Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2019

Η πίστη που σώζει (Άγιος Ιγνάτιος Μπριαντσανίνωφ)


theologia
Εἶναι λυπηρό. Ὁμως σήμερα ὑπάρχουν χριστιανοί, πού ἁπλά δέν γνωρίζουν τί σημαίνει νά πιστεύεις στό Χριστό, ἀλλά καί ἔχουν μία ἐντελῶς συγκεχυμένη ἀντίληψη γιά τήν πίστη στόν Ἕνα καί μοναδικό Σωτήρα καί Θεό, τόν Χριστό.
Λένε:
-Γιατί ἐσεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι ἐπιμένετε ὅτι ἔχετε τήν ἀποκλειστικότητα τῆς ἀληθείας;
– Γιατί τάχα, μόνο οἱ Ὀρθόδοξοι θά σωθοῦν;
– Ἀνάμεσά μας ὑπάρχουν τόσοι καλοί ἄνθρωποι! Καί Μωαμεθανοί, καί Βουδδιστές, καί χριστιανοί ἄλλων ὁμολογιῶν, ἀκόμη καί ἄθεοι.
– Στέκει νά θέλεις νά τούς στείλεις ὅλους αὐτούς στήν κόλαση;
* * *
Μία τέτοια σκέψη, φαίνεται να εἶναι καί σωστή· καί τετραγωνικά λογική. Εἶναι ὅμως;
Ἄς τό ἐξηγήσωμε μέ λόγια ἁπλᾶ. Γιατί, ἐπάνω σέ ἕνα τέτοιο σοβαρό θέμα δέν πρέπει νά ἔχωμε συγκεχυμένες ἰδέες. Λοιπόν. Σημασία δέν ἔχει, τί λέει ὁ καθένας, ἀλλά τί λέει ὁ Χριστός καί ἡ Ἐκκλησία.
Χριστιανοί! Προσέξτε! Κάνετε ὡραῖες σκέψεις καί συλλογισμούς! Ἀλλά χωρίς νά ξέρετε, τί εἶναι ἡ σωτηρία· γιατί εἶναι ἀπαραίτητη ἡ σωτηρία· καί γιατί ἡ μόνη ὁδός πρός τόν Θεό καί τήν σωτηρία εἶναι ὁ Χριστός· μόνο ὁ Χριστός!
Σωτηρία εἶναι ἡ ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό· ἡ ἀποκατάσταση ἐπικοινωνίας μαζί Του. Ἡ σωτηρία εἶναι κάτι πού μάς ἐνδιαφέρει ὅλους. Ὅλους τούς λαούς· ὅλους τούς ἀνθρώπους· ἐνάρετους καί ἁμαρτωλούς! Ὁ Πατριάρχης Ἰακώβ μιλώντας γιά τόν ἑαυτό του, λέγει: «θά κατεβῶ στό παιδί μου στόν Ἅδη». Το λέγει γιατί τότε, πρίν ἔλθει ὁ Χριστός, ὅλοι, ἁμαρτωλοί καί δίκαιοι, μετά τό ἐπίγειο ταξίδι τους, κατέληγαν στόν Ἅδη. Τόσο λίγη ἀξία εἶχαν τότε τά «καλά» τους ἔργα! Μόνα τους χωρίς τήν χάρη πού παίρνουμε, ἀπό τό βάπτισμα καί ἀπό τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ.
Γι᾿ αὐτό, ὅταν κάποτε οἱ Ἰουδαῖοι ρώτησαν τόν Χριστό: «τί πρέπει νά κάνουμε, γιά νά ἐκτελοῦμε τά ἔργα τοῦ Θεοῦ»; Καί ὁ Χριστός τούς ἀπάντησε: «Το μεγαλύτερο ἔργο τοῦ Θεοῦ εἶναι νά πιστεύετε σέ Ἐκεῖνον, πού ὁ Θεός Πατέρας μᾶς ἔστειλε»(Ἰω. 6,28-29). Δηλαδή:
Ἡ μόνη ἐγγύηση, ἡ μοναδική ὁδός γιά τήν σωτηρία εἶναι ἡ σωστή πίστη σέ Ἐκεῖνον, πού ὁ Θεός ἔστειλε στόν κόσμο δηλαδή, τόν Υἱόν – τόν Χριστό.
Δέν ἀρκεῖ λοιπόν, νά εἴμαστε «καλοί» ἄνθρωποι. Καί ἄν ἄνθρωποι μεγάλοι καί φωτισμένοι, κατέβαιναν τότε στόν Ἅδη, πῶς εἶναι δυνατό ἐσύ, νά θέλεις νά σωθῆς χωρίς πίστη καί ἐπικοινωνία μέ τόν Χριστό; Και πώς τολμᾶς καί ψάχνεις νά βρεῖς, ἄν καί οἱ μουσουλμάνοι θά σωθοῦν; Ἐπειδή ἁπλά σοῦ φαίνονται «καλοί»; Χωρίς ποτέ, νά ἔχουν πιστεύσει στόν Ἕνα καί Μοναδικό Σωτήρα καί Λυτρωτή;
* * *
Ἄς κάμουμε, λοιπόν, φροντίδα μας νά ἀγαπήσουμε τόν Χριστό. Γιατί σωτηρία χωρίς Αὐτόν, μόνο χάρη σέ μερικές «καλές» πράξεις, δεν γίνεται.
(Ἐπιστολή 238)

(Περιοδικὸ “Λυχνία”, Ἱ. Μ. Νικοπόλεως καὶ Πρεβέζης, Μετ: Ἀρχιμ. Α.Μ)

(Πηγή ψηφ. κειμένου: agiazoni.gr)

Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 2019

Κυριακή Η’ Ματθαίου: Οι βασικές ανάγκες στην ζωή μας (Σεβασμ. Μητροπ. Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεος)



Τό θαύμα τού πολλαπλασιασμού τών πέντε άρτων είναι από τά πιό γνωστά καί αγαπητά γεγονότα τής ζωής τού Χριστού, γιατί δείχνει ότι ο Χριστός ενδιαφέρεται γιά τά υλικά προβλήματα τών ανθρώπων, γιά τήν πείνα τους, αλλά καί γιατί δείχνει τό μυστήριο τής θείας Ευχαριστίας, όπως ερμήνευσαν οι άγιοι Πατέρες τής Εκκλησίας τήν περικοπή αυτή. Όμως, σήμερα, στό σύντομο αυτό κήρυγμα, θά δούμε μιά άλλη πλευρά τού θέματος αυτού πού είναι σημαντική. Δηλαδή, θά εξετάσουμε τό θέμα, όχι από τήν πλευρά τού Χριστού, αλλά από τήν πλευρά τών ανθρώπων. Οι άνθρωποι τής εποχής εκείνης ακολουθούσαν τόν Χριστό γιά νά ακούσουν τήν διδασκαλία Του καί νά δεχθούν τήν αγάπη Του μέ τίς θεραπείες τών διαφόρων ασθενειών. Ο ιερός Ευαγγελιστής γράφει: «καί ακούσαντες οι όχλοι ηκολούθησαν αυτώ πεζή από τών πόλεων» (Ματθ. ιδ’, 13). Δηλαδή, όταν οι άνθρωποι άκουσαν ότι ο Χριστός είναι κοντά, Τόν ακολούθησαν μέ τά πόδια από τίς πόλεις, πού σημαίνει βγήκαν οι άνθρωποι από τίς πόλεις καί ακολούθησαν τόν Χριστό. Μάλιστα, ο τόπος ήταν έρημος, δέν είχαν μαζί τους τρόφιμα καί είχε βραδιάσει. Καί τά τρία αυτά στοιχεία (έρημος, απουσία τροφίμων, βράδυ) δείχνουν τό ότι οι άνθρωποι προτίμησαν νά ακούσουν τόν Χριστό, παρά τίς τόσες δυσκολίες πού αντιμετώπιζαν. Καί όπως γράφει ο Ευαγγελιστής Ματθαίος, ήταν πέντε χιλιάδες άνδρες, χωρίς νά υπολογισθή η παρουσία τών γυναικών καί τών παιδιών. Οπότε, ασφαλώς ο αριθμός ήταν μεγαλύτερος.

Τό θέμα, λοιπόν, είναι τί προτεραιότητες θέτουμε στήν ζωή μας: υλικές ή πνευματικές. Αυτό είναι πολύ σημαντικό σημείο, πού δείχνει πώς ζούμε, πώς συμπεριφερόμαστε, ποιός είναι ο στόχος τής ζωής μας. Υπάρχουν υλικές ανάγκες πού συνδέονται μέ τίς επιθυμίες μας, υπάρχουν βιολογικές ανάγκες πού αφορούν τό σώμα μας, υπάρχουν ψυχολογικές ανάγκες, αφού αναζητάμε αγάπη, πληρότητα, καί υπάρχουν πνευματικές ανάγκες, αφού όλοι μας αναζητάμε τόν Θεό.

Οι ειδικοί γιά τά θέματα αυτά λένε ότι οι βασικές ανάγκες κάθε ανθρώπου δέν είναι οι υλικές, αλλά κυρίως η ανάγκη νά αγαπάμε καί νά μάς αγαπούν, καί η ανάγκη νά αισθανόμαστε ότι έχουμε κάποια αξία γιά τόν εαυτό μας καί τούς άλλους. Όταν δέν ικανοποιούνται αυτές οι βασικές ψυχικές ανάγκες ο άνθρωπος αισθάνεται οδύνη καί δυσφορία, έστω κι άν ζή μέσα στήν ευμάρεια καί τόν υλικό πλούτο.

Πέρα από τίς βασικές αυτές ψυχικές ανάγκες υπάρχουν καί οι θεολογικές ανάγκες, αφού ο άνθρωπος πρωτίστως είναι θεολογικό όν, δηλαδή δημιουργήθηκε από τόν Θεό, θέλει νά ζή μέ τόν Θεό καί οδηγείται πρός τόν Θεό. Από αυτήν τήν ανάγκη γεννιούνται διάφορα ερωτήματα, όπως: ποιός μάς δημιούργησε, γιατί ήλθαμε στήν ζωή, πού πηγαίνουμε, γιατί πεθαίνουμε, τί γίνεται η ψυχή μετά τόν θάνατο. Δέν υπάρχει άνθρωπος πού δέν απασχολήθηκε ποτέ μέ τέτοια θεολογικά ερωτήματα. Από αυτήν τήν βασική ανάγκη δημιουργήθηκε η φιλοσοφία, καί οι αναζητήσεις τού ανθρώπου γιά τόν Θεό. Όταν ο άνθρωπος δέν ικανοποιή αυτήν τήν θεολογική ανάγκη του, αισθάνεται ανικανοποίητος καί αποτυχημένος στήν ζωή.

Η κρίση τήν οποία ζούμε είναι αποτέλεσμα τής μή ικανοποιήσεως τών ψυχικών καί θεολογικών αναγκών. Οι υπαρξιακοί ψυχοθεραπευτές έχουν αποδείξει ότι ο άνθρωπος δέν πεθαίνει από τήν έλλειψη υλικών αγαθών καί τροφίμων, αλλά κυρίως από τήν απόγνωση καί τήν απελπισία, πού είναι αποτελέσματα τής μή ικανοποιήσεως τών βασικών ψυχικών καί θεολογικών του αναγκών.

Πάντως, από τήν σημερινή περικοπή φαίνεται ότι οι άνθρωποι τής εποχής εκείνης προτίμησαν νά ακούσουν τόν Χριστό, χωρίς νά σκεφθούν τήν έλλειψη τών τροφίμων καί τόν έρημο τόπο καί τελικά απέκτησαν καί τά πνευματικά καί τά υλικά αγαθά. Πρέπει καί εμείς νά αναζητάμε τήν ικανοποίηση κυρίως τών θεολογικών αναγκών μας, νά βρούμε τόν Χριστό καί νά αποκτήσουμε κοινωνία μαζί Του γιά νά λυθούν όλες οι θεολογικές μας ανησυχίες.



(Πηγή: parembasis.gr)

Διάκριση (Όσιος Μακάριος της Όπτινα)


theologia
Επίτρεψέ μου να μην αναφερθώ άλλο στο παρελθόν, αλλά να σταθώ σε ό,τι θα μπορέσει ν’ αποβεί χρήσιμο και ωφέλιμο για το μέλλον.
Σύμφωνα με τη διδασκαλία των αγίων Πατέρων, κάθε εντύπωση, κάθε εικόνα, κάθε λογισμός που έρχεται στην περιοχή της καρδιάς και τη γεμίζει με μεγάλη ταραχή, ασφαλώς προέρχεται από το χώρο των παθών. Γι’ αυτό δεν πρέπει ν’ ακολουθούμε τις παρορμήσεις της καρδιάς αμέσως, αλλά μόνο μετά από προσεκτική αυτοεξέταση και έντονη προσευχή. Ο Θεός να μας φυλάξει από καρδιά τυφλωμένη! Γιατί είναι πια πασίγνωστο, ότι τα πάθη τυφλώνουν την καρδιά και σκοτίζουν το λαμπερό ήλιο της διάνοιας, που όλοι μας πρέπει, με σκληρή προσπάθεια, ν’ ατενίζουμε πάντοτε.
***
Τελικά η ατέλειωτη νύχτα πέρασε. Στην καρδιά σου ο ήλιος λάμπει ολόλαμπρος και στο νου σου ο αέρας είναι γλυκύς και καθαρός. Γλυκύτερος και καθαρότερος από ποτέ άλλοτε. Δόξα τω Θεώ! Είναι ολοφάνερη η επέμβαση της χάριτός Του. Όμως, από μιαν άποψη, η τωρινή κατάστασή σου είναι ο καρπός των πικρών δοκιμασιών σου. Καθώς λέει ο άγιος Μάρκος ο ασκητής, πίσω από τις ακούσιες θλίψεις είναι κρυμμένο το έλεος του Θεού.
Πρόσεξε όμως, γιατί η έντονη τάση για προσευχή που έχεις τώρα, είναι κι αυτή μια δοκιμασία από τα δεξιά. Αν επιτρέψεις στον εαυτό σου να βυθιστεί στην απόλαυση, στην αυτοϊκανοποίηση, τότε ένα σύννεφο πνευματικού σκοταδιού, πυκνότερο από το προηγούμενο, θα έρθει και θα σε τυλίξει. Στο δρόμο που περπατούμε, αυτό είναι αναπόφευκτο: Η ικανοποίηση για ένα πνευματικό κατόρθωμα μας οδηγεί ανεπαίσθητα -αλλά γοργά και σίγουρα- στα δίχτυα της μεγάλης παγίδας, που λέγεται έπαρση. Τότε είναι που ταπεινωνόμαστε για τα καλά! Και δίκαια. Γιατί έχουμε πια αποδειχθεί ανίκανοι να δεχθούμε με ταπεινή ευγνωμοσύνη τη χάρη, που πλούσια και γενναιόδωρα μας έστειλε ο Θεός.
Με τις ταπεινώσεις και τους εξευτελισμούς η έπαρση ξεριζώνεται αποτελεσματικά. Μέχρι να συμβεί αυτό, το οικοδόμημα των αρετών που δήθεν αποκτούμε, και κάποτε μάλιστα με πολύ κόπο, θεμελιώνεται στην άμμο. Χρειάζεται πολύ χρόνο και απαιτεί μεγάλο κόπο για να θεμελιωθεί αυτό το οικοδόμημα πάνω στην πέτρα, όπου η τέχνη της προσευχής θα ευδοκιμεί με σταθερότητα και ασφάλεια.
***
Ο αγώνας για την πνευματική πρόοδο δεν είναι δυνατό να οδηγήσει την ψυχή μας μόνο στο ανθισμένο λιβάδι της ευφροσύνης και της παρηγορίας, και να την αφήσει μόνιμα εκεί. Αναπόφευκτα, αργά ή γρήγορα, θα την οδηγήσει και στο δρόμο του σταυρού. Γιατί, σηκώνοντας τον πνευματικό σταυρό μας, το σταυρό των θλίψεων και των πειρασμών, διδασκόμαστε την υπομονή και την υποταγή στο θέλημα του Κυρίου. Με κάθε θλίψη, λέει κάποιος άγιος, ελέγχεται η κλίση του θελήματός μας, αν κλίνει προς τα δεξιά ή προς τ’ αριστερά. Έτσι μπορούμε ν’ ανιχνεύσουμε τα κρυφά πονηρά μας θελήματα και να τα πατάξουμε. Γι’ αυτό κάθε θλίψη μοιάζει με παζάρι: Εκείνος που ξέρει να εμπορεύεται, κερδίζει πολλά. Εκείνος που δεν ξέρει, ζημιώνεται.
Πρέπει λοιπόν να το γνωρίζεις από τώρα καθαρά, πως οι πνευματικές παρηγορίες συνοδεύονται πάντοτε από ένα πνευματικό Γολγοθά.

(Όσιος Μακάριος της Όπτινα, “Πνευματικές νουθεσίες“, Ιερά Μονή Παρακλήτου)

(Πηγή ψηφ. κειμένου: agiosthomas.gr)

Η πίστη που σώζει (Άγιος Ιγνάτιος Μπριαντσανίνωφ)


theologia
Εἶναι λυπηρό. Ὁμως σήμερα ὑπάρχουν χριστιανοί, πού ἁπλά δέν γνωρίζουν τί σημαίνει νά πιστεύεις στό Χριστό, ἀλλά καί ἔχουν μία ἐντελῶς συγκεχυμένη ἀντίληψη γιά τήν πίστη στόν Ἕνα καί μοναδικό Σωτήρα καί Θεό, τόν Χριστό.
Λένε:
-Γιατί ἐσεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι ἐπιμένετε ὅτι ἔχετε τήν ἀποκλειστικότητα τῆς ἀληθείας;
– Γιατί τάχα, μόνο οἱ Ὀρθόδοξοι θά σωθοῦν;
– Ἀνάμεσά μας ὑπάρχουν τόσοι καλοί ἄνθρωποι! Καί Μωαμεθανοί, καί Βουδδιστές, καί χριστιανοί ἄλλων ὁμολογιῶν, ἀκόμη καί ἄθεοι.
– Στέκει νά θέλεις νά τούς στείλεις ὅλους αὐτούς στήν κόλαση;
* * *
Μία τέτοια σκέψη, φαίνεται να εἶναι καί σωστή· καί τετραγωνικά λογική. Εἶναι ὅμως;
Ἄς τό ἐξηγήσωμε μέ λόγια ἁπλᾶ. Γιατί, ἐπάνω σέ ἕνα τέτοιο σοβαρό θέμα δέν πρέπει νά ἔχωμε συγκεχυμένες ἰδέες. Λοιπόν. Σημασία δέν ἔχει, τί λέει ὁ καθένας, ἀλλά τί λέει ὁ Χριστός καί ἡ Ἐκκλησία.
Χριστιανοί! Προσέξτε! Κάνετε ὡραῖες σκέψεις καί συλλογισμούς! Ἀλλά χωρίς νά ξέρετε, τί εἶναι ἡ σωτηρία· γιατί εἶναι ἀπαραίτητη ἡ σωτηρία· καί γιατί ἡ μόνη ὁδός πρός τόν Θεό καί τήν σωτηρία εἶναι ὁ Χριστός· μόνο ὁ Χριστός!
Σωτηρία εἶναι ἡ ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό· ἡ ἀποκατάσταση ἐπικοινωνίας μαζί Του. Ἡ σωτηρία εἶναι κάτι πού μάς ἐνδιαφέρει ὅλους. Ὅλους τούς λαούς· ὅλους τούς ἀνθρώπους· ἐνάρετους καί ἁμαρτωλούς! Ὁ Πατριάρχης Ἰακώβ μιλώντας γιά τόν ἑαυτό του, λέγει: «θά κατεβῶ στό παιδί μου στόν Ἅδη». Το λέγει γιατί τότε, πρίν ἔλθει ὁ Χριστός, ὅλοι, ἁμαρτωλοί καί δίκαιοι, μετά τό ἐπίγειο ταξίδι τους, κατέληγαν στόν Ἅδη. Τόσο λίγη ἀξία εἶχαν τότε τά «καλά» τους ἔργα! Μόνα τους χωρίς τήν χάρη πού παίρνουμε, ἀπό τό βάπτισμα καί ἀπό τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ.
Γι᾿ αὐτό, ὅταν κάποτε οἱ Ἰουδαῖοι ρώτησαν τόν Χριστό: «τί πρέπει νά κάνουμε, γιά νά ἐκτελοῦμε τά ἔργα τοῦ Θεοῦ»; Καί ὁ Χριστός τούς ἀπάντησε: «Το μεγαλύτερο ἔργο τοῦ Θεοῦ εἶναι νά πιστεύετε σέ Ἐκεῖνον, πού ὁ Θεός Πατέρας μᾶς ἔστειλε»(Ἰω. 6,28-29). Δηλαδή:
Ἡ μόνη ἐγγύηση, ἡ μοναδική ὁδός γιά τήν σωτηρία εἶναι ἡ σωστή πίστη σέ Ἐκεῖνον, πού ὁ Θεός ἔστειλε στόν κόσμο δηλαδή, τόν Υἱόν – τόν Χριστό.
Δέν ἀρκεῖ λοιπόν, νά εἴμαστε «καλοί» ἄνθρωποι. Καί ἄν ἄνθρωποι μεγάλοι καί φωτισμένοι, κατέβαιναν τότε στόν Ἅδη, πῶς εἶναι δυνατό ἐσύ, νά θέλεις νά σωθῆς χωρίς πίστη καί ἐπικοινωνία μέ τόν Χριστό; Και πώς τολμᾶς καί ψάχνεις νά βρεῖς, ἄν καί οἱ μουσουλμάνοι θά σωθοῦν; Ἐπειδή ἁπλά σοῦ φαίνονται «καλοί»; Χωρίς ποτέ, νά ἔχουν πιστεύσει στόν Ἕνα καί Μοναδικό Σωτήρα καί Λυτρωτή;
* * *
Ἄς κάμουμε, λοιπόν, φροντίδα μας νά ἀγαπήσουμε τόν Χριστό. Γιατί σωτηρία χωρίς Αὐτόν, μόνο χάρη σέ μερικές «καλές» πράξεις, δεν γίνεται.
(Ἐπιστολή 238)

(Περιοδικὸ “Λυχνία”, Ἱ. Μ. Νικοπόλεως καὶ Πρεβέζης, Μετ: Ἀρχιμ. Α.Μ)

(Πηγή ψηφ. κειμένου: agiazoni.gr)

Πώς μπορούμε ν’ αποκτήσουμε το Άγιο Πνεύμα (Άγιος Ιννοκέντιος Μόσχας)


theologia
Τα γνωστά και αποτελεσματικά μέσα για την απόκτηση του Αγίου Πνεύματος, σύμφωνα με τη διδασκαλία των ιερών Γραφών και την πείρα των μεγάλων αγίων είναι τα εξής:
1. Η καθαρή καρδιά και το αγνό σώμα. 2. Η ταπεινοφροσύνη. 3. Η υπακοή στη φωνή του Θεού. 4. Η προσευχή. 5. Η καθημερινή αυταπάρνηση. 6. Η ανάγνωση και ακρόαση της Αγίας Γραφής. 7. Τα Μυστήρια της Εκκλησίας μας και κατεξοχήν η θεία Κοινωνία.
Κάθε πιστή ψυχή μπορεί να γεμίσει με Άγιο Πνεύμα, αν καθαριστεί από την αμαρτία, απαλλαγεί από τη φιλαυτία και ελευθερωθεί από την υπερηφάνεια. Το Άγιο Πνεύμα είναι πάντα ολόγυρά μας και επιθυμεί να μπει μέσα μας. Αλλά οι κακές μας πράξεις μάς περιβάλλουν σαν ισχυρό πέτρινο τείχος. Και τ’ αμαρτήματά μας, σαν άγριοι φρουροί, το διώχνουν μακριά μας και δεν το αφήνουν να μας πλησιάσει.
Κάθε αμαρτία διώχνει το Άγιο Πνεύμα. Πιο μισητές, όμως, είναι από τις σωματικές η πορνεία και από τις ψυχικές η υπερηφάνεια. Το Άγιο Πνεύμα, η τέλεια καθαρότητα, δεν μπορεί ποτέ να κατοικήσει σε άνθρωπο μολυσμένο με αμαρτίες. Πώς να μείνει στη καρδιά μας, όταν αυτή είναι γεμάτη μέριμνες, επιθυμίες και πάθη;
Ας δούμε λοιπόν πιο αναλυτικά τα μέσα για την απόκτηση του Αγίου Πνεύματος.
1. Αν θέλουμε να μη χάσουμε το Άγιο Πνεύμα, που πήραμε στο βάπτισμα, ή αν το χάσαμε, να Το αποκτήσουμε πάλι, οφείλουμε να έχουμε καρδιά καθαρή και σώμα αγνό, αμόλυντο δηλαδή από κάθε σαρκική αμαρτία.
Καρδιά και σώμα πρέπει να είναι ναός του Αγίου Πνεύματος. Και σ’ όποιον έχει καθαρή καρδιά και αμόλυντο σώμα, το Άγιο Πνεύμα θα μπει και θα κυριέψει τη ψυχή του. Φτάνει να μην έχει αποθέσει ο άνθρωπος αυτός την ελπίδα του στα καλά του έργα και να μην καυχιέται γι’ αυτά, να μη νομίζει δηλαδή ότι δικαιωματικά πρέπει να λάβει τα δώρα του Αγίου Πνεύματος, σαν αμοιβή που του χρωστάει ο Θεός.
Αν εσύ είχες την ατυχία να κηλιδώσεις την καρδιά σου και να φθείρεις το σώμα σου με την αμαρτία, αγωνίσου να καθαριστείς με τη μετάνοια. Πάψε ν’ αμαρτάνεις, μετανόησε με συντριβή και άρχισε να ζεις με περισσότερη προσοχή. Έτσι θ’ αξιωθείς ν’ απολαύσεις το Άγιο Πνεύμα.

2. Ένα από τα πιο σίγουρα μέσα για την απόκτηση του Αγίου Πνεύματος είναι η ταπεινοφροσύνη.
Έστω κι αν είσαι άνθρωπος τίμιος, καλός, δίκαιος και σπλαχνικός, έστω κι αν τηρείς όλες τις εντολές του Θεού, να θεωρείς πάντα τον εαυτό σου σαν έναν ανάξιο δούλο Του, σαν ένα εργαλείο στα χέρια Του, εργαλείο με το οποίο Εκείνος ενεργεί. Άλλωστε, φτάνει μια πιο προσεκτική ματιά στα καλά μας έργα, ακόμα και στις μεγαλύτερες αρετές μας, για να δούμε πόσο λίγο αξίζουν να λέγονται χριστιανικές αρετές. Πόσες φορές, λ.χ., δίνουμε ελεημοσύνη, αν όχι από ματαιοδοξία και φιλαυτία, οπωσδήποτε όμως από ιδιοτέλεια, σαν τοκογλύφοι, ελπίζοντας δηλαδή ότι για ένα νόμισμα που δώσαμε στο φτωχό, θα πάρουμε από το Θεό εκατό ή χίλια;
Ταπεινοφροσύνη είναι και το να υπομένεις καρτερικά και αγόγγυστα όλες τις θλίψεις, λύπες και δυστυχίες, θεωρώντας τες σαν τιμωρία για τις αμαρτίες σου. Να μη λες, «αλίμονο στη συμφορά μου!», αλλά «και λίγα είναι τούτα για τις αμαρτίες μου!». Και να ζητάς από το Θεό, όχι τόσο να σε απαλλάξει από τις δοκιμασίες, όσο να σου δώσει δύναμη για να τις υπομένεις.

3. Το Άγιο Πνεύμα μπορούμε να το αποκτήσουμε επίσης με την υπακοή στη φωνή του Θεού.
Ο Θεός μιλάει πολύ καθαρά, με τρόπο σαφή και κατανοητό. Έτσι μπορούμε ν’ ακούμε τη φωνή του σε κάθε τόπο και χρόνο και περίσταση. Φτάνει μόνο να έχουμε αυτιά για ν’ ακούμε. Είσαι λ.χ., δυστυχισμένος; Σε αδίκησε κάποιος; Πέθανε ένας συγγενής σου; Είσαι άρρωστος, λυπημένος ή μελαγχολικός χωρίς καμιά φανερή αιτία, όπως συμβαίνει συχνά σε όλους μας; Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις μπορείς ν’ ακούσεις τη φωνή του Θεού, που σου λέει να συνέλθεις και, αντί να στηρίζεσαι στους ανθρώπους ή να ζητάς παρηγοριά στις διασκεδάσεις και τα ξεφαντώματα, να γυρίσεις μετανοημένος σ’ Αυτόν, να ζητήσεις παρηγοριά και βοήθεια μόνο απ’ Αυτόν.
Αν πάλι καλοπερνάς, αν έχεις άφθονα αγαθά και καμιά ανάγκη, αν οι υποθέσεις σου όλες εξελίσσονται θετικά, αν δεν γνωρίζεις πόνο και θλίψη, αλλά μόνο χαρά, και μάλιστα χαρά πνευματική, όλα τούτα είναι του Θεού φωνή, που σε παρακινεί ν’ αγαπάς μ’ όλη σου την καρδιά τον ευεργέτη σου, να τον ευχαριστείς μ’ όλη σου τη δύναμη και να μην ξεχνάς, όταν απολαμβάνεις τ’ αγαθά αυτού του κόσμου, να βοηθάς και τους δικούς Του άσημους αδελφούς, δηλαδή τους φτωχούς. Να μην ξεχνάς ακόμα, πως τα αληθινά αγαθά και η αιώνια χαρά βρίσκονται στον ουρανό και προέρχονται απ’ αυτόν που είναι η πηγή κάθε αγαθού και κάθε χαράς.
Αν είναι παρανομία ή περιφρόνηση ενός επίγειου άρχοντα, πόσο μεγαλύτερη αμαρτία είναι η περιφρόνηση του ουράνιου βασιλιά! Αν δεν προσέξουμε, μπορεί ο Θεός, μετά τις αναρίθμητες ενοχλήσεις και τις επανειλημμένες προσκλήσεις Του, να μας εγκαταλείψει σαν πεισματάρικα παιδιά, θα μας αφήσει τότε να κάνουμε ό,τι θέλουμε. Αλλά ύστερα απ’ αυτό ο νους μας λίγο-λίγο θα σκοτιστεί τόσο πολύ, ώστε και οι φοβερότερες ακόμη αμαρτίες δεν θα μας φαίνονται παρά αναπόφευκτες αδυναμίες της ανθρώπινης φύσεως μας. Όσο λοιπόν ωφέλιμο και σωτήριο είναι το ν’ ακούμε τη φωνή του Θεού, τόσο επικίνδυνο και καταστροφικό είναι το να μην της δίνουμε σημασία.

4. Το Άγιο Πνεύμα Το παίρνουμε ακόμα με την προσευχή. Είναι ο πιο απλός και αποτελεσματικός τρόπος, που μπορεί να τον χρησιμοποιεί ο καθένας μας οποιαδήποτε ώρα.
Όπως γνωρίζουμε, η προσευχή είναι εξωτερική και εσωτερική. Όποιος προσεύχεται κάνοντας γονυκλισίες, κάνει εξωτερική προσευχή. Και όποιος με το νου και την καρδιά του απευθύνεται στο Θεό πασχίζοντας να τον έχει ακατάπαυστα στο λογισμό του, κάνει εσωτερική προσευχή.
Όλοι ξέρετε ποιος από τους δύο αυτούς τρόπους προσευχής είναι ο πιο καλός, ο πιο καρποφόρος, ο πιο ευάρεστος στον Κύριο. Ξέρετε, επίσης, ότι μπορούμε να προσευχόμαστε παντού και πάντοτε, ακόμα και τότε που μας καταβάλλει η αμαρτία. Μπορούμε να προσευχόμαστε και όταν δουλεύουμε και όταν ξεκουραζόμαστε, τις γιορτές και τις καθημερινές, όρθιοι, καθιστοί ή ξαπλωμένοι.
Εδώ χρειάζεται να σας πω μόνο, ότι, μολονότι η εσωτερική προσευχή είναι το πιο ισχυρό μέσο για την απόκτηση της θείας χάριτος, δεν πρέπει ν’ αφήνουμε και την εξωτερική προσευχή, και μάλιστα την κοινή θεία λατρεία. Πολλοί λένε: «Γιατί να πάω στην εκκλησία; Μπορώ και στο σπίτι να προσευχηθώ. Εκεί περισσότερο αμαρτάνεις παρά προσεύχεσαι». Αλλά τι τους κάνει, νομίζετε, να μιλούν έτσι; Η καλή τους γνώση ή η ορθή τους κρίση; Καθόλου! Απεναντίας, η τεμπελιά και ο εγωισμός τους. Είναι αλήθεια, βέβαια, ότι μερικές φορές συμβαίνει, δυστυχώς, να είμαστε μέσα στην εκκλησία και ν’ αμαρτάνουμε. Αυτό όμως δεν γίνεται επειδή ήρθαμε στην εκκλησία, μα επειδή ήρθαμε με διάθεση ακατάλληλη, όχι για να προσευχηθούμε, μα για άλλα! Και για να πεισθείτε, κοιτάξτε εκείνους που, με τις παραπάνω προφάσεις, δεν έρχονται στην εκκλησία. Μήπως προσεύχονται στο σπίτι τους; Κάθε άλλο!
Είπαμε πριν, ότι ο άνθρωπος που δεν έχει μέσα του το Άγιο Πνεύμα, δεν μπορεί να προσευχηθεί αληθινά. Πραγματικά, για να προσευχηθεί κανείς όπως πρέπει, χρειάζεται πολύς κόπος, μεγάλος αγώνας. Δεν είναι δυνατόν αμέσως ή έστω σε σύντομο χρονικό διάστημα να κατευθύνει το νου και την καρδιά του στο Θεό. Αλλά τι αποκτιέται στον κόσμο τούτο εύκολα, γρήγορα και άκοπα; Ποια τέχνη, ποια επιστήμη, ποια πνευματική παρηγοριά; Γι’ αυτό να προσεύχεσαι. Ακόμα κι αν στη προσευχή σου βλέπεις πολύ κόπο και καμιά ευχαρίστηση, να προσεύχεσαι με επιμέλεια και ζήλο. Να συνηθίζεις τον εαυτό σου στη προσευχή και τη συνομιλία με το Θεό. Να προσπαθείς, όσο μπορείς, να συμμαζεύεις και να ελέγχεις τις σκορπισμένες σου σκέψεις. Έτσι, σιγά-σιγά, η προσευχή σου θα γίνεται όλο και πιο εύκολη, θ’ αρχίσεις κι εσύ να αισθάνεσαι μια γλυκεία παρηγοριά. Και αν κάνεις ειλικρινή προσπάθεια, το Άγιο Πνεύμα, βλέποντας την αγωνιστικότητά σου και τη γνησιότητα του πόθου σου, γρήγορα θα σε βοηθήσει. Και αφού μπει μέσα σου, θα σου διδάξει την αληθινή προσευχή.
Ο Θεός μάς ζητάει να προσευχόμαστε αδιάκοπα. Πολλοί λένε: «Πώς είναι δυνατό να προσευχόμαστε αδιάκοπα, αφού ζούμε στο κόσμο; Αν ασχοληθούμε μόνο με την προσευχή, πότε θα εκπληρώσουμε τις υποχρεώσεις μας και θ’ ασχοληθούμε με τις δουλειές μας;». Δεν μπορούμε, βέβαια, να κάνουμε αδιάλειπτη προσευχή εξωτερικά, να στεκόμαστε δηλαδή πάντοτε σε στάση προσευχής, γιατί πρέπει και να δουλέψουμε και πολλές άλλες ανάγκες μας να ικανοποιήσουμε. Όποιος, όμως, συναισθάνεται την εσωτερική του φτώχεια, δεν θα πάψει να προσεύχεται, ό,τι κι αν κάνει. Όποιος θερμά ποθεί να μπει στη βασιλεία των ουρανών, θα βρει την ευκαιρία και το χρόνο να προσεύχεται, τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά. Ακόμα κι όταν εργάζεται βαριά και ακατάπαυστα, θα βρει καιρό να μιλήσει στο Θεό. Δεν βρίσκει καιρό να προσευχηθεί μόνο εκείνος που δεν θέλει.
Μερικοί πιστεύουν ότι προσευχή μπορεί να γίνεται μόνο από βιβλία. Καλό είναι, βέβαια, αν μπορείς, να ικετεύεις και να δοξολογείς το Θεό με τα λόγια των ψαλμών και των εκκλησιαστικών ύμνων. Αν, όμως, είσαι αγράμματος, τότε φτάνει να μάθεις τις κυριότερες προσευχές, με πρώτη την Κυριακή Προσευχή, δηλαδή το «Πάτερ ημών». Σ’ αυτή την προσευχή, που μάς την παρέδωσε ο ίδιος ο Κύριος, αναφέρονται όλες οι ανάγκες μας. Αν, πάλι, οι περιστάσεις δεν επιτρέπουν να προσευχηθείς για αρκετή ώρα, τότε λέγε μερικές απλές και σύντομες προσευχές, όπως, «Κύριε, ελέησον», «Θεέ μου, βοήθησέ με», «Κύριε, συγχώρεσέ με», «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλό».

5. Ένας από τους αγίους πατέρες είπε: «Αν θέλεις η προσευχή σου ν’ ανεβεί κατευθείαν στο Θεό, δώσε της δύο φτερά, τη νηστεία και την ελεημοσύνη». Κυρίως μ’ αυτές τις δύο πρακτικές αρετές πραγματοποιείται η καθημερινή αυταπάρνηση.
Νηστεία γενικά και για κάθε άνθρωπο είναι η εγκράτεια και ο αυστηρός μετριασμός στη χρήση της τροφής.
Σκοπός της νηστείας είναι να ταπεινώσει και να ελαφρύνει το σώμα, κάνοντάς το έτσι πιο υπάκουο στη ψυχή. Γιατί ένα χορτάτο και παχύσαρκο σώμα ζητάει ευκολίες και ανέσεις, μας κάνει ράθυμους και δεν μας αφήνει να συλλογιζόμαστε το Θεό. Δένει τη ψυχή, την πνίγει, την κάνει ό,τι θέλει.
Αλλά νηστεύοντας σωματικά, πρέπει συνάμα να νηστεύεις και ψυχικά. Να φυλάς τη γλώσσα σου από κάθε κακό ή ανώφελο λόγο. Να κυριαρχείς στις επιθυμίες σου. Να ξεριζώνεις τα πάθη σου.
Όσο για την ελεημοσύνη, εμείς συνήθως ονομάζουμε έτσι τη βοήθεια που δίνουμε στους φτωχούς. Δεν είναι, όμως, μόνο αυτή. Ελεημοσύνη είναι κάθε πράξη αγάπης και ευσπλαχνίας. Να δώσει κανείς τροφή στον πεινασμένο, να δώσει νερό στον διψασμένο, να ντύσει τον γυμνό, να επισκεφθεί τον άρρωστο και τον φυλακισμένο, να φιλοξενήσει τον άστεγο, να περιθάλψει το ορφανό κ.λπ.
Αλλά για να είναι η ελεημοσύνη σου αληθινή, όλα αυτά πρέπει να τα κάνεις χωρίς να καυχιέσαι, χωρίς να ζητάς τον έπαινο των ανθρώπων και την ευγνωμοσύνη εκείνων που ευεργετείς.

6. Ένας άλλος τρόπος για την απόκτηση του Αγίου Πνεύματος είναι, όπως είπαμε, η ανάγνωση και ακρόαση της Αγίας Γραφής.
Η Αγία Γραφή είναι για τον άνθρωπο ένα θησαυροφυλάκιο, απ’ όπου μπορεί να αντλήσει φως και ζωή· φως, που φωτίζει και σοφίζει, και ζωή, που ζωογονεί και παρηγορεί και ευφραίνει. Η Αγία Γραφή είναι ένα από τα πολυτιμότερα δώρα του Θεού στον άνθρωπο, μια μεγάλη ευεργεσία, από την οποία ο καθένας μπορεί να ωφεληθεί, φτάνει μόνο να το θελήσει. Η Αγία Γραφή είναι η θεία σοφία, μια σοφία τόσο θαυμαστή, ώστε μπορεί να την κατανοήσει ακόμα και ο πιο απλός κι αγράμματος άνθρωπος. Γι’ αυτό ακριβώς πολλοί απλοί άνθρωποι, διαβάζοντας ή ακούγοντας την Αγία Γραφή, έγιναν ευσεβείς και έλαβαν το Άγιο Πνεύμα, ενώ απεναντίας άλλοι, και μάλιστα μορφωμένοι, μελετώντας την, πλανήθηκαν και χάθηκαν. Αυτό έγινε, γιατί οι πρώτοι τη διάβαζαν με απλότητα καρδιάς, χωρίς ορθολογιστικά ψιλολογήματα, επιδιώκοντας να πλουτίσουν όχι σε γνώση ανθρώπινη, αλλά σε χάρη και δύναμη και Πνεύμα Θεού, ενώ οι δεύτεροι, νομίζοντας πως είναι σοφοί και πως τα ξέρουν όλα, ζητούσαν στη Γραφή όχι τη δύναμη και το Πνεύμα του Θεού, αλλά τη σοφία του κόσμου.

7. Το Άγιο Πνεύμα το αποκτούμε, τέλος, με τη συμμετοχή στα ιερά Μυστήρια της Εκκλησίας μας και κατεξοχήν με τη θεία Κοινωνία.
Ο Ιησούς Χριστός είπε: «Όποιος τρώει τη σάρκα μου και πίνει το αίμα μου, είναι ενωμένος μαζί μου κι εγώ μαζί του. Αυτός έχει ζωή παντοτινή. Και εγώ θα τον αναστήσω την έσχατη ημέρα». Όποιος, δηλαδή, άξια κοινωνεί τα άγια Μυστήρια, ενώνεται με τον Κύριο. Και όποιος με αληθινή μετάνοια, καθαρή καρδιά, θείο φόβο και ακράδαντη πίστη παίρνει το σώμα και το αίμα του Κυρίου, παίρνει συνάμα και το Άγιο Πνεύμα. Κι εκείνο τον ετοιμάζει να δεχθεί και τον Ιησού Χριστό και το Θεό Πατέρα, να γίνει δηλαδή ναός και κατοικητήριο του αληθινού Τριαδικού Θεού. Απεναντίας, όποιος κοινωνεί το σώμα και το αίμα του Κυρίου ανάξια, με ψυχή ακάθαρτη, με καρδιά γεμάτη κακία, εκδικητικότητα και μίσος, όχι μόνο δεν παίρνει το Άγιο Πνεύμα, αλλά γίνεται προδότης, όπως ο Ιούδας, και σταυρώνει το Χριστό γι’ άλλη μια φορά.
Το σώμα και το αίμα του Χριστού, γι’ αυτούς που άξια το μεταλαμβάνουν, είναι το φάρμακο που θεραπεύει κάθε ασθένεια και κάθε αδυναμία. Και ποιος από μας είναι σε κατάσταση τέλειας υγείας; Ποιος δεν χρειάζεται θεραπεία, ανακούφιση και παρηγοριά;
Το σώμα και το αίμα του Χριστού είναι η τροφή μας στο δρόμο προς τη βασιλεία των ουρανών. Μπορεί ποτέ να ξεκινήσει κανείς για μεγάλη και κοπιαστική πορεία χωρίς τροφή;
Το σώμα και το αίμα του Χριστού είναι ορατό αγιαστικό μέσο, που μας το κληροδότησε ο ίδιος ο Κύριος και μας το άφησε για τον αγιασμό μας. Ποιος δεν θα ήθελε να γίνει μέτοχος σε μια τέτοια κληρονομιά και ν’ αγιαστεί;
Μην αμελείτε λοιπόν να πλησιάζετε στο Ποτήριο της ζωής. Αλλά να πλησιάζετε με φόβο Θεού και πίστη. Όποιος αρνείται ή αμελεί να κοινωνήσει, δεν αγαπάει το Χριστό, γι’ αυτό ούτε το Άγιο Πνεύμα θα λάβει ούτε στην ουράνια βασιλεία θα μπει.
Αυτά λοιπόν είναι τα μέσα, με τα οποία μπορούμε ν’ αποκτήσουμε το Άγιο Πνεύμα: καθαρή καρδιά και αγνή ζωή, ταπεινοφροσύνη, υπακοή στη φωνή του Θεού, προσευχή, αυταπάρνηση, μελέτη των ιερών βιβλίων, θεία Κοινωνία.
Το καθένα απ’ αυτά τα μέσα αρκεί, βέβαια, και μόνο του για να μας χαρίσει το Άγιο Πνεύμα. Μα είναι πιο καλό και πιο αποτελεσματικό να τα χρησιμοποιούμε όλα μαζί. Τότε, χωρίς καμιά αμφιβολία, θα λάβουμε το Άγιο Πνεύμα, και θα γίνουμε άγιοι!
Τελειώνοντας, πρέπει να πούμε, ότι, αν κάποιος αξιωθεί να λάβει το Άγιο Πνεύμα και στη συνέχεια πέσει σε αμαρτία, το διώχνει από μέσα του. Και τότε όμως ας μην απελπιστεί, ας μη νομίσει ότι χάθηκαν όλα. Όσο πιο γρήγορα μπορεί, ας προσπέσει στο Θεό με θέρμη, με μετάνοια, με προσευχή και το Άγιο Πνεύμα θα επιστρέψει μέσα του.

(Αγίου Ιννοκεντίου Μόσχας, «Η πνοή του Αγίου Πνεύματος». “Η φωνή των Πατέρων”, τ. Γ΄, σ. 92-102, Εκδ. Ι. Μ. Παρακλήτου)

(Πηγή ψηφ. κειμένου: pemptousia.gr)

Περί μοίρας και προνοίας (Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος)



Λόγος Α’

Οι ταραχές και οι θόρυβοι της ζωής μας δεν προέρχονται από τα ίδια τα πράγματα της ζωής αλλά απ’ τη διάθεση της ψυχής μας

Η ζωή μας είναι γεμάτη από μεγάλη ταραχή και ο βίος μας γεμάτος από θορύβους. Το κακό όμως, αγαπητοί, δεν είναι αυτό, αλλά το ότι αυτούς τους θορύβους και τις ταραχές, ενώ μπορούμε ή να τους καταστήσουμε ελαφρότερους ή να τους υπομένουμε χωρίς λύπη, εμείς ούτε το ένα φροντίσαμε ούτε το άλλο, και περνάμε όλο τον καιρό μας μέσα στην απογοήτευση. Και ο ένας θρηνεί για τη φτώχεια του, ο άλλος για την αρρώστια του, άλλος για τις πολλές φροντίδες και για τις ανάγκες της οικογένειας, άλλος για την ανατροφή των παιδιών και άλλος για το ότι δεν έχει παιδιά. Και πρόσεξε να δεις πόσο μεγάλη είναι αυτή η ανοησία. Γιατί δε θρηνούμε όλοι για τα ίδια πράγματα, αλλά θρηνούμε το ίδιο για τα αντίθετα. Και όμως, αν τα ίδια πράγματα ήταν η αιτία για τους θρήνους μας, δεν θα έπρεπε να θρηνούμε το ίδιο και για τα αντίθετα. Αν, δηλαδή, η φτώχεια ήταν πράγμα κακό και αφόρητο, τότε εκείνος που ζει στα πλούτη δεν θα έπρεπε ποτέ να ζει με ταραχή και θλίψη. Κι αν το να μην έχει κανείς παιδιά ήταν κακό, τότε ο πολύτεκνος θα έπρεπε να είναι πάντοτε εύθυμος. Κι αν πάλι, το να διοικεί κανείς μια πόλη και να χαίρεται τις τιμές και να έχει πολλούς στις προσταγές του, ήταν κάτι ζηλευτό, έπρεπε τον ήσυχο και γαλήνιο βίο να τον αποφεύγουν και να τον αποστρέφονται όλοι οι άνθρωποι. Αλλά τώρα, όταν δεις ότι πλούσιοι και φτωχοί το ίδιο θρηνούν, και πολλές φορές ότι ο πλούσιος το κάνει αυτό πιο πολύ απ’ τον φτωχό, και ο άρχοντας και ο αρχόμενος, και ο πολύτεκνος και ο άτεκνος, να μην αποδίδουμε την αιτία για την ταραχή στα πράγματα, αλλά σε μας τους ίδιους που δεν μπορούμε να τα χειριστούμε όπως πρέπει και να απαλλάξουμε τον εαυτό μας από όλη αυτή τη στενοχώρια της ψυχής μας. Γιατί η ταραχή και ο θόρυβος δεν βρίσκεται μέσα στα πράγματα, αλλά συνηθίζει να τα γεννά η ψυχή μας. Έτσι, όταν εκείνη βρίσκεται σε καλή κατάσταση, ακόμη κι αν από παντού μας χτυπήσουν τρικυμίες, εμείς θα ησυχάζουμε διαρκώς στη γαλήνη και στο λιμάνι. Όπως και το αντίθετο· όταν η ψυχή μας δεν βρίσκεται σε καλή κατάσταση, ακόμη κι αν όλα μας έρχονται ευνοϊκά, δεν θα αισθανόμαστε καλύτερα από τους ναυαγούς.

Αυτό βέβαια μπορούμε να το διαπιστώσουμε και στα σώματα. Αυτός δηλαδή που έχει κάνει δυνατό το σώμα του, κι αν συγκρουσθεί με μύριες αντίξοες καιρικές συνθήκες, όχι μόνο δεν θα πάθει κανένα κακό, αλλά και περισσότερη δύναμη θα αποκτήσει με την εξάσκηση και με το να ζει σ’ αυτές τις καιρικές ανωμαλίες. Αν, όμως, έχει κανείς σώμα ασθενικό και αδύναμο, έστω κι αν ζει στο άριστο κλίμα, δεν πρόκειται να ωφεληθεί και να κερδίσει τίποτε από αυτό, γιατί η ασθένεια που φέρει μέσα στο σώμα του θα εξουδετερώνει και θα καταστρέφει την ευεργετική επίδραση του κλίματος.

Το ίδιο, άλλωστε, παρατηρούμε και με τις τροφές. Όταν, δηλαδή, η κοιλιά είναι υγιής και έχει δύναμη, ό,τι κι αν δεχθεί, όσο σκληρό κι αν είναι, όσο δύσπεπτο, το κάνει καθαρό χυμό, γιατί η φυσική ευεξία νικά την κακή ποιότητα της τροφής. Όταν όμως η κοιλιά είναι άτονη και ασθενική, τότε κι αν της προσφέρεις την πιο εύπεπτη τροφή, την αλλάζει προς το χειρότερο και την αχρηστεύει, γιατί η ασθένεια της κοιλιάς καταστρέφει την ποιότητά της.

Έτσι λοιπόν κι εμείς, αγαπητοί, όταν βλέπουμε να επικρατεί αταξία στα πράγματα, να μην κατηγορούμε το Θεό. Γιατί αυτό δεν αποτελεί φάρμακο για το τραύμα, αλλά δημιουργεί νέο τραύμα που γίνεται πάνω στο παλιό. Να μη νομίζουμε πως οι δαίμονες κυβερνούν τον κόσμο μας και πως ό,τι συμβαίνει σ’ αυτόν γίνεται χωρίς πρόνοια, ούτε να βάζουμε πάνω από την πρόνοια του Θεού τη δύναμη κάποιας άλλης αιτίας ή της μοίρας. Γιατί όλα αυτά είναι γεμάτα βλασφημία και η πραγματική ταραχή και αταξία δε βρίσκεται στο αποτέλεσμα των πραγμάτων, αλλά μέσα στην ταραγμένη σκέψη μας· η οποία κι αν ακόμη βρίσκεται μέσα σε μεγάλη εξωτερική ευταξία, αν δεν διορθώσει τη δική της εσωτερική αταξία και ταραχή, δεν έχει να ωφεληθεί σε τίποτε απ’ την ευταξία των πραγμάτων της ζωής. Όπως, δηλαδή, το μάτι, όταν είναι άρρωστο, και στο λαμπρότερο μεσημέρι θα βλέπει σκοτάδι και άλλα αντί άλλων, και η ακτίνα του ηλίου δεν θα του χρησιμεύει πια, αλλά όταν είναι υγιές και δυνατό, θα μπορέσει ακόμη και το βράδυ να οδηγήσει με ασφάλεια το σώμα, έτσι και το μάτι της ψυχής μας, όσο είναι υγιές, ακόμη και τα πράγματα που είναι συγκεχυμένα, τα διακρίνει με ευκολία· όταν όμως έχει υποστεί βλάβη, ακόμη κι αν το οδηγήσεις στον ουρανό, κι εκεί θα βλέπει μεγάλη αταξία και ταραχή.

Και για το ότι τα πράγματα έτσι έχουν, θα σου το αποδείξω με πολλά παραδείγματα και από την παλαιά και από τη σύγχρονη εποχή. Πόσοι υποφέρουν τη φτώχεια με ευκολία, και δεν παύουν γιαυτό να ευχαριστούν το Θεό; Πόσοι πλούσιοι, που ζουν μες στην πολυτέλεια, αντί να ευχαριστούν, βλασφημούν τον Κύριο; Πόσοι είναι εκείνοι, που ενώ δεν έπαθαν κανένα κακό, κατηγορούν την κάθε πρόνοια του Θεού; Πόσοι είναι εκείνοι, που ενώ πέρασαν όλη τους τη ζωή στη φυλακή, υπομένουν την ταλαιπωρία τους αυτή με πιο μεγάλη ευγνωμοσύνη στο Θεό από εκείνους που έζησαν τη ζωή τους ελεύθεροι και ασφαλείς; Βλέπεις ότι η κατάσταση της ψυχής μας και η σκέψη μας είναι η αιτία και για τούτα και για εκείνα, και όχι η ίδια η φύση των πραγμάτων; Ώστε αν φροντίζαμε για την ψυχή μας, δεν θα υπήρχε ταραχή, δεν θα υπήρχε αταξία, δεν θα υπήρχε κανένα κακό, ακόμη κι αν τα πράγματα της ζωής μας πήγαιναν πάνω κάτω κι αντιμετωπίζαμε καταστάσεις σφοδρότερες κι απ’ την πιο ορμητική παλίρροια.

Πες μου, όμως, γιατί ο Παύλος ευχαριστεί συνεχώς τον Θεό; Έζησε μια ζωή άριστη ανάμεσα στους ανθρώπους και άσκησε συνεχώς την αρετή, κι έπαθε τόσα δεινά που ελάχιστοι άνθρωποι τα έχουν πάθει. Κανείς άνθρωπος κάτω από τον ήλιο δεν υπήρξε δικαιότερος από εκείνον, ούτε έπαθε χειρότερα από εκείνον κανένας από τότε που υπάρχουν οι άνθρωποι. Κι όμως, ενώ έβλεπε πολλούς άλλους, που ζούσαν στην αμαρτία, να είναι χαρούμενοι και να απολαμβάνουν τα αγαθά αυτού του κόσμου, ο ίδιος ευχαριστούσε τον Θεό για τα παθήματά του και προέτρεπε και τους άλλους να κάνουν το ίδιο. Από εκείνον λοιπόν να παραδειγματίζεστε. Γιαυτό κι εσύ, όταν δεις τον αμαρτωλό να χαίρεται, όταν τον δεις να υπερηφανεύεται, όταν τον δεις να νικά τους εχθρούς του, να εκδικείται εκείνους που τον λύπησαν, και να μην έχει υποστεί καμιά βλάβη, αλλά από παντού να κερδίζει χρήματα, όλοι να τον τιμούν να τον κολακεύουν, και συ, αντίθετα, να βρίσκεσαι σε άσχημη κατάσταση, μέσα σε συμφορές, σε συκοφαντίες, σε εχθρότητες, μη νομίσεις ότι είσαι κανένας παραπεταμένος, αλλά αφού σκεφθείς τον Παύλο που βρέθηκε κι αυτός στη δική σου άσχημη κατάσταση, όρθωσε το φρόνημά σου, ανάστησε το ψυχικό σου σθένος και μη νικηθείς από τη θλίψη και τη στενοχώρια.

Η ευλογία του Θεού να μην κρίνεται απ’ την ευτυχία ή τη δυστυχία κάποιου σ’ αυτή τη ζωή

Το φίλο και τον εχθρό του Θεού, μην τον κρίνεις από την ευτυχία ή τη δυστυχία σ’ αυτόν τον κόσμο. Αλλά αν δεις κάποιον που ενώ ζει ενάρετα είναι εξουθενωμένος από την αρρώστια και να φροντίζει για την ευσέβεια, αυτόν να τον μακαρίζεις και να τον θεωρείς αξιοζήλευτο˙ κι ας βρίσκεται δεμένος με μύριες αλυσίδες, κι ας μένει διαπαντός μες στη φυλακή, κι ας είναι δούλος σε ανάξιους κυρίους, κι ας ζητιανεύει, κι ας εργάζεται στα μεταλλεία, κι ας υποφέρει οποιοδήποτε κακό. Γιατί αυτός είναι μακάριος κι αν ακόμη του βγάλουν τα μάτια, κι αν τον καίνε, κι αν του κόβουν το σώμα λίγο λίγο.

Αν όμως δεις κάποιον άλλον να ζει μέσα στην ασέλγεια και την αμαρτία και στα χειρότερα κακά, και να απολαμβάνει μεγάλη τιμή και να ανέρχεται σε θρόνο βασιλικό και να φέρει στέμμα και να ντύνεται με πορφύρα και να εξουσιάζει όλο τον κόσμο, αυτόν να τον κλαίς και να τον λυπάσαι. Γιατί, πραγματικά, δεν υπάρχει τίποτε πιο άθλιο από την ψυχή που βρίσκεται σ’ αυτήν την κατάσταση, ακόμη κι αν έχει υποτάξει ολόκληρη την οικουμένη, Τι θα ωφεληθεί κανείς αν είναι πλούσιος στα χρήματα, όταν είναι απ’ όλους πιο φτωχός στην αρετή; Και ποιο το κέρδος να έχει στην εξουσία του τόσα, όταν δεν μπορεί να εξουσιάσει τον εαυτό του και τα πάθη του; Αλλά εμείς όταν δούμε κάποιον να υποφέρει στο σώμα και να καίγεται από τον πυρετό ή να πονάει στα πόδια, ή να υποφέρει από κάποια άλλη αρρώστια ή αθεράπευτη πάθηση, δακρύζουμε, κι ας είναι πιο πλούσιος απ’ όλους, και τόσο περισσότερο όσο πιο πλούσιος είναι. Γιατί τα δεινά φαίνονται ακόμη πιο μεγάλα, όταν κανείς έχει άφθονα τα αναγκαία για να ζήσει. Κι εκείνος μεν που εμποδίζεται από τις απολαύσεις εξαιτίας της φτώχειας του, παρηγοριέται από την ίδια την ανάγκη. Εκείνος όμως που έχει τη δυνατότητα να απολαύει το καθετί και εμποδίζεται από την αρρώστια του, μ’ αυτό και μόνο υποφέρει περισσότερο.

Ο άνθρωπος που αξιολογεί τη ζωή με βάση τις υλικές απολαύσεις καταντά πιο ανόητος κι απ’ τα ζώα

Πώς δεν είναι άπρεπο λοιπόν, όταν δούμε κάποιον που βασανίζεται από ένα σωματικό νόσημα να τον λυπούμαστε κι ας είναι και εύπορος, και όταν η ψυχή δεν βρίσκεται σε καλή κατάσταση –η ψυχή, που άλλο δεν υπάρχει ίσο με αυτήν και πιο πολύτιμο– να την μακαρίζουμε για λίγα χρήματα ή για πρόσκαιρη τιμή, ή για κάτι άλλο από αυτά που μένουν εδώ και μας εγκαταλείπουν μαζί με τη ζωή αυτή, και μάλιστα πολλές φορές πριν να φύγουμε από αυτή τη ζωή; Μη σας παρακαλώ. Αυτά είναι που μας προκαλούν θόρυβο και ταραχή. Γιαυτό πολλοί κατηγορούν τον Θεό, γιαυτό νομίζουν πως στον κόσμο δεν υπάρχει η θεία πρόνοια. Κι αν ήξεραν ότι στην παρούσα ζωή δεν υπάρχει κανένα αγαθό παρά μόνο η αρετή, ούτε ο πλούτος, ούτε τα χρήματα, ούτε η υγεία, ούτε η εξουσία, ούτε κανένα άλλο, και ότι κανένα δεν υπάρχει κακό στην παρούσα ζωή παρά μόνο η κακία και η πονηρία και η διαστροφή της ψυχής, ούτε φτώχεια, ούτε αρρώστια, ούτε κατηγορία, ούτε συκοφαντίες και τα άλλα που θεωρούνται κακά, τότε δεν θα έλεγαν ποτέ αυτά, όσα τώρα λένε, δεν θα ζούσαν με θλίψη και στενοχώρια, δεν θα μακάριζαν ποτέ εκείνους που έπρεπε να τους λυπούνται, δεν θα λυπούνταν ποτέ εκείνους που έπρεπε να μακαρίζουν, δε θα λογάριαζαν τους ανθρώπους όπως τα ζώα. Γιατί το να μακαρίζεις τους ανθρώπους για την παχυσαρκία τους ή για το πλούσιο τραπέζι τους και για τον πολύ τους ύπνο, αυτό δεν είναι τίποτε άλλο παρά να λογαριάζεις τους ανθρώπους σαν τα άλογα ζώα. Γιατί και αυτά, τα ίδια πράγματα έχουν για ευτυχία, ή καλύτερα, και στα άλογα ζώα ακόμα αυτό είναι του κακού η αιτία. Γιατί πολλά γαϊδούρια και άλογα χάθηκαν απ’ την τεμπελιά και την πολυφαγία. Έπειτα, αφού στα άλογα ζώα, που όλη τους η αρετή βρίσκεται στη δύναμη του σώματός τους, αυτό είναι βλαβερό, στους ανθρώπους, που όλη τους η αξία βρίσκεται στην ευγένεια της ψυχής τους, θα το θεωρήσουμε αυτό αρετή και δε θα ντραπούμε τον ουρανό και τους αγγέλους που είναι συγγενείς με την ψυχή μας; Δε ντρέπεσαι και την ίδια τη φύση και τη διάπλαση του ανθρωπίνου σώματος; Γιατί ο Θεός δε δημιούργησε το σώμα μας όπως το σώμα των άλογων ζώων, αλλά το δημιούργησε έτσι όπως του έπρεπε για να υπηρετεί ψυχή λογική και αθάνατη. Γιατί ο Θεός στα ζώα έκανε τα μάτια να κοιτάνε προς τα κάτω, και σε σένα τα τοποθέτησε πάνω στο κεφάλι, σε τέτοια θέση σαν επάνω σε φρούριο ψηλό; Μήπως γιατί εκείνα δεν έχουν τίποτε κοινό με τον ουρανό, ενώ σ’ εσένα δόθηκε εξαρχής η εντολή, και από το Θεό και από τη φύση, να ατενίζεις προς τα επάνω; Γιατί το δικό σου σώμα το έκανε να στέκεται όρθιο και το σώμα των ζώων να βλέπει προς τα κάτω; Μήπως για την ίδια αιτία πάλι, για να σου διδάξει και με αυτή τη διάπλαση του σώματός σου να μην έχεις κανένα κοινό με τη γη, μήτε να προσκολλάσαι με τα πράγματα της ζωής αυτής;

Ας μην αρνηθούμε λοιπόν την ευγένεια της καταγωγής μας και ξεπέσουμε στο γένος των ζώων, για να μην ειπωθεί και για μας το εξής: «Ταλαίπωρος ο άνθρωπος˙ ενώ έχει τιμή και αξία, ως δημιουργηθείς κατ’ εικόνα Θεού, δεν το κατενόησε και δεν το εκτίμησε αυτό» (Ψαλμ. 48, 21). Γιατί το να καθορίζει την ευτυχία κανείς από τις απολαύσεις, τον πλούτο και την εφήμερη δόξα, και γενικά από τα πράγματα της παρούσας ζωής, αυτό δεν είναι γνώρισμα ανθρώπου που αναλογίζεται την ευγενική του καταγωγή, αλλά ανθρώπου που έχει καταντήσει άλογο και γαϊδούρι. Αλλά μακάρι να μην βρίσκονται μεταξύ μας τέτοιοι άνθρωποι σ’ αυτή τη θεοσεβή σύναξη, σ’ αυτό το πνευματικό θέατρο, σ’ αυτή την άγια συγκέντρωση. Γιαυτό άλλωστε και κάθε ημέρα απολαμβάνουμε το θείο κήρυγμα, ώστε να κόβουμε με το λόγο του Θεού, σαν με δρεπάνι, τα θρασύτατα πάθη της ψυχής, και να γινόμαστε δέντρα καρποφόρα και να παράγουμε ώριμο καρπό, που να φυλάγεται στη βασιλική αποθήκη και να φέρνει δόξα στον Κύριο όλων μας και γεωργό των ψυχών μας, και σε μας την αθάνατη ζωή, την οποία μακάρι όλοι να κερδίσουμε με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον Οποίο, μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, ανήκει η δόξα και η δύναμη και η τιμή στους απέραντους αιώνες. Αμήν.





(Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, “Λόγοι περί μοίρας και προνοίας, περί θανάτου, και περί της μελλούσης κρίσεως”, μετάφραση Ευάγγελος Γ. Καρακοβούνης, 1η έκδ., Αθήνα, Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, 1998)





(Πηγή ψηφ. κειμένου: agiosthomas.gr)

Η ειρήνη του Θεού (Μοναχός Αρσένιος, Σκήτη Κουτλουμουσίου Αγίου Όρους)


theologia
Είναι έμφυτο στον άνθρωπο να συζεί με την ειρήνη και είναι το πιο αναγκαίο για να κρατηθεί στη ζωή. Είναι πιο αναγκαίο ακόμα και από τα πρώτα που χρειάζεται ο άνθρωπος, δηλαδή τροφές, σκεπάσματα. Όμως, ποια ειρήνη είναι ωφέλιμη στον άνθρωπο; Διότι δυστυχώς, έχουν κατασκευαστεί πολλών ειδών «ειρήνες» που προσφέρονται για τον σύγχρονο κουρασμένο άνθρωπο. Σε όλα τα σύγχρονα πολιτικά συστήματα, η ειρήνη είναι από τα πρώτα που υπόσχονται για να αλιεύουν ψηφοφόρους. Μερικά πολιτικά συστήματα με τον τρόπο τους, κατάφεραν και εδραίωσαν κάποιο είδος ειρήνης για την χώρα τους, χωρίς να έχουν εξασφαλίσει την ψυχική ειρήνη για τους πολίτες τους. Διότι καλή βέβαια είναι η ειρήνη μιας χώρας από πολέμους, αλλά αυτό το είδος ειρήνης είναι εντελώς άσκοπο όταν λείπει η ψυχική ειρήνη. Και ποια είναι η ψυχική ειρήνη, από που προέρχεται και πως αποκτάται; Φυσικά σε καμία περίπτωση δεν εννοούμε μια ψυχική ειρήνη που προέρχεται από επιστημονικές θεωρίες ή και από ανατολικές θεωρίες κτλ. Με λίγα λόγια δεν εννοούμε μια ειρήνη κατασκευασμένη από το ανθρώπινο μυαλό. Η ψυχική ειρήνη είναι μία και προέρχεται από τις Άκτιστες ενέργειες του Αγίου Τριαδικού Θεού μας. Μόνο αυτή η ειρήνη είναι ωφέλιμη για την ψυχή του ανθρώπου και γι’ αυτήν θα πούμε λίγα λόγια, με την βοήθεια του Θεού μας.
Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης μας λέει: «ὁ Θεός ἀγάπη ἐστίν» [1]. Η αγάπη του Θεού με την ειρήνη Του μόνο στις λέξεις διαφέρουν, στην ιδιότητα είναι ίδιες. Διότι όπου εμφανίζεται η αγάπη του Θεού εκεί είναι συγχρόνως και η ειρήνη. Ο Κύριός μας μετά την Ανάσταση, όταν εμφανίστηκε στους μαθητές Του, το πρώτο που τους είπε ήταν το «εἰρήνη ὑμῖν» [2]. Και μετά τους είπε: «λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον» [3]. Το συμπέρασμα βγαίνει πως πρώτα ο άνθρωπος λαμβάνει την ειρήνη και μετά έρχεται και σκηνώνει το Άγιο Πνεύμα μέσα του. Κατά την διδασκαλία των Αγίων Πατέρων μας, είναι αδύνατον να εμφανιστεί το Άγιο Πνεύμα σε μία ψυχή που δεν έχει την ειρήνη του Θεού. Επίσης όλοι οι Άγιοί μας και κυρίως οι ασκητές που ζούσαν κατά μόνας, όταν είχαν κάποια ουράνια επίσκεψη, πρώτα δοκιμάζανε το πνεύμα αν εκπέμπει ειρήνη. Διότι ήταν το μοναδικό διαπιστευτήριο για το αν είναι από την Θεία Χάρη η επίσκεψη. Το πονηρό πνεύμα σε όλα μπορεί να πάρει μορφή, δηλαδή του Χριστού, σε Άγγελο Φωτός κτλ. Μόνο σε ένα δεν μπορεί να τα καταφέρει: δεν μπορεί να μεταδώσει ειρήνη στον ασκητή και έτσι ξεσκεπάζεται. Αν ο ασκητής φανεί ψύχραιμος στην ώρα που τον επισκέπτεται ο διάβολος, ως να είναι Άγγελος Φωτός και τον εξετάσει αν εκπέμπει ειρήνη, γρήγορα θα τον καταλάβει. Διότι ο διάβολος από την φύση του, είναι πνεύμα ταραχής και απωλείας και έτσι ο ασκητής δεν πέφτει στην παγίδα του πονηρού. Ώστε λοιπόν, μία είναι η ειρήνη, η πηγάζουσα από την Αγία Τριάδα. Ο παράδεισος είναι τόπος ειρήνης. Κι όταν λέμε τόπος ειρήνης, δεν εννοούμε έναν τόπο με ησυχία, που μερικές φορές κουράζει. Η ειρήνη του Θεού, τα έχει όλα μέσα της. Σ ’αυτήν υπάρχει η χαρά, η δοξολογία του Θεού και ό,τι άλλο ακατάληπτο που δεν μπορούμε να το εννοήσουμε. Και επαναλαμβάνουμε πως δεν έχουν καμία απολύτως ομοιότητα οι κατασκευασμένες κοσμικές ειρήνες, με την ειρήνη του Αγίου Τριαδικού Θεού μας, που είναι από τις άκτιστες δωρεές Του.
Δυστυχώς, χωρίς καμία ντροπή, αλλά με περισσό θράσος, πολλοί άνθρωποι διαφόρων συστημάτων και ιδεολογιών έχουν στήσει τα δίχτυα τους, για να αλιεύσουν ψυχές ανθρώπων με άγνοια και το πρώτο ισχυρό δόλωμα που χρησιμοποιούν είναι η ειρήνη! Όντως, οξύμωρο και αλλόκοτο πράγμα, να βλέπουμε ανθρώπους που δεν ξέρουν καν τι θα πει ειρήνη, αλλά ούτε έχουν φροντίσει να συνδεθούν με τον χορηγό της ειρήνης Ιησού Χριστό, να είναι κήρυκες της ειρήνης! Και το τραγικό είναι, πως αυτοί οι άνθρωποι είναι άθεοι που καυχώνται για την αθεΐα τους, ενώ συγχρόνως παίρνουν παράνομα από την διδασκαλία του Χριστού λέξεις, όπως για παράδειγμα την ειρήνη που αναφέραμε, την ισότητα, την δικαιοσύνη και άλλες που είναι καθαρά από την διδασκαλία του ευαγγελίου του Ιησού Χριστού. Έτσι λοιπόν, φτάσαμε πλέον στην εποχή που είναι άκρως απαραίτητη η ειρήνη του Θεού μας, από κάθε άλλη προηγούμενη εποχή. Και είναι απαραίτητη σήμερα, διότι το πονηρό πνεύμα της ταραχής, του φόβου και της τρομοκρατίας, έχει κάνει την εμφάνισή του για τα καλά, διαμέσω των οργάνων του, που τον πιστεύουν και τον λατρεύουν. Και δυστυχώς, τα όργανα του πονηρού είναι άνθρωποι, πλάσματα του αληθινού Θεού μας. Και ενώ θα έπρεπε να υπηρετούν τον πλάστη τους την Αγία Τριάδα, δυστυχώς εκουσίως υπηρετούν το πονηρό πνεύμα. Και δεν είναι λίγοι αυτοί οι άνθρωποι ανά την οικουμένη.
Ας προσέξουμε λοιπόν, όλοι μας πάρα πολύ, από τους κήρυκες της κατασκευασμένης ειρήνης και ας παρακαλέσουμε τον χορηγό της αληθινής ειρήνης, Κύριο μας Ιησού Χριστό, να διαφυλάττει πάντας ημάς. Αμήν.
1. Α΄ Ιω. 4, 8. 2. Ιω. 20, 19. 3. Ιω. 20, 22.


(Πηγή: pemptousia.gr)

Είναι ρατσισμός η γνωστοποίηση της αμαρτίας από την Εκκλησία; (Δημήτριος Τσελεγγίδης, τ. Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Α. Π. Θ.)


theologia
Μέ ἀφορμή τό θέμα πού δημιουργήθηκε στήν Κύπρο, ἐξαιτίας κάποιων ἀναφορῶν τοῦ Μητροπολίτη Μόρφου κ. Νεοφύτου στήν ὁμοφυλοφιλία, θά ἤθελα νά δώσω τό θεολογικό πλαίσιο κατανοήσεως τῶν σαρκικῶν σχέσεων στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας.
Οἱ κατά φύση σαρκικές σχέσεις ἀνδρός καί γυναικός ἐντός τῆς Ἐκκλησίας ἔχουν τήν πλήρη πνευματική νομιμοποίησή τους, μόνο μέσα στό πλαίσιο τοῦ γάμου. Καί ὅπως χαρακτηριστικά σημειώνει ὀ Ἀπόστολος Παῦλος: «Τίμιος ὁ γάμος ἐν πᾶσι καί ἡ κοίτη ἀμίαντος» (Ἑβρ. 13, 4). Γι’ αὐτό καί καταδικάζει τίς ἐκτός τοῦ γάμου σαρκικές ἐκτροπές, λέγοντας: «πόρνους καί μοιχούς κρινεῖ ὁ Θεός» (Ἑβρ. 13, 4).
Ἐνῶ δηλαδή ἡ κατά φύση ψυχοσωματική σχέση τοῦ ἄνδρα καί τῆς γυναίκας, στό πλαίσιο τοῦ γάμου, τούς καθιστᾶ μιά ἀνθρώπινη ὀντότητα, τούς ἑνοποιεῖ «εἰς σάρκα μίαν» (Μκ. 10, 8 καί Ἐφ. 5, 31), ὅταν ἡ σχέση αὐτή γίνεται ἐν Χριστῷ καί ὄχι ἐρήμην Του, ἡ ἕνωσή τους ἀποκτᾶ κατεξοχήν πνευματικό περιεχόμενο. Τοῦτο, πρακτικῶς, σημαίνει ὅτι ὁ Χριστός μέ τήν Χάρη Του ἐμπλουτίζει ἀκτίστως αὐτήν τήν σχέση, ἡ ὁποία ἀπό κατά φύση δυαδική σχέση γίνεται χαρισματικῶς τριαδική σχέση. Γίνεται, δηλαδή, μία ὀντολογικοῦ χαρακτῆρα ἑνότητα ἀνδρός – γυναικός – καί Χριστοῦ. Ἡ ἑνότητα αὐτή, βέβαια, δέν ἔχει μηχανιστικό χαρακτῆρα, ἀλλά ὑπάρχει καί συντηρεῖται μυστηριακῶς, ἐνόσω οἱ σύζυγοι τηροῦν ἀγαπητικῶς τίς προδιαγραφές τοῦ εἶναι τους καί κατεξοχήν τήν ἐντολή τῆς ἀναφορᾶς τους «εἰς Χριστόν καί εἰς τήν Ἐκκλησίαν» (Ἐφ. 5, 32), ἐπειδή ὁ θεμελιώδης παράγοντας τῆς ἑνότητάς τους σ’ αὐτήν τήν τριαδική πλέον σχέση εἶναι ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός διά τῆς ἀκτίστου Χάριτός Του.
Μέ βάση αὐτά τά προαπαιτούμενα τῶν σαρκικῶν σχέσεων, ἡ πορνεία, ἡ μοιχεία, ἀλλά ἀκόμη καί αὐτή ἡ σαρκική ἐπιθυμία τους ἀκυρώνουν στήν πράξη τήν ὀντολογία τοῦ γάμου καί τόν σκοπό του, πού εἶναι ἡ ἐν Χριστῷ τελείωση τῶν συζύγων μέ τήν καθημερινή ἄσκηση τῆς ἀνιδιοτελοῦς ἀγάπης μεταξύ τους.
Οἱ ὁμοφυλοφιλικές σχέσεις καταδικάζονται ἀπό τήν Ἁγία Γραφή (βλ. σχετ. Γέν. 19, 4-28, Λευιτ. 20, 13, Ρωμ. 1, 26-32, Α΄ Κορ. 6, 9-10, Α΄ Τιμ. 1, 10, Ἰούδ. 7) καί τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ἐξίσου μέ τήν πορνεία καί τήν μοιχεία, ὄχι ἁπλῶς ὡς ἀκάθαρτες ἠθικῶς πράξεις, ἀλλά κυρίως καί πρωτίστως ὡς ἀντικείμενες στήν ὀντολογία τοῦ «γάμου» Χριστοῦ καί Ἐκκλησίας, τοῦ «γάμου» ἐκείνου πού εἰκονίζει ὁ γάμος τῶν πιστῶν –τοῦ ἄνδρα καί τῆς γυναίκας- ἐντός τῆς Ἐκκλησίας. Μέσα στό πνεῦμα αὐτό, γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στούς Κορινθίους: «…τά μέλη τοῦ Χριστοῦ ποιήσω πόρνης μέλη;» (Α΄ Κορ. 6, 15). Ἡ πορνεία, ἡ μοιχεία καί ἡ ὁμοφυλοφιλία καταστρέφουν τήν ἑνότητα τῶν πιστῶν μέ τόν Χριστό καί μεταξύ τους. Γι’ αὐτό, ἐνόσω παραμένουν σ’ αὐτές τίς ἄρρωστες σχέσεις οἱ πιστοί, δέν μποροῦν νά κληρονομήσουν τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ (βλ. σχετ. Α΄ Κορ. 6, 9-10), οὔτε καί νά ἔχουν τήν πρόγευσή της στήν παροῦσα ζωή τους.
Ἑπομένως, εἶναι εὐνόητο ὅτι ἡ ἀπόρριψη τῶν παραπάνω σαρκικῶν σχέσεων ἀπό τούς πιστούς καί τήν ἡγεσία τῆς Ἐκκλησίας, σέ καμμία περίπτωση δέν συνιστᾶ ρατσιστικοῦ χαρακτῆρα κατηγοριοποίηση τῶν πιστῶν, πού ἔχουν αὐτές τίς σχέσεις. Ἀπεναντίας, εἶναι ἀγαπητικοῦ χαρακτῆρα ἡ γνωστοποίηση τῆς Ἐκκλησίας γιά τίς ὀλέθριες σωτηριολογικές συνέπειες αὐτῶν τῶν ἁμαρτωλῶν ἐνεργειῶν.
Ἐπιπροσθέτως, θά πρέπει νά σημειώσουμε ὅτι, ἐνόσω κατηγορούμενη ὡς ἁμαρτία ἀπό τήν Ἐκκλησία δέν εἶναι μονομερῶς ἡ ὁμοφυλοφιλία, ἀλλά ἐξίσου καί ἡ πορνεία καί ἡ μοιχεία καί αὐτή ἀκόμη ἡ σαρκική ἐπιθυμία, δέν εἶναι καθόλου λογικό νά ἀποδίδεται ρατσιστικός χαρακτήρας στήν καταδίκη τῆς ὁμοφυλοφιλίας. Πολύ δέ περισσότερο, δέν μπορεῖ νά γίνεται λόγος γιά ρατσιστική ἐπιλογή ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἐνόσω ἡ Ἐκκλησία καταδικάζει πρωτίστως τήν σαρκική ἐπιθυμία, ὡς τήν θεμελιώδη προϋπόθεση τῆς ὁποιασδήποτε σαρκικῆς ἁμαρτίας. Καί ἐπειδή τό νόσημα τῆς σαρκικῆς ἐπιθυμίας ἀφορᾶ σχεδόν ὅλους τούς πιστούς, δέν ὑπάρχει καμμία κατηγοριοποίηση ρατσιστικοῦ χαρακτῆρα ἀπό τήν Ἐκκλησία.
Ἄν μάλιστα λάβουμε σοβαρά ὑπόψη, ὅτι ὁ Θεός διά τῆς Ἐκκλησίας συγχωρεῖ καί θεραπεύει ὅλες τίς κατηγορίες τῶν ἁμαρτιῶν, ὅταν ὑπάρχει καρδιακή μετάνοια, τότε στήν συγκεκριμένη στάση τῆς Ἐκκλησίας πιστώνεται καί ἡ φιλανθρωπία της.
Ἄς σημειωθεῖ ἀκόμη, ὅτι καί ἡ Ἰουδαϊκή θρησκεία –στηριζομένη στήν Παλαιά Διαθήκη- καταδικάζει τήν ὁμοφυλοφιλία, χωρίς νά ἔχει ποτέ κατηγορηθεῖ γιά ρατσισμό.
Τέλος, μέσα στό πνεῦμα τῶν παραπάνω γραφομένων μου, τέθηκε καί ἡ πρό ἡμερῶν ὑπογραφή μου στήν Ἐπιστολή τῶν Ἐπιστημόνων γιά τήν στήριξη τοῦ Μητροπολίτη Μόρφου, κ. Νεοφύτου.


(Πηγή: impantokratoros.gr)

Ποιος είναι πραγματικά ορθόδοξος χριστιανός (Γέροντας Ευστράτιος Γκολοβάνσκι)



Πιστεύει σωστά στον Χριστό και, επομένως, είναι πραγματικά ορθόδοξος χριστιανός εκείνος που ανεπιφύλακτα αποδέχεται όσα Εκείνος, ο Θεάνθρωπος, μας αποκάλυψε για τον εαυτό Του, όταν ζούσε ανάμεσά μας. Το περιορισμένο, όμως, μυαλό του ανθρώπου δεν αρκεί για την πλήρη κατανόηση της ευαγγελικής αλήθειας, γι’ αυτό είναι απαραίτητος ο θείος φωτισμός. Ο Κύριός μας, όταν δει καλή προαίρεση, χαρίζει την αληθινή πίστη, την οποία και τελειοποιεί (βλ. Εβρ. 12:2). Αυτός είναι το μοναδικό θεμέλιο της πίστεώς μας. «Κανένας δεν μπορεί να βάλει άλλο θεμέλιο εκτός απ’ αυτό που υπάρχει και που είναι ο Ιησούς Χριστός» (Α’ Κορ. 3:11).

Πιστεύει σωστά στον Χριστό εκείνος που αποδέχεται όσα μας παρέδωσαν οι προφήτες και οι απόστολοι του Κυρίου με τα θεόπνευστα συγγράμματά τους. Οι προφήτες ήταν θεοδίδακτοι και προείπαν, με την έμπνευση του Αγίου Πνεύματος, εκατοντάδες και χιλιάδες χρόνια νωρίτερα, γεγονότα που με ακρίβεια εκπληρώθηκαν. Οι απόστολοι, πάλι, άκουσαν τον Χριστό με τα ίδια τους τ’ αυτιά, Τον είδαν με τα ίδια τους τα μάτια και Τον ψηλάφησαν με τα ίδια τους τα χέρια. Πώς να μην πιστεύουν, λοιπόν, σωστά στον Χριστό εκείνοι που διδάχθηκαν από τον ίδιο τον Χριστό; Γι’ αυτό κι εμείς τώρα πιστεύουμε σωστά, αφού, από τότε που βαπτιστήκαμε ορθόδοξα στο όνομα της Αγίας Τριάδος, προστεθήκαμε στο οικοδόμημα που έχει θεμέλιο τους αποστόλους και τους προφήτες και ακρογωνιαίο λίθο αυτόν τον ίδιο τον Ιησού Χριστό (Εφ. 2:20).

Σωστά πιστεύει εκείνος που δέχεται ακριβώς, δίχως τίποτα να προσθέτει ή να αφαιρεί, όλα όσα διδάσκει η Αγία, Καθολική και Αποστολική Ορθόδοξη Εκκλησία, και που απορρίπτει όλα όσα αυτή απορρίπτει. Ίσως κάποιος να συλλογιστεί: «Μα δεν λαθεύει και η Εκκλησία;». Ο Θεός να μας φυλάξει από τέτοια βλάσφημη σκέψη! Μονάχα ο άνθρωπος μπορεί να λαθεύει, όχι η Εκκλησία μας. Αυτή είναι αλάθητη όπως και η Κεφαλή της, ο Χριστός, που ποτέ δεν την εγκαταλείπει: «Κι εγώ θα είμαι μαζί σας πάντα ως τη συντέλεια του κόσμου» (Ματθ. 28:20).

Ο αληθινός χριστιανός όλα τα εγκόσμια τα κοιτάζει με τα μάτια της πίστεως και τα κατανοεί με το νου της Εκκλησίας. Καλό, σωστό και απαραίτητο θεωρεί μόνο ό,τι συντελεί στη σωτηρία της ψυχής και συστήνεται από την Εκκλησία. Ό,τι δεν επιτρέπει η Εκκλησία, το θεωρεί κακό και βλαβερό.

Σωστά πιστεύει εκείνος που όχι μόνο δέχεται, μ’ όλο του το νου και μ’ όλη του την καρδιά, όσα διδάσκει η Εκκλησία μας, αλλά και ομολογεί την πίστη του θαρρετά μπροστά στους ανθρώπους σε κάθε περίσταση. Γιατί, όπως λέει ο απόστολος Παύλος, «όποιος πιστεύει με την καρδιά του, οδηγείται στη δικαίωση· και όποιος ομολογεί με το στόμα, οδηγείται στη σωτηρία» (Ρωμ. 10:10).

Πόσο αξιολύπητοι, αλήθεια, είναι οι χριστιανοί, που όχι μόνο δεν ομολογούν την πίστη τους μπροστά στους απίστους και δεν υπερασπίζονται τη διδασκαλία της Εκκλησίας μπροστά στους εχθρούς της, αλλά πολλές φορές, μαζί με τους δήθεν προοδευτικούς, χλευάζουν τα δόγματά της, περιφρονούν τις παραδόσεις της, παρακούνε τους νόμους και τους κανόνες της! Αυτοί ουσιαστικά δεν είναι χριστιανοί, δεν ανήκουν στην Εκκλησία. Γι’ αυτό ο Κύριος είπε: «Αν (ο αδερφός σου) παρακούσει την Εκκλησία, τότε θα είναι για σένα όπως ο ειδωλολάτρης ή ο τελώνης» (Ματθ. 18:17).

Γνωρίζοντας, λοιπόν, σε ποιον πραγματικά ανήκει το ιερό όνομα του ορθόδοξου χριστιανού, εμείς, που το έχουμε, ας αγωνιζόμαστε ακατάπαυστα να το δικαιώνουμε με τη βιοτή και την πολιτεία μας, ας αγωνιζόμαστε δηλαδή να είμαστε ορθόδοξοι χριστιανοί και με τα λόγια και με τα έργα.



Γιατί λεγόμαστε ορθόδοξοι χριστιανοί;

Ορθόδοξοι χριστιανοί λεγόμαστε επειδή ομολογούμε την πίστη ορθόδοξα, έχουμε δηλαδή για την πίστη την ορθή «δόξα» (= δοξασία, άποψη, γνώμη). Αυτό σημαίνει ότι πιστεύουμε, χωρίς τίποτα να προσθέτουμε ή να αφαιρούμε, σε όσα μας αποκάλυψε ο Ιησούς Χριστός, μας δίδαξαν οι άγιοι απόστολοί Του, μας παρέδωσαν οι θεοφόροι πατέρες και διαφύλαξε αναλλοίωτα η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία μας, που είναι το στύλος και το θεμέλιο της αλήθειας (Α’ Τιμ. 3:15).



[Από το βιβλίο: Γέροντος Ευστρατίου (Γκολοβάνσκι), Απαντήσεις σε ερωτήματα χριστιανών. Ιερά Μονή Παρακλήτου, 2012. Ερωτήσεις 32, 64]



(Πηγή ψηφ. κειμένου: koinoniaorthodoxias.org)


Κυριακή Β’ Λουκά: «Καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ἡμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως» (Μητροπολίτης Σουρόζ Αντώνιος Bloom (†))


theologia
(Εὐαγγέλιον Λουκᾶ, 6, 31-36)
Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Τὸ Εὐαγγέλιο εἶναι ἀπείρως ἁπλὸ, ἄν τὸ δεχτοῦμε μὲ ἁπλότητα. Τὸ κύριο πρόβλημα μας ἔγκειται στὸ γεγονὸς ὅτι ἀναζητοῦμε σὲ αὐτὸ θεολογικὸ βάθος ἀντὶ νὰ βλέπουμε τὴν ἀμεσότητα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι ὁ ἴδιος ἁπλότητα, ποὺ ἀπευθύνεται σ’ ἐμᾶς ὅπως σὲ φίλους, οὔτε κἄν σὰν σὲ μαθητές, ἀλλὰ ὅπως ἀπευθύνεται κάποιος σὲ φίλους· ἐπειδὴ ὁ Ἴδιος εἶπε, πηγαίνοντας πρὸς τὰ Ἰεροσόλυμα, «Δὲν σᾶς καλῶ πλέον δούλους, ἀλλὰ σᾶς καλῶ φίλους ἐπειδὴ ὅ,τι ἔχω νὰ πῶ τὸ μοιράστηκα μαζί σας».
Κι ἔτσι ἄς ἐκλάβουμε τὰ λόγια ποὺ ἀκούσαμε σήμερα μὲ τὴν ἀμεσότητα ποὺ εἰπώθηκαν ἀπὸ τὸν Χριστό : «Καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι καὶ ἡμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως».
Εἶναι κάτι ποὺ ἔχετε δεῖ νὰ ἐπαναλαμβάνεται συνεχῶς, ἀλλὰ εἶναι ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποίο ζοῦμε; Θέλουμε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους γύρω μας κατανόηση, ὑπομονή, συμπόνοια, στήριξη, φιλία καὶ ὅλη τὴν ἁπλότητα τούτου τοῦ κόσμου. Δὲν περιμένουμε ἀπὸ ἐμᾶς ἠρωικὲς πράξεις, ἐπειδὴ δὲν ζοῦμε ἠρωικὲς στιγμὲς καὶ καταστάσεις. Ἀλλὰ αὐτὸ εἶναι ποὺ περιμένουμε νὰ λάβουμε. Καὶ ἄν ρωτήσουμε τὸν ἑαυτό μας τὶ κάνουμε γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ μᾶς περιβάλλουν, μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἐκπληρώνουμε τούτη τὴν ἁπλὴ καὶ ἄμεση ἐντολή, αὐτὴ τὴ συμβουλὴ τοῦ Χριστοῦ ποὺ λέει ὅτι ἄν κάνετε αὐτὰ τὰ πράγματα θὰ εἶστε πραγματικὰ ἄνθρωποι;
Ἄς προβληματιστοῦμε πάνω σ’ αὐτὸ, ἐπειδὴ πολὺ συχνὰ σκεφτόμαστε σπουδαῖα, ἠρωϊκὰ πράγματα, καὶ ὅταν κάνουμε αὐτὲς τὶς μεγάλες σκέψεις πρέπει νὰ βροῦμε τὰ πιὸ ἁπλὰ πράγματα ποὺ θὰ μπορούσαμε νὰ κάνουμε. Ὅταν διαβάζουμε στὸ Εὐαγγέλιο ὅτι θὰ πρέπει νὰ δώσουμε τὴ ζωή μας ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλον, νομίζουμε ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ τὸ κάνουμε, ἐπειδὴ δὲν γίνεται καμμιὰ προσπάθεια νὰ ἐπηρεάσουμε τὴ ζωὴ τοῦ πλησίον μας, αὐτοῦ ποὺ εἶναι πιὸ κοντὰ μας. Κι ὅμως νὰ προσφέρει κάποιος τὴ ζωή του σημαίνει νὰ τὴν ἀφιερώσει, ν’ ἀφιερώσει ὅλη του τὴν ἐνέργεια, τὴν κατανόηση, τὴν ὑπομονή, τὴ μέριμνα, τὴ συμπάθεια σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ποὺ βρίσκονται γύρω μας. Μὲ ἄλλα λόγια νὰ κάνουμε στοὺς ἄλλους ὅ,τι θέλουμε νὰ μᾶς κάνουν.
Ἄς σκεφτοῦμε σοβαρὰ αὐτὴν τὴν πολύ, πολὺ ἁπλὴ ἐντολή, καὶ ἄς δοῦμε ὅτι μᾶς ἀκολουθεῖ κάθε λεπτό, ἐπειδὴ περιμένουμε τὰ πάντα καὶ δίνουμε τόσο λίγα. Πραγματικὰ δίνουμε σ’ ἐκείνους ποὺ μᾶς εἶναι ἀγαπητοί, ἀλλὰ ἀκόμα καὶ αὐτοὶ πρέπει τόσο συχνὰ νὰ συμβιβαστοῦν μὲ τὴν ἔλλειψη κατανόησης, ὑπομονῆς καὶ συμπόνοιας. Ἄς μᾶς προβληματίσουν αὐτὰ τὰ ἁπλὰ καὶ ἄμεσα λόγια τοῦ Χριστοῦ καὶ ἄς σταθοῦμε κριτικὰ ἀπέναντι τους· ἄς ρωτήσουμε τοὺς ἑαυτοὺς μας πῶς μπορῶ νὰ σταθῶ ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ ὅταν θὰ μοῦ πεῖ, «Ἄκουσες αὐτὰ τὰ λόγια, τὰ κατανόησες, τὰ ἐπανέλαβες» – πράγματι, γιὰ ἐμᾶς τοὺς ἱερεῖς- «τὰ κήρυξες καὶ τὶ ἔκανες;» Καὶ πόσο λυπηρὸ θὰ εἶναι νὰ κοιτάξουμε τὸν Χριστὸ καὶ νὰ ποῦμε, «Ἰσχυρίστηκα ὅτι εἶμαι μαθητής σου ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα δὲν ἔκανα τίποτα ἀπ’ ὅ,τι ἤθελες· νὰ σώσω ἅλλους ἀνθρώπους ἀπὸ τὴ δυστυχία, τὴ μοναξιά, τὸ κακό». Ἀμήν.

(Απόδοση στὴν νεοελληνική και πηγή: agiazoni.gr)

Κυριακή Β’ Λουκά: Η εντολή του Χριστού για την αγάπη (Μητροπολίτης Σουρόζ Αντώνιος Bloom (†))



(Λουκ.6, 31-36)

Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Πολλές φορὲς ὁ Χριστὸς μᾶς μιλάει στὸ Εὐαγγέλιο Του γιὰ τὴν νέα ἐντολὴ ποὺ μᾶς ἔδωσε. Τί καινούργιο ὑπάρχει σὲ τούτη τὴν ἐντολὴ τῆς ἀγάπης; Εἶναι ἡ ἁγνότητα καὶ ἡ σπουδαιότητα της. Δὲν εἶναι καινούργιο ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἀγαποῦν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον· οἱ ἄνθρωποι πάντοτε ἀγαποῦσαν κάποιους ἄλλους ἀνθρώπους. Αὐτὸ ποὺ εἶναι καινούργιο σ’ αὐτή τὴν ἐντολὴ εἶναι ν’ ἀποκτήσουμε μιὰ καρδιὰ μὲ τὸν Οὐράνιο Πατέρα μας, νὰ συμμετέχουμε στὴν ἀγάπη Του. Αὐτὸ σημαίνει νὰ ἀγαπᾶμε μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ ἀγαπᾶ κι’ Ἐκεῖνος, – ποὺ δὲν ξεχωρίζει τὸ καλὸ ἀπὸ τὸ κακό, ποὺ δὲν ξεχωρίζει ἐκείνους ποὺ εἶναι εὐγνώμονες καὶ ἐκείνους ποὺ εἶναι ἀχάριστοι, νὰ μὴν ἀναφέρω ἐκείνους ποὺ ἴσως γοητεύουν κάποιον. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπέραντη καὶ βαθιὰ καὶ ἀγκαλιάζει τὰ πάντα· αὐτὸ ποὺ διαφέρει σ’ αὐτή τὴν ἀγάπη εἶναι μιὰ ἐσωτερικὴ ποιότητα: ὁ Θεός μπορεῖ νὰ χαίρεται καὶ μπορεῖ νὰ πληρώσει τὸ τίμημα τῆς ἀγάπης Του ἐπάνω στὸν Σταυρό.

Καὶ καλούμαστε νὰ κάνουμε τὸ ἴδιο· καλούμαστε νὰ ἀγαπᾶμε χωρὶς διάκριση – οἱ ἄνθρωποι ποὺ δὲν ζοῦν σύμφωνα μὲ τὸ Εὐαγγέλιο θὰ ἔλεγαν ὅτι φερόμαστε ἀδιάκριτα, ἀνόητα, τρελά – καλούμαστε νὰ ἀγαπήσουμε ὁλόψυχα ἐκείνους ποὺ ἔχουν δίκιο καὶ ἐκείνους ποὺ ἔχουν ἄδικο. Ἡ διαφορὰ ἔγκειται στὸ γεγονὸς ὅτι ἴσως χαιρόμαστε μὲ τοὺς πρώτους καὶ πληγώνεται ἡ καρδιά μας μὲ τοὺς δεύτερους, ἀλλὰ ἡ ἀγάπη μας δὲν πρέπει νὰ παραπαίει. Ὅλοι γνωρίζουμε πὼς μποροῦμε νὰ ἀγαπᾶμε λίγο αὐτοὺς ποὺ ἀγαπᾶμε φυσικά, καὶ ἀναρωτιόμαστε πῶς μποροῦμε ἀπὸ τὴν μικρὴ ἀγάπη ποὺ ἔχουμε πρὸς τοὺς λίγους, νὰ καλλιεργήσουμε μιὰ ἀγάπη μεγαλύτερη, καὶ ἀγαπώντας ἐκείνους ποὺ εἶναι ἀξιαγάπητοι, νὰ ξεκινήσουμε νὰ ἀγαπᾶμε ἐκείνους ποὺ δὲν εἶναι.

Τὸ πρῶτο βῆμα ποὺ πρέπει νὰ κάνουμε εἶναι νὰ ἀγαπήσουμε ἐκείνους ποὺ ἀγαπᾶμε αὐθόρμητα μ’ ἕνα καινούργιο τρόπο: νὰ τοὺς ἀγαπᾶμε πάντα, καὶ ὄχι μόνο τὶς στιγμὲς ποὺ μᾶς εἶναι εὔκολο, νὰ τοὺς ἀγαπᾶμε δίχως νὰ περιμένουμε τίποτα ἄλλο παρὰ τὴν χαρὰ νὰ τοὺς ἀγαπᾶμε καὶ νὰ δεχόμαστε τὴν κάθε ἀγάπη σὲ ἀπάντηση τῆς δικῆς μας ἀγάπης σὰν ἕνα δῶρο τέλειο, ἅγιο, ποὺ εἶναι ἕνα θαῦμα, ἀλλὰ ποὺ δὲν εἶναι ἀνταμοιβή, δὲν εἶναι κάτι στὸ ὁποῖο ἔχουμε δικαίωμα, ἀλλὰ κάτι ποὺ μᾶς ἔχει δοθεῖ ἐλεύθερα, τέλεια, κάτι ποὺ γεμίζει τὴν καρδιά μας μὲ θαυμασμὸ καὶ εὐγνωμοσύνη.

Πρέπει νὰ μάθουμε ν’ ἀγαπᾶμε χωρὶς νὰ περιμένουμε ἀνταμοιβή, ἁπλῶς νὰ χαιρόμαστε τὸ θαῦμα τῆς ἀγάπης ποὺ θὰ μᾶς ἐπιτρέψει νὰ χαιρόμαστε ὅταν συμβαίνει κάτι μὲ τὸ ὁποῖο μποροῦμε νὰ χαροῦμε καὶ νὰ χαιρόμαστε ξανὰ ὅταν ἐκεῖνοι ποὺ ἀγαπᾶμε θὰ ἔχουν χάσει τὰ πάντα ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀγάπη μας, ποὺ θὰ τοὺς ἔχει τουλάχιστον ἀπομείνει, τουλάχιστον κάτι ποὺ ποτὲ δὲν θὰ τοὺς τὸ στερήσουμε.

Καὶ πρέπει νὰ μάθουμε ν’ ἀγαπᾶμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον σύμφωνα μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου: ὄχι ἁπλῶς νὰ κάνουμε τὸ καλὸ σὲ κάποιους ἀνθρώπους, ἀλλὰ νὰ σκεφτόμαστε ποιὸ εἶναι ἀληθινὰ καλὸ γιὰ ἕνα πρόσωπο. Δὲν μιλάω γιὰ τὸν σκληρὸ τρόπο ποὺ συνεχῶς ὁρίζουμε στοὺς ἄλλους αὐτὸ ποὺ θεωροῦμε ὅτι εἶναι ἡ εὐτυχία τους καὶ τὸ καλὸ τους, καὶ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο πιέζουμε, ἤ ποὺ προσπαθοῦμε νὰ πιέσουμε προκειμένου νὰ εἶναι εὐτυχισμένοι μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἐμεῖς θέλουμε νὰ εἶναι. Ὄχι· σκέφτομαι κάποιον ἄλλο τρόπο προσεκτικῆς ἀναζήτησης γιὰ τὸ καλό τους: ποτὲ νὰ μὴν στηρίζουμε τὴν ἀδυναμία τους ἀφήνοντας τὰ πράγματα νὰ ἐξελίσσονται ὡς ἔχουν, ποτὲ νὰ μὴν κλείνουμε τὰ μάτια μας σὲ ὅ,τι εἶναι γι’ αὐτοὺς καταστροφικό, νὰ λέμε τὴν ἀλήθεια μὲ ἔλεος, νὰ τοὺς ἀγαπᾶμε ἔτσι ὥστε νὰ οἰκοδομοῦνται καὶ ὄχι νὰ καταστρέφονται.

Ἄν ξεκινήσουμε νὰ ἀγαπᾶμε καλύτερα ἐκείνους ποὺ ἀγαπᾶμε αὐθόρμητα καὶ φυσικά, ἡ καρδιὰ μας θὰ γίνει πιὸ καθαρή, πιὸ ἁγνὴ καὶ πιὸ μεγάλη, καὶ θὰ μάθουμε νὰ ἀγαπᾶμε τοὺς ἀνθρώπους, ἴσως μονάχα ἕνα πρόσωπο, καὶ μετὰ ἕνα ἄλλο, καὶ ξανὰ ἕνα ἄλλο, μὲ μεγαλύτερο τίμημα, μὲ μεγαλύτερη ἁγνότητα, μὲ λιγότερο ἐγωϊσμό, μὲ μιὰ μακρόθυμη καρδιά.

Ἄς ξεκινήσουμε ἀπὸ αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς θὰ μᾶς ὁδηγήσει στὴν ἀγάπη ἐκείνη ποὺ μᾶς καλεῖ νὰ ἀποκτήσουμε καὶ νὰ μοιραστοῦμε, μιὰ ἀγάπη ποὺ εἶναι προσφορὰ τοῦ ἑαυτοῦ μας, ποὺ εἶναι φῶς, χαρά, πίστη, ποὺ εἶναι τὸ ξεκίνημα τῆς αἰωνιότητας ἐδῶ καὶ τώρα. Ἀμήν.



(Πηγή καί Ἀπόδοση κειμένου: agiazoni.gr)

Κυριακή Β’ Λουκά: «Καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ἡμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως» (Μητροπολίτης Σουρόζ Αντώνιος Bloom (†))



(Εὐαγγέλιον Λουκᾶ, 6, 31-36)

Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Τὸ Εὐαγγέλιο εἶναι ἀπείρως ἁπλὸ, ἄν τὸ δεχτοῦμε μὲ ἁπλότητα. Τὸ κύριο πρόβλημα μας ἔγκειται στὸ γεγονὸς ὅτι ἀναζητοῦμε σὲ αὐτὸ θεολογικὸ βάθος ἀντὶ νὰ βλέπουμε τὴν ἀμεσότητα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι ὁ ἴδιος ἁπλότητα, ποὺ ἀπευθύνεται σ’ ἐμᾶς ὅπως σὲ φίλους, οὔτε κἄν σὰν σὲ μαθητές, ἀλλὰ ὅπως ἀπευθύνεται κάποιος σὲ φίλους· ἐπειδὴ ὁ Ἴδιος εἶπε, πηγαίνοντας πρὸς τὰ Ἰεροσόλυμα, «Δὲν σᾶς καλῶ πλέον δούλους, ἀλλὰ σᾶς καλῶ φίλους ἐπειδὴ ὅ,τι ἔχω νὰ πῶ τὸ μοιράστηκα μαζί σας».

Κι ἔτσι ἄς ἐκλάβουμε τὰ λόγια ποὺ ἀκούσαμε σήμερα μὲ τὴν ἀμεσότητα ποὺ εἰπώθηκαν ἀπὸ τὸν Χριστό : «Καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι καὶ ἡμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως».

Εἶναι κάτι ποὺ ἔχετε δεῖ νὰ ἐπαναλαμβάνεται συνεχῶς, ἀλλὰ εἶναι ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποίο ζοῦμε; Θέλουμε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους γύρω μας κατανόηση, ὑπομονή, συμπόνοια, στήριξη, φιλία καὶ ὅλη τὴν ἁπλότητα τούτου τοῦ κόσμου. Δὲν περιμένουμε ἀπὸ ἐμᾶς ἠρωικὲς πράξεις, ἐπειδὴ δὲν ζοῦμε ἠρωικὲς στιγμὲς καὶ καταστάσεις. Ἀλλὰ αὐτὸ εἶναι ποὺ περιμένουμε νὰ λάβουμε. Καὶ ἄν ρωτήσουμε τὸν ἑαυτό μας τὶ κάνουμε γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ μᾶς περιβάλλουν, μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἐκπληρώνουμε τούτη τὴν ἁπλὴ καὶ ἄμεση ἐντολή, αὐτὴ τὴ συμβουλὴ τοῦ Χριστοῦ ποὺ λέει ὅτι ἄν κάνετε αὐτὰ τὰ πράγματα θὰ εἶστε πραγματικὰ ἄνθρωποι;

Ἄς προβληματιστοῦμε πάνω σ’ αὐτὸ, ἐπειδὴ πολὺ συχνὰ σκεφτόμαστε σπουδαῖα, ἠρωϊκὰ πράγματα, καὶ ὅταν κάνουμε αὐτὲς τὶς μεγάλες σκέψεις πρέπει νὰ βροῦμε τὰ πιὸ ἁπλὰ πράγματα ποὺ θὰ μπορούσαμε νὰ κάνουμε. Ὅταν διαβάζουμε στὸ Εὐαγγέλιο ὅτι θὰ πρέπει νὰ δώσουμε τὴ ζωή μας ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλον, νομίζουμε ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ τὸ κάνουμε, ἐπειδὴ δὲν γίνεται καμμιὰ προσπάθεια νὰ ἐπηρεάσουμε τὴ ζωὴ τοῦ πλησίον μας, αὐτοῦ ποὺ εἶναι πιὸ κοντὰ μας. Κι ὅμως νὰ προσφέρει κάποιος τὴ ζωή του σημαίνει νὰ τὴν ἀφιερώσει, ν’ ἀφιερώσει ὅλη του τὴν ἐνέργεια, τὴν κατανόηση, τὴν ὑπομονή, τὴ μέριμνα, τὴ συμπάθεια σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ποὺ βρίσκονται γύρω μας. Μὲ ἄλλα λόγια νὰ κάνουμε στοὺς ἄλλους ὅ,τι θέλουμε νὰ μᾶς κάνουν.

Ἄς σκεφτοῦμε σοβαρὰ αὐτὴν τὴν πολύ, πολὺ ἁπλὴ ἐντολή, καὶ ἄς δοῦμε ὅτι μᾶς ἀκολουθεῖ κάθε λεπτό, ἐπειδὴ περιμένουμε τὰ πάντα καὶ δίνουμε τόσο λίγα. Πραγματικὰ δίνουμε σ’ ἐκείνους ποὺ μᾶς εἶναι ἀγαπητοί, ἀλλὰ ἀκόμα καὶ αὐτοὶ πρέπει τόσο συχνὰ νὰ συμβιβαστοῦν μὲ τὴν ἔλλειψη κατανόησης, ὑπομονῆς καὶ συμπόνοιας. Ἄς μᾶς προβληματίσουν αὐτὰ τὰ ἁπλὰ καὶ ἄμεσα λόγια τοῦ Χριστοῦ καὶ ἄς σταθοῦμε κριτικὰ ἀπέναντι τους· ἄς ρωτήσουμε τοὺς ἑαυτοὺς μας πῶς μπορῶ νὰ σταθῶ ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ ὅταν θὰ μοῦ πεῖ, «Ἄκουσες αὐτὰ τὰ λόγια, τὰ κατανόησες, τὰ ἐπανέλαβες» – πράγματι, γιὰ ἐμᾶς τοὺς ἱερεῖς- «τὰ κήρυξες καὶ τὶ ἔκανες;» Καὶ πόσο λυπηρὸ θὰ εἶναι νὰ κοιτάξουμε τὸν Χριστὸ καὶ νὰ ποῦμε, «Ἰσχυρίστηκα ὅτι εἶμαι μαθητής σου ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα δὲν ἔκανα τίποτα ἀπ’ ὅ,τι ἤθελες· νὰ σώσω ἅλλους ἀνθρώπους ἀπὸ τὴ δυστυχία, τὴ μοναξιά, τὸ κακό». Ἀμήν.



(Απόδοση στὴν νεοελληνική και πηγή: agiazoni.gr)

Κυριακή Β’ Λουκά: Ομιλία εις το «Καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, και υμείς ποιείτε αυτοίς» (Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς)



Το Ευαγγέλιο Της Κυριακής (Λουκά στ΄ 31-36)

Και καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως. Και ει αγαπάτε τους αγαπώντας υμάς, ποία υμίν χάρις εστί; Και γαρ οι αμαρτωλοί τους αγαπώντας αυτούς αγαπώσι. Και εάν αγαθοποιήτε τους αγαθοποιούντας υμάς, ποία υμίν χάρις εστί; Και γαρ οι αμαρτωλοί το αυτό ποιούσι. Και εάν δανείζητε παρ΄ ων ελπίζετε απολαβείν, ποία υμίν χάρις εστί; Και γαρ αμαρτωλοί αμαρτωλοίς δανείζουσιν ίνα απολάβωσι τα ίσα. Πλην αγαπάτε τους εχθρούς υμών και αγαθοποιείτε και δανείζετε μηδέν απελπίζοντες, και έσται ο μισθός υμών πολύς, και έσεσθε υιοί υψίστου, ότι αυτός χρηστός εστίν επί τους αχαρίστους και πονηρούς. Γίνεσθε ουν οικτίρμονες, καθώς και ο πατήρ υμών οικτίρμων εστί.
Μετάφραση (Λουκά στ΄ 31-36)

Όπως θέλετε να σας συμπεριφέρονται οι άνθρωποι, έτσι ακριβώς να τους συμπεριφέρεστε κι εσείς. Γιατί, αν αγαπάτε αυτούς που σας αγαπούν, ποια εύνοια περιμένετε από το Θεό; Αφού και οι αμαρτωλοί αγαπούν αυτούς που τους αγαπούν. Κι αν κάνετε καλό σ΄ αυτούς που σας κάνουν καλό, ποια εύνοια περιμένετε από το Θεό; Και οι αμαρτωλοί το ίδιο κάνουν. Αν δανείζετε σ΄ όσους ελπίζετε να σας τα επιστρέψουν, ποια εύνοια περιμένετε από το Θεό; Και οι αμαρτωλοί δανείζουν στους ομοίους τους για να τα πάρουν πίσω. Αντίθετα, εσείς ν΄ αγαπάτε τους εχθρούς σας, να κάνετε το καλό και να δανείζετε, χωρίς να περιμένετε να πάρετε πίσω τίποτε. Κι έτσι, ο Θεός, που είναι καλός ακόμα και με τους αχάριστους και τους κακούς, θα σας ανταμείψει με το παραπάνω και θα σας κάνει παιδιά του. Να είστε λοιπόν σπλαχνικοί, όπως σπλαχνικός είναι κι ο Θεός Πατέρας σας.

Αυτός που έπλασε μόνος τις καρδιές μας και παρατηρεί όλα τα έργα μας, αυτός ο οποίος ενεφανίσθη σε εμάς με σάρκα και μας ηξίωσε να γίνη διδάσκαλός μας, ζητεί τώρα από εμάς αυτά που παρεφθάρησαν για να τα αναπλάση, εκείνα ακριβώς που ενέβαλε στις ψυχές μας όταν στην αρχή μας έπλασε. Διότι απ΄ αρχής μας έπλασε καταλλήλους για την μέλλουσα διδασκαλία και ύστερα έδωσε την διδασκαλία κατάλληλο προς την αρχικήν πλάσι· δεν έκαμε τίποτε άλλο παρά να ανακαθάρη την ωραιότητα του πλάσματος που είχεν αμαυρωθή με την πρόσληψι της αμαρτίας. Αυτό δεικνύει με τον καλλίτερο τρόπον η σήμερα αναγινωσκομένη και προβαλλομένη από εμάς προς ερμηνείαν περικοπή του Ευαγγελίου: «Καθώς θέλετε», λέγει, «ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως». Καλώς προείπεν ο Προφήτης Ησαΐας ότι «λόγον συντετρημένον δώσει Κύριος επί της γης». Πράγματι σε αυτόν τον ένα και σύντομο λόγο συμπεριέλαβε κάθε αρετήν, κάθε εντολήν, σχεδόν κάθε καλήν πράξι και γνώμη. Γι΄ αυτό και κατά τον Ευαγγελιστήν Ματθαίον, αφού προέταξε αυτό ο Κύριος προσέθεσε «ούτος γαρ εστίν ο νόμος και οι προφήται». Πράγματι σε άλλο σημείον συγκεφαλαιώνοντας είπεν ότι σε δύο εντολές, στην προς Θεόν και προς τον πλησίον αγάπη «κρέμανται όλος ο νόμος και οι προφήται»· τώρα όμως συνήγαγε τα πάντα σε ένα και συμπεριέλαβε όχι μόνον την κατά τον νόμον και τους Προφήτες αρετήν, αλλά και κάθε αγαθοεργίαν γενικώς μεταξύ των αθρώπων· διότι τώρα νομοθετεί όχι σε ένα γένος μόνον, αλλά σε όλην την οικουμένην, ή μάλλον σε όσους συνδέονται με αυτόν δια της πίστεως, από κάθε έθνος κάτω από τον ουρανόν.

Και μάλιστα όχι μόνο συμπεριέλαβε, αλλά και έδειξε ότι κάθε μία από τις εντολές που εδόθησαν από αυτόν υπάρχει έμφυτος μέσα μας. Πράγματι αυτό είναι που και ο αδελφόθεος Ιάκωβος μας παραγγέλει λέγοντας· «αποθέμενοι πάσαν ρυπαρίαν και περισσείαν κακίας, εν πραΰτητι δέξασθε τον έμφυτον λόγον τον δυνάμενον σώσαι τας ψυχάς υμών». Αυτό μας το είχε διακηρύξει ο Θεός και με τον Προφήτην Ιερεμία, λέγοντας «διαθήσομαι αυτοίς διαθήκην καινήν, διδούς νόμους μου εις διάνοιαν αυτών»· διότι το να έχωμε εκουσίαν γνώμην είναι ιδιότης της διανοίας. Αφού λοιπόν ο Κύριος έδειξε ότι κατ΄ αυτόν τον έμφυτον νόμον έχουν αναγραφή τώρα όλα τα ευαγγελικά παραγγέλματα, προστάζει και νομοθετεί να πολιτευώμεθα σύμφωνα με αυτά· διότι ενέβαλε την γνώσι του πρακτέου μέσα στην φύσι μας, ως φιλάγαθος και φιλάνθρωπος που είναι. Μάλιστα ο Κύριος με την κεφαλαιώδη αυτήν παραίνεσι, το «καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως», έδειξεν ότι κάθε ευαγγελική εντολή είναι όχι μόνον έμφυτος αλλά και δικαία και εύκολος και συμφέρουσα και επίσης εύληπτος σε όλους και ευνόητος από μόνη της. Τι δηλαδή; δεν γνωρίζεις ότι το να οργίζεσαι εναντίον του αδελφού και να τον προσβάλλης και μάλιστα χωρίς λόγον είναι κακόν; Και πως εσύ θέλεις να υποστής την οργή και την προσβολήν του και ούτε καν μετά από σκέψι φθάνεις σ΄ αυτήν την γνώμην, αλλ΄ αμέσως δυσανασχετείς προς την εναντίον σου κινουμένην οργήν και προσβολήν, και με κάθε τρόπον την αποφεύγεις μη καταδεχόμενος αυτήν, οπωσδήποτε ως κακήν, ως άθεσμον, ως ασύμφορον; Έτσι θεωρείς και την προς την σύζυγό σου εμπαθή και περίεργον θέαν από κάποιον άλλον· έτσι επίσης όχι μόνον το εναντίον σου, αλλά και το προς εσέ για οποιονδήποτε λεγόμενον ψεύδος· και γενικώς αυτήν την εσωτερικήν στάσι απέναντι σε κάθε τι απηγορευμένον από την ευαγγελικήν εντολήν. Τι πρέπει να ειπούμε περί όλων των αμαρτωλών πράξεων που έχουν προαπαγορευθή από τον παλαιόν νόμον, του φόνου, της μοιχείας, της επιορκίας, της αδικίας και των ομοίων; Ακόμη δε και περί των αντιθέτων από αυτά αρετών και πως μας αρέσουν αυτοί που τις χρησιμοποιούν υπέρ ημών; Βλέπεις ότι και γνωρίζεις από μόνος σου κάθε εντολήν και την κρίνεις ως δικαίαν και συμφέρουσα; Και όχι μόνον αυτό αλλά και ως ευχερή; Διότι δεν θα θεωρούσες πολύ αξιόμεμπτον αυτόν που θυμώνει ή ψεύδεται εναντίον σου ή σε επιβουλεύεται με άλλον τρόπο, εάν ενόμιζες ότι είναι δυσκατόρθωτον ή αδύνατον το να απέχη εκείνος από αυτά.

Μη λοιπόν, όταν μεν εσύ κακοπαθής από άλλον, όταν υβρίζεσαι, εξαπατάσαι ή ζημιώνεσαι, συνηγορής υπέρ του εαυτού σου, ενώ όταν συ ο ίδιος υβρίζης και αδικής και επιχειρής να εξαπατήσης τον πλησίον σου, τον καταδικάζεις μη εξάγοντας την ιδίαν απόφασι για τα ίδια πράγματα. Αλλά να είσαι αντικειμενικός κριτής, και εκείνα μεν που δεν θέλεις να παθαίνης από άλλον ως κακά, με κανέναν τρόπο να μη τα κάνης στον άλλον, εκείνα δε τα αγαθά που ποθείς εσύ να σου γίνωνται από τον άλλον, αυτά να του κάνης και συ. Ζητείς κάτι από κάποιον, βοήθειαν ίσως ή κάποιαν άλλην εξυπηρέτησι και θέλεις οπωσδήποτε να την λάβης, επειδή το θεωρείς καλόν; γιατί όχι; Όταν λοιπόν κάποιος άλλος σου ζητή κάτι, σπεύσε να του φερθής φιλικώς και να θεωρής καλόν το να λάβη και εκείνος κάτι εμπράκτως από σε. Αλλά ζητεί εκείνος από σε κάτι περισσότερον από όσα έχεις; Δείξε με όσα έχεις ότι και αν είχες περισσότερα, θα του παρείχες· «ει γαρ το θέλειν παράκειται» (αν υπάρχη θέλησις) λέγει ο Παύλος «εξ ων έχει τις ευπρόσδεκτος, ουκ εξ ών ουκ έχει». Θέλεις να αγαπάσαι από όλους, να αξιώνεσαι συγγνώμης και θεωρείς βαρύ και ανυπόφορον το να κατακρίνεσαι και μάλιστα ενώ έπταισες και λίγο; Αγάπα τότε και συ τους πάντες, να είσαι συγχωρητικός, άπεχε από την κατάκρισι, βλέποντας κάθε άνθρωπον σαν τον εαυτόν σου και έτσι να αποφασίζης και να ενεργής, με αυτήν την διάθεσι. «Τούτο γαρ έστι το θέλημα του Θεού» λέγει ο κορυφαίος των Αποστόλων Πέτρος, «αγαθοποιούντας φιμούν (να φιμώνουμε) την των αφρόνων ανθρώπων αγνωσίαν», εκείνων δηλαδή που μας εχθρεύονται ματαίως και δεν θέλουν να δώσουν σε άλλους εκείνα που επιθυμούν αυτοί να λαμβάνουν από άλλους. Πράγματι πως δεν είναι άφρων όποιος, ενώ ανήκουμε όλοι στην ιδία φύσιν αυτός δεν αντιμετωπίζει το θέμα με τον ίδιον τρόπον, ούτε αποδίδει την ιδίαν κρίσι, μολονότι ενυπάρχουν σ΄ εμάς φυσικώς και η κρίσις αυτή και η θέλησις; Διότι στο να θέλωμε να αγαπώμεθα και να ευεργετούμεθα από όλους, όπως και από τον εαυτόν μας, είμεθα όλοι αυτοκίνητοι. Επομένως και το να θέλωμε να αγαθοποιούμε και να έχωμε καλήν διάθεσι προς όλους, όπως και προς τους εαυτούς μας, είναι έμφυτο σ΄ εμάς, επειδή όλοι έχουμε γίνει κατ΄ εικόνα του αγαθού. Αλλά όταν εισήλθε μέσα μας και επληθύνθη η αμαρτία, την μεν προς τον εαυτόν μας αγάπη δεν την έσβεσε, αφού σε τίποτε δεν της εναντιώνεται, ενώ την προς αλλήλους αγάπην, ως κορυφήν των αρετών την κατέψυξε, την ηλλοίωσε και την αχρήστευσεν. Όθεν αυτός που ανακαινίζει την φύσι μας και την ανακαλεί προς την χάριν της εικόνος της, δίδοντας τους ιδικούς του νόμους κατά το προφητικόν, στις καρδίες μας, λέγει «καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως» και «ει αγαπάτε τους αγαπώντας υμάς, ποία υμίν χάρις εστί; και γαρ οι αμαρτωλοί τούτο ποιούσι· και εάν δανείζητε παρ΄ ων ελπίζετε απολαβείν, ποία υμίν χάρις εστί; Και γαρ αμαρτωλοί αμαρτωλοίς δανείζουσιν, ίνα απολάβωσι τα ίσα».

Αμαρτωλούς εδώ ονομάζει όσους δεν φέρουν το όνομά του και όσους δεν πολιτεύονται σύμφωνα με το Ευαγγέλιόν του· τους απεκάλεσε όλους αυτούς με ένα όνομα δεικνύοντας με τον τρόπον αυτόν ότι δεν προκύπτει κανένα όφελος από το να λεγώμεθα χριστιανοί, εάν με τα έργα μας δεν διαφέρωμε από τους εθνικούς. Όπως δηλαδή έλεγεν ο μέγας Παύλος προς τους Ιουδαίους ότι «περιτομή ωφελεί, εα νόμον πράττης· εάν δε παραβάτης νόμου ης, η περιτομή σου ακροβυστία γέγονεν»· έτσι και τώρα ο Χριστός λέγει σ΄ εμάς δια του Ευαγγελίου, ότι σε σας τους ιδικούς μου θα υπάρχη η χάρις που ενώνει με εμέ, εάν τηρήτε τις εντολές μου· εάν όμως πράττετε τα έργα των αμαρτωλών και τίποτε περισσότερον, αγαπάτε δηλαδή αυτούς που σας αγαπούν και ευεργετήτε αυτούς που σας ευεργετούν, δεν θα αποκτήσετε από αυτά καμμίαν παρρησία προς εμέ. Και δεν τα λέγει αυτά αποτρέποντάς μας από το να αγαπούμε αυτούς που μας αγαπούν και από το να ευεργετούμε αυτούς που μας ευεργετούν, και από το να δανείζωμε σε αυτούς οι οποίοι πρόκειται να μας τα επιστρέψουν· αλλά φανερώνει ότι το καθένα από αυτά δεν έχει μισθόν, επειδή λαμβάνει εδώ την ανταπόδοσι, και δεν φέρνει καμμίαν χάρι στην ψυχήν ούτε την καθαρίζει από την αμαρτίαν η οποία την έχει κηλιδώσει. Δεν προξενούν λοιπόν αυτά, όταν υπάρχουν, κανένα κέρδος, καμμίαν ιδιαιτέραν χάρι στην ψυχήν ως αιωνίαν ανταπόδοσιν, όταν όμως απουσιάζουν προξενούν πολλήν κατάκρισιν και ζημίαν. Διότι αυτοί που δεν ανταγαπούν ούτε εκείνους που τους αγαπούν και τους φροντίζουν, είναι χειρότεροι και από τους τελώνες και τους αμαρτωλούς· εκείνοι δε που με έργα και λόγους τους ανταμείβουν με τα αντίθετα πόσον περισσότερο κατακρίνονται; Τοιούτοι είναι και όσοι αφηνιάζουν προς τους άρχοντες της πόλεως, μολονότι εκείνοι καθημερινώς καταβάλλουν γι΄ αυτούς σημαντικές φροντίδες, όσοι δεν αποδίδουν την εύνοιαν που αρμόζει στους βασιλείες οι οποίοι ετάχθησαν από τον Θεόν, όσοι δεν ταπεινώνονται κάτω από την κραταιάν χείρα του Θεού, αλλ΄ απειθούν στην Εκκλησίαν του Χριστού και αγανακτούν ματαίως κατά των προστατών της Εκκλησίας, και μάλιστα την στιγμή που εκείνοι καταβάλλουν τόσην προσπάθεια για το καλό τους και θέλουν και εύχονται και πράττουν με όλην τους την δύναμι κάθε αγαθόν και ωφέλιμο γι΄ αυτούς.

Αλλά και εκείνοι που δεν δανείζουν στους υποσχομένους να ανταποδώσουν τα ίσα και εγκαίρως, αλλά απαιτούν τόκους και μάλιστα βαρείς και χωρίς αυτούς ούτε καν να εμφανισθή επιτρέπουν ο κήνσος και το αργύριον, είναι σχεδόν άνομοι και χειρότεροι από τους αμαρτωλούς, αφού ούτε στον παλαιό νόμο πείθονται ούτε στην νέαν Διαθήκην. Από αυτά η μεν Διαθήκη μας προτρέπει να δανείζωμε και σε εκείνους οι οποίοι δεν υπάρχει ελπίς να μας επιστρέψουν το δάνειον, ο δε παλαιός νόμος λέγει «ουκ εκτοκιείς (τοκίσης) το αργύριόν σου» και επαινεί αυτόν που δεν δίδει τα χρήματά του με τόκον· επίσης συνιστά να αποφεύγωμε την πόλι, στις πλατείες της οποίας, δηλαδή φανερά, συνάπτονται δάνεια με τόκον και δόλον. Βλέπετε ότι ο τοκογλύφος αφαιρεί όχι μόνον της ψυχής του, αλλά και της πολιτείας την δόξα, διότι της προσάπτει κατηγορίαν απανθρωπίας, και την αδικεί ολοκληρωτικά και σοβαρά; Διότι ενώ είναι ιδικός της πολίτης και όσα έχει τα απέκτησε από αυτήν, δεν τα χρησιμοποιεί προς όφελός της. Σ΄ αυτούς που δεν έχουν δεν θέλει να δανείζη, ενώ σε αυτούς που έχουν, αλλά ολίγα, δίδει με τόκον, ώστε μαζί με το επάγγελμά τους να τους αφαιρέση και εκείνα τα ολίγα που έχουν. Γι΄ αυτό προφανώς και ο Προφήτης συνάπτει τον τόκον με τον δόλον, λέγοντας «εμάκρυνα φυγαδεύων και ηυλίσθην εν τη ερήμω ότι είδον ανομίαν και αντιλογίαν εν τη πόλει, και ουκ εξέλιπεν εν των πλατειών αυτής τόκος και δόλος».

Σπεύδει λοιπόν να πλουτίση ο τοκιστής όχι τόσον με χρήματα όσον με αμαρτήματα, καταστρέφοντας έτσι και την περιουσία του δανειστού και την ιδικήν του ψυχήν. Διότι οι τόκοι είναι σαν γεννήματα εχιδνών, τα οποία φωλιάζουν στους κόλπους των φιλαργύρων και προδηλώνουν ότι δεν θα διαφύγουν τους ακοιμήτους σκώληκες που απειλούνται για τον μέλλοντα αιώνα. Εάν δε κάποιος από αυτούς λέγη ότι, αφού δεν μου επιτρέπης να λαμβάνω τόκους, θα κρατήσω κοντά μου το αργύριον που μου περισσεύει και δεν θα το διαθέσω σε όσους χρειάζονται δανεικά, αυτός ας γνωρίζη ότι έχει μέσα του τις μητέρες των εχιδνών, οι οποίες θα του γίνουν μητέρες και των ακοιμήτων εκείνων σκωλήκων.

Γι΄ αυτούς λοιπόν τους λόγους ο Κύριος, θέλοντας με κάθε τρόπον να μας απομακρύνη από όλα τα κακά, παραγγέλλει να αγαπούμε και να αγαθοποιούμε και τους εχθρούς και να δανείζωμε σ΄ εκείνους που δεν έχουν να μας ανταποδώσουν, χωρίς να αποβλέπωμε σε τίποτε· διότι, λέγει «έσται ο μισθός υμών πολύς, και έσεσθε υιοί Υψίστου, ότι αυτός χρηστός εστίν επί τους αχαρίστους και πονηρούς». Μη νομίζης, λέγει, ότι επειδή αγαθοποιείς αυτούς που σου φέρονται άσχημα και δίδεις σ΄ εκείνους που δεν ανταποδίδουν, θα χάσης τα ιδικά σου· διότι τώρα είναι καιρός σποράς και αγαθοεργίας, ο δε καιρός του καταλλήλου θερισμού είναι ο μέλλων αιών. Μην απελπισθής λοιπόν για τον χρόνον που έχει ορισθή μεταξύ σποράς και θερισμού, αλλά γνώριζε ότι θα συγκομίσης τα αγαθά σου πολλαπλάσια, όπως απεναντίας και οι εδώ κακοποιούντες θα συγκομίσουν τα κακά που τους αρμόζουν. Διότι ότι σπείρει κανείς εδώ, τα ανάλογα θα θερίση εκεί, αλλά με μεγάλην προσθήκη.

Εάν λοιπόν εδώ ομοιώσης τον εαυτό σου δια των έργων με τον Υιόν του Θεού και αποδείξης ότι είσαι καλός με όλους, όπως και εκείνος είναι προς όλους αγαθός, θα λάβης εκεί με επαύξησι την προς αυτόν ομοίωσι, περιλαμπόμενος με το φως της δόξης του Υψίστου και συζών αιωνίως με εκείνους για τους οποίους ο Χριστός θα είναι «ο Θεός εν μέσω θεών», και θα διαμοιράζη τα αξιώματα της αϊδίου μακαριότητος· διότι αυτό εδήλωσε με την προσθήκη «και έσεσθε υιοί Υψίστου, ότι αυτός χρηστός εστίν επί τους αχαρίστους και πονηρούς». Πράγματι, γι΄ αυτό και ο Υιός του Θεού αφού έκλινεν ουρανούς κατήλθε στην γη και έγινεν υιός ανθρώπου και είπε και έπραξε όλα αυτά, και τέλος αφού έπαθεν απέθανεν υπέρ ημών και ανέστη και ανήλθε πάλι στους ουρανούς για να μας κάνη ουρανίους και αθανάτους και υιούς Θεού. Ώστε αυτά που απαιτεί τώρα από εμάς, το να αγαπούμε τους εχθρούς, να αγαθοποιούμε, να δανείζωμε σε εκείνους που δεν έχουν να μας ανταποδώσουν, δεν είναι μόνον οφειλόμενα και συμφέροντα για μας, όπως προαπεδείχθη, αλλά και μικρά είναι συγκρινόμενα με όσα δίδονται από εκείνον. Διότι αυτός μεν έδωσε τον εαυτόν του υπέρ ημών οι οποίοι όχι μόνον δεν είχαμε τίποτε να του ανταποδώσουμε, αλλά και είχαμε φανή με πολλούς τρόπους αχάριστοι και πονηροί προηγουμένως· εμάς όμως μας προτρέπει να δανείζωμε από το περίσσευμα και να αγαθοποιούμε από όσα έχουμε στην διάθεσί μας. Ποία και πόσα; Και για αυτά ακόμη τα μικρά μας ανταποδίδει την προς αυτόν ομοιότητα και την υψίστην υιοθεσία και τους ουρανίους μισθούς, λέγοντας «γίνεσθε οικτίρμονες ότι και ο πατήρ υμών ο εν τοις ουρανοίς οικτίρμων εστί». Μεθ΄ ου αυτώ πρέπει δόξα συν αγίω Πνεύματι εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.



(Πηγή: Ι. Μ. Σάμου)

Η αρετή της αυτομεμψίας. Ζ΄ Διδασκαλία: Περί του εαυτού μέμφεσθαι (Για το ότι πρέπει να κατηγορούμε τον εαυτό μας)(Αββάς Δωρόθεος)



79. Ας ερευνήσουμε, αδελφοί μου, να βρούμε ποιός είναι ο λόγος που μερικές φορές ακούει κανείς έναν προσβλητικό λόγο και τον ξεπερνάει χωρίς να ταραχθεί, σαν να μην άκουσε σχεδόν τίποτα, ενώ άλλοτε με τον ίδιο λόγο αμέσως ταράζεται. Ποιά είναι η αιτία μιας τέτοιας διαφοράς; Άραγε, έχει μια μόνο αιτία αυτό το πράγμα ή πολλές; Εγώ βλέπω ότι έχει μεν πολλές αιτίες, μία όμως είναι η μητέρα, θα λέγαμε, που γεννά όλες τις άλλες. Και εξηγώ πως ακριβώς. Πρώτα - πρώτα συμβαίνει πολλές φορές να προσεύχεται κανείς λέγοντας την ευχή ή να κάνει νοερά πνευματική μελέτη και βρίσκεται, θα λέγαμε, σε ειρηνική ψυχική κατάσταση. Έτσι σηκώνει τον αδελφό του και ξεπερνάει τα λόγια του χωρίς ταραχή. Άλλοτε συμβαίνει να έχει κανείς συναισθηματική προσκόλληση σε κάποιον άλλο και γι’ αυτό σηκώνει όλες τις δυσκολίες που του προξενεί χωρίς να θλίβεται. Πάλι συμβαίνει να έχει κανείς πολύ κακή ιδέα για κάποιον, επειδή αυτός εκδηλώνει απορριπτική διάθεση για το πρόσωπό του. Γι’ αυτό τον περιφρονεί και δεν τον υπολογίζει ως άνθρωπο, ούτε καν καταδέχεται να μιλήσει γι’ αυτόν, ούτε γι’ αυτά που λέει και κάνει.


80. Και σας αναφέρω ένα σχετικό γεγονός για να θαυμάσετε. Ζούσε ένας αδελφός στο Κοινόβιο, πριν εγώ φύγω από εκεί. Και τον παρατηρούσα ότι ποτέ δεν ταραζόταν ούτε στενοχωριόταν με κανέναν, αν και είδα πολλούς αδελφούς να τον βρίζουν με διάφορους τρόπους και να τον προκαλούν. Αλλά ο νεότερος εκείνος σήκωνε με τέτοιο τρόπο όσα δεχόταν από τον καθένα τους, σαν να μην τον ενοχλούσε κανείς. Εγώ λοιπόν πάντοτε θαύμαζα την τόσο μεγάλη ανεξικακία του και επιθυμούσα να μάθω πως απέκτησε αυτή την αρετή. Τον παίρνω λοιπόν, μια φορά, ιδιαίτερα και του βάζω μετάνοια, παρακαλώντας τον να μου πει, ποιό λογισμό είχε πάντοτε στην καρδιά του, όταν τον βρίζει κάποιος ή τον κάνει να υποφέρει, και δείχνει τόσο μεγάλη μακροθυμία. Αυτός τότε μου απάντησε με φυσική απλότητα και ανεπιτήδευτο τρόπο και μου είπε: «Συνηθίζω να φυλάγομαι απ’ αυτούς τους βρωμερούς ανθρώπους και δέχομαι όσα μου κάνουν, όπως ακριβώς δέχονται τα δυνατά και γεροδεμένα σκυλιά τα βασανιστήρια από τα τυραννικά αφεντικά τους». Όταν άκουσα αυτή την απάντηση έσκυψα το κεφάλι μου και είπα με το λογισμό μου. Βρήκε το δρόμο του ο αδελφός! Και αφού σταυροκοπήθηκα έφυγα, παρακαλώντας τον Θεό να σκεπάζει και αυτόν και εμένα.

ΚΑΤΑΚΡΙΣΗ (Η πιο εύκολη αμαρτία) (Αββάς Δωρόθεος)



Ξέρεις πόσο μεγάλη αμαρτία είναι να κρίνεις τον πλησίον; Παραγματικά, τι μπορεί να είναι βαρύτερο απ’ αυτό; Τι άλλο μισεί τόσο πολύ και αποστρέφεται ο Θεός σαν την κατάκριση; Όπως ακριβώς είπαν οι Πατέρες, δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα απ’ αυτήν.

Και όμως λένε ότι από αυτά τα μικροπράγματα φτάνει κανείς σ’ αυτό το τόσο μεγάλο κακό. Από το να δεχτεί μια μικρή υποψία για τον πλησίον, από το να λέει: «Τί σημασία έχει αν ακούσω τι λέει αυτός ο αδελφός; Τί σημασία έχει αν πω και εγώ αυτόν τον λόγο; Τί σημασία έχει αν δω που πάει αυτός ο αδελφός ή τι πάει να κάνει αυτός ο ξένος»; Αρχίζει. ο νους να αφήνει τις δικές του αμαρτίες και ν’ απασχολείται με τη ζωή του πλησίον. Από εκεί φτάνει κανείς στην κατάκριση, στην καταλαλιά, στην εξουθένωση. Από εκεί πέφτει σ’ όσα κατακρίνει. Επειδή δεν φροντίζει για τις δικές του κακίες, επειδή δεν κλαίει, όπως είπαν οι Πατέρες, τον πεθαμένο εαυτόν του, δεν μπορεί σε τίποτα απολύτως να διορθώσει τον εαυτόν του, αλλά πάντοτε απασχολείται με τον πλησίον. Και τίποτα δεν παροργίζει τόσο το Θεό, τίποτα δεν ξεγυμνώνει τόσο τον άνθρωπο και δεν τον οδηγεί στην εγκατάλειψη, όσο η καταλαλιά, η κατάκριση και η εξουθένωση του πλησίον.

Γιατί άλλο πράγμα είναι η καταλαλιά και άλλο η κατάκριση και άλλο η εξουθένωση.

Καταλαλιά είναι το να διαδίδεις με λόγια τις αμαρτίες και τα σφάλματα του πλησίον π.χ. ο τάδε είπε ψέματα, οργίστηκε ή πόρνευσε ή κάτι τέτοιο έκαμε. Λέγοντας όλα αυτά, ήδη κανείς «καταλαλεί», δηλαδή, μιλάει με εμπάθεια εναντίον κάποιου, συζητάει με εμπάθεια για το αμάρτημά του.

Κατάκριση είναι το να κατηγορήσει κανείς τον ίδιο τον άνθρωπο, λέγοντας ότι αυτός είναι ψεύτης, είναι οργίλος, είναι πόρνος. Γιατί έτσι κατέκρινε την ίδια τη διάθεση της ψυχής του και έβγαλε συμπέρασμα για όλη τη ζωή του, λέγοντας ότι είναι τέτοια η ζωή του, τέτοιος είναι αυτός και σαν τέτοιο τον κατέκρινε. Και αυτό είναι πολύ μεγάλη αμαρτία. Γιατί είναι άλλο να πει κανείς ότι κάποιος οργίστηκε και άλλο να πει ότι κάποιος είναι οργίλος και να βγάλει συμπέρασμα, όπως είπα, για όλη του τη ζωή. Και τόσο πιο βαριά από κάθε άλλη αμαρτία είναι η κατάκριση, ώστε και ο ίδιος ο Χριστός να φτάσει να πει: « Υποκριτή, βγάλε πρώτα από το μάτι σου το δοκάρι, και τότε κοίταξε να βγάλεις την αγκίδα από το μάτι του αδελφού σου» (Λουκ. 6, 42). Και παρομοίασε τη μεν αμαρτία του πλησίον με αγκίδα, τη δε κατάκριση με δοκάρι. Τόσο πολύ βαριά είναι η κατάκριση που ξεπερνάει σχεδόν κάθε άλλη αμαρτία.

Γιατί να μην κατακρίνουμε καλύτερα τους εαυτούς μας και τα ελαττώματά μας, που τα ξέρουμε πολύ καλά και που γι’ αυτά θα δώσουμε λόγο στο Θεό; Γιατί αρπάζουμε την κρίση από το Θεό; Τί ζητάμε από το πλάσμα Του; Γιατί θέλουμε να πάρουμε επάνω μας τα βάρη των άλλων; Εμείς έχουμε τι να φροντίσουμε, αδελφοί μου. Καθένας ας έχει το νου του στον εαυτόν του και στις αμαρτίες του. Μόνο ο Θεός μπορεί είτε να δικαιώσει είτε να κατακρίνει τον καθένα, γιατί Αυτός μόνο ξέρει του καθενός την κατάσταση και τη δύναμη και το περιβάλλον και τα χαρίσματα και την ιδιοσυγκρασία και τις ιδιαίτερες ικανότητές του και κρίνει σύμφωνα μ’ όλα αυτά, όπως Αυτός μόνον γνωρίζει. Διαφορετικά, βέβαια, κρίνει ο Θεός τα έργα του επισκόπου και διαφορετικά του άρχοντα, αλλιώς του ηγουμένου και αλλιώς του υποτακτικού, αλλιώς του νέου και αλλιώς του γέρου, αλλιώς του αρρώστου και αλλιώς του γερού. Και ποιός μπορεί να κρίνει σύμφωνα μ’ αυτές τις προϋποθέσεις παρά μόνον Αυτός που δημιούργησε τα πάντα, Αυτός που έπλασε τα πάντα και γνωρίζει τα πάντα;

Τίποτα απολύτως δεν μπορεί να ξέρει ο άνθρωπος από τις βουλές του Θεού. Μόνον Αυτός είναι Εκείνος που καταλαβαίνει τα πάντα και είναι σε θέση να κρίνει τον καθένα, όπως μόνος αυτός γνωρίζει.

Πραγματικά, συμβαίνει να κάνει κάποιος αδελφός μερικά πράγματα με απλότητα. Αυτή όμως η απλότητα ευαρεστεί στο Θεό περισσότερο από ολόκληρη τη δική σου ζωή. Και συ κάθεσαι και τον κατακρίνεις και κολάζεις τη ψυχή σου; Και αν κάποτε υποκύψει στην αμαρτία, πώς μπορείς να ξέρεις πόσο αγωνίστηκε και πόσο αίμα έσταξε, πριν κάνει το κακό, ώστε να φτάνει να μοιάζει η αμαρτία του σχεδόν σαν αρετή στα μάτια του Θεού; Γιατί ο Θεός βλέπει τον κόπο του και τη θλίψη που δοκίμασε, όπως είπα, πριν να κάνει το κακό, και τον ελεεί και τον συγχωρεί. Και ο μεν Θεός τον ελεεί, εσύ δε τον κατακρίνεις, και χάνεις τη ψυχή σου; Πού ξέρεις ακόμα και πόσα δάκρυα έχυσε γι’ αυτό, ενώπιον του Θεού; Και συ μεν έμαθες την αμαρτία, δεν ξέρεις όμως τη μετάνοια. Μερικές φορές μάλιστα δεν κατακρίνουμε μόνο, αλλά και εξουθενώνουμε.

Εξουθένωση είναι όταν, όχι μόνον κατακρίνει κανείς κάποιον, αλλά και τον εκμηδενίζει, σαν να τον αποστρέφεται και τον σιχαίνεται σαν κάτι αηδιαστικό. Αυτό είναι ακόμα χειρότερο και πολύ πιο καταστρεπτικό από την κατάκριση.

Όσοι όμως θέλουν να σωθούν δεν προσέχουν καθόλου τα ελαττώματα του πλησίον, αλλά προσέχουν πάντοτε τις δικές τους αδυναμίες και έτσι προκόβουν. Σαν εκείνον που είδε τον αδελφό του να αμαρτάνει και στενάζοντας βαθιά είπε: «Αλλοίμονό μου, γιατί σήμερα πέφτει αυτός, οπωσδήποτε αύριο θα πέσω εγώ». Βλέπεις με ποιό τρόπο επιδιώκει τη σωτηρία του, πως προετοιμάζει τη ψυχή του; Πως κατάφερε να ξεφύγει αμέσως από την κατάκριση του αδελφού του; Γιατί λέγοντας ότι: «Οπωσδήποτε θα αμαρτήσω και εγώ αύριο» έδωσε την ευκαιρία στον εαυτόν του ν’ ανησυχήσει και να φροντίσει για τις αμαρτίες που επρόκειτο δήθεν να κάνει. Και μ’ αυτό τον τρόπο ξέφυγε την κατάκριση του πλησίον. Και δεν αρκέστηκε μέχρις εδώ, αλλά κατέβασε τον εαυτόν του χαμηλότερα απ’ αυτόν που αμάρτησε λέγοντας: «Και αυτός μεν μετανοεί για την αμαρτία του, εγώ όμως δεν είναι σίγουρο ότι θα μετανοήσω, δεν είναι σίγουρο ότι θα τα καταφέρω, δεν είναι σίγουρο ότι θα έχω τη δύναμη να μετανοήσω».

Βλέπεις το φωτισμό της θείας αυτής ψυχής; Γιατί όχι μόνον κατάφερε να ξεφύγει από την κατάκριση του πλησίον, αλλά έβαλε τον εαυτό της πιο κάτω απ’ αυτόν.

Και εμείς οι άθλιοι, εντελώς αδιάκριτα, κατακρίνουμε, αποστρεφόμαστε, εξευτελίζουμε, αν δούμε ή αν ακούσουμε ή αν υποψιαστούμε κάτι. Και το χειρότερο είναι ότι δεν σταματάμε μέχρι τη ζημιά που κάνουμε στον εαυτό μας, αλλά συναντάμε και άλλον αδελφό και αμέσως του λέμε: « Αυτό και αυτό έγινε». Και του κάνουμε κακό βάζοντας στην καρδιά του αμαρτίες. Αλλά ενώ κάνουμε διαβολικό έργο δεν ανησυχούμε κιόλας. Γιατί, τί άλλο έχει να κάνει ο διάβολος από το να ταράζει και να βλάπτει; Και γινόμαστε συνεργάτες των δαιμόνων και για τη δική μας καταστροφή και για του πλησίον.

Από ποιον άλλο λόγο τα παθαίνουμε αυτά, παρά από το ότι δεν έχουμε αγάπη; Γιατί αν είχαμε αγάπη και συμπαθούσαμε και πονούσαμε τον πλησίον μας, δεν θα είχαμε το νου μας στα ελαττώματα του πλησίον.Αν είχαμε αγάπη, η ίδια η αγάπη θα σκέπαζε κάθε σφάλμα, όπως ακριβώς έκαναν οι άγιοι, όταν έβλεπαν τα ελαττώματα των ανθρώπων. Γιατί μήπως είναι τυφλοί οι άγιοι και δεν βλέπουν τα αμαρτήματα; Και ποιός μισεί τόσο πολύ την αμαρτία όσο οι άγιοι; Και όμως δεν μισούν εκείνον που αμαρτάνει, ούτε τον κατακρίνουν, ούτε τον αποστρέφονται, αλλά υποφέρουν μαζί του, τον συμβουλεύουν, τον παρηγορούν, τον γιατρεύουν σαν άρρωστο μέλος του σώματός τους. Κάνουν τα πάντα για να τον σώσουν.Με την μακροθυμία και την αγάπη τραβούν τον αδελφό και δεν τον απωθούν, ούτε τον σιχαίνονται.

Ας αποκτήσουμε λοιπόν και εμείς αγάπη, ας αποκτήσουμε ευσπλαχνία για τον πλησίον. Και έτσι θ’ αποφεύγουμε να καταλαλούμε, να κατακρίνουμε, να εξουδενώνουμε τους άλλους. Ας βοηθήσουμε ο ένας τον άλλον σαν να είμαστε μέλη του ίδιου σώματος.

Ο Θεός ας μας αξιώσει να προσέχουμε όσα μας συμφέρουν πνευματικά και να τα εφαρμόζουμε. Γιατί όσο φροντίζουμε και ενδιαφερόμαστε να εφαρμόζουμε όσα ακούμε, τόσο περισσότερο μας φωτίζει ο Θεός πάντοτε και μας διδάσκει το θέλημά Του.

Απόσπασμα από το βιβλίο «Έργα Ασκητικά»
του Αββά Δωρόθεου

-----------------------------------------------------