιοι Έλληνες Ορθόδοξοι και ότι θα καταπατήσουν την συνείδησή των και θα καταφρονήσουν ευκόλως Αποστολικάς και Πατρικάς παραδόσεις και τους ιερούς κανόνας…. 


Και οι μεν Άγιοι Πατέρες, οι καλοί και αληθινοί Ποιμένες, εξεδίωξαν μακράν της Εκκλησίας τους αιρετικούς, τους λοιμώδεις λύκους, ο δε οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας καλεί τον αιρετικόν Πάπαν, τον εχθρόν της Εκκλησίας, τον παραβάτην και καταφρονητήν των αποστολικών και Πατρικών Παραδόσεων….


Οίμοι! Οίμοι, ψυχή μου! Στέναξον, κλαύσον, θρήνησον, ως άλλος Ιερεμίας, ουχί δια την επίγειον Ιερουσαλήμ, την πόλιν των αιμάτων,… Συ θρήνησον δια την Νύμφην του Χριστού, την ακηλίδωτον και άμωμον, την Μίαν, Αγίαν, Ορθόδοξον Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν, την πνευματικήν Μητέρα των Ορθοδόξων Χριστιανών…».






Βιβλιογραφία:


1). Ο ΓΕΡΩΝ ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΖΕΡΒΑΚΟΣ (Ο ΟΥΡΑΝΟΔΡΟΜΟΣ ΟΔΟΙΠΟΡΟΣ) ΤΟΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ, έκδ. ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΚΥΨΕΛΗΣ , Θεσσαλονίκη 1980.


2).ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΣΠΙΔΑ, Αοιδ. Γέροντος ΦΙΛΟΘΕΟΥ ΖΕΡΒΑΚΟΥ, εκδ. ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΚΥΨΕΛΗ, Θεσσαλονίκη 1992.


3). ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑ (Περιοδική έκδοση), ΑΠΡΙΛΙΟΣ-ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1993, Θεσσαλονίκη.


4). ΒΑΣΙΛΙΟΥ Γ. ΣΚΙΑΔΑ, Σύγχρονες Οσιακές Μορφές, ΑΘΗΝΑ 1996.


5). ΚΛΕΙΤΟΥ ΙΩΑΝΝΙΔΗ, ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΟΣ, εκδ. ΝΕΚΤ. ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ, (σελ. 135-159).


Επιμέλεια – Παρουσίαση: Π. Μ.