Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2017

Πάθη : Αρώστειες της ψυχής και του σώματος.π. Σάββας Αγιορείτης












ΤΟ ΚΑΚΟ



Ὁ Θεός εἶναι πάνω ἀπό τήν διάκριση καλοῦ καί κακοῦ

Δέν ὑπάρχει τό ἐναντίον στήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, ὅπως δέν ὑπάρχει τό «ἐναντίον» καί στήν φύση του[1] .
«Ἡ ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ δέν ὑφίσταται ὡς ἀντίθεση πρός τήν κακία ἀλλά καθεαυτήν»[2].
Ἡ φύση τοῦ κακου. Τό κακό δέν ἔχει οὐσία, δέν ὑπάρχει πραγματικά.
Τό κακό δέν ὑπάρχει ὡς ὀντολογική ἀρχή, ἀλλά ἐμφανίζεται δευτερογενῶς μέ τήν ἐγκατάλειψη τοῦ ἀγαθοῦ. «Κακόν γάρ ἔξω προαιρέσεως ἐφ’ ἑαυτοῦ κείμενον οὐκ ἔστι»[3]  .
«Κατά τήν χριστιανικήν ἀντίληψιν τό κακόν, ὡς καί τό ἀγαθόν, εἶναι παρόν μόνον ἐκεῖ, ὅπου ὑπάρχει ὑποστατική μορφή τοῦ εἶναι. Ἐκτός τοῦ εἴδους αὐτοῦ τῆς ζωῆς δέν ὑφίσταται τό κακόν, ἀλλά μόνον καθωρισμέναι φυσικαί διαδικασίαι»[4].
«Τό κακό λοιπόν, ἐνῶ εἶναι ἀνύπαρκτο καθεαυτό, ἀποκτᾶ ὕπαρξη στά αὐτεξούσια ὄντα πού ἐγκαταλείπουν τό ἀγαθό. Οὔτε ὁ διάβολος ἦταν κακός ἐξαρχῆς, ἀλλά ἔγινε μέ τήν αὐτεξούσια μάκρυνσή ἀπό τόν Θεό. Ἔτσι δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει ἀπόλυτο κακό. Αὐτό δηλώνει καί ἡ φράση«οὐδέν κακόν ἀμιγές καλοῦ»..Ἡ κακία δέν εἶναι κάποια ἰδιαίτερη οὐσία ἤ ἰδίωμα οὐσίας ἀλλά ἐναντίωση στήν ἀρετή καί ἐκτροπή στό παρά φύση»[5] .                                                                                                                        
Τό κακό καί ὁ ἄνθρωπος
Ὁ ἄνθρωπος, δέν εἶναι ὁ εἰσηγητής τοῦ κακοῦ, δηλαδή ὁ ἀρχέκακος, ἀλλά θύμα τοῦ ἀρχεκάκου, πού εἶναι ὁ διάβολος...Κανένας δέν ἐπιλέγει τό κακό ὡς κακό. Τό ἐπιλέγει, ἐπειδή παρασύρεται ἤ ἐξαπατᾶται ἀπό τό ἀγαθό στοιχεῖο πού ἀναπόφευκτα παρουσιάζει. Παραταῦτα ὁ καθένας ὀφείλει νά θεωρεῖ τόν ἑαυτό του «ἀρχηγό» τῆς κακίας πού ὑπάρχει μέσα του[6]. Καί καταπολεμώντας τήν κακία πού διαπιστώνει μέσα του, καταπολεμάει τήν κακία στή ρίζα της»[7]
Τό κοινωνικό κακό
Τό ἀνθρώπινο πρόσωπο νοσεῖ καί εἶναι αὐτό πού δημιουργεῖ καί τό κακό στήν κοινωνία. Δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει ὑγιής κοινωνία μέ ἀρρωστημένα πρόσωπα. Οὔτε θεραπεύεται ἡ κοινωνία ἀλλάζοντας τίς δομές ἀλλά μόνο ἄν θεραπευθοῦν τά ἀνθρώπινα πρόσωπα.
«Ἡ φιλαυτία πού γεννάει ὅλα τά ἀνθρώπινα κακά, δημιουργεῖ καί τό κοινωνικό κακό. Ἐξαιτίας της γίνονται οἱ ἄνθρωποι «ἀνάρμοστοι καί ἀκόλλητοι καί ἀσύζωοι»[8]. Ὅταν παραμερίζεται ἡ φιλαυτία τῶν προσώπων, τότε αὐτομάτως περιορίζεται τό κοινωνικό κακό[9].  
ΤΑ ΠΑΘΗ
Τά πάθη: παρά φύσιν καταστάσεις
Τά πάθη δέν ἀνήκουν στή φύση τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά ἀποτελοῦν παρά φύση καταστάσεις. Ὅπως τό κακό, ἔτσι καί αὐτά δέν ἔχουν δική τους ὑπόσταση, ἀλλά ἐμφανίζονται μέ τήν παραφθορά τῆς ψυχικῆς ὑγείας. «Τά πάθη ἀρρωστία ἐστί τῆς ψυχῆς, ἐπισυμβάντα καί ἐπεισελθόντα τῇ φύσει, καί ἐξαγαγόντα τῆς ἰδίας ὑγείας»[10]. Ὅταν ὅμως χρονίζουν στόν ἄνθρωπο, γίνονται δεύτερη φύση του καί δέν ξεπερνῶνται εὔκολα. Ἀκόμη καί ὅταν ὁ ἄνθρωπος μετανοεῖ καί δέχεται τή χάρη τοῦ Θεοῦ, δέν ἀπαλλάσσεται διαμιᾶς ἀπό τά πάθη του, ἀλλά χρειάζεται νά ἀφιερώσει χρόνο καί κόπο γιά τήν καταπολέμηση τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα εἶναι ἡ περίπτωση τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας, πού ἐνῶ μετανόησε καί ἀποστράφηκε ἀποφασιστικά τήν προηγούμενη ἁμαρτωλή της ζωή, χρειάστηκε νά ἀγωνιστεῖ γιά νά ἐξαλείψει τίς μνῆμες τῶν παθῶν της τόσα χρόνια, ὅσα προηγουμένως εἶχε ὑποδουλωθεῖ σ’ αὐτά[11].
Προσδιορισμός και εμφάνιση παθών   Ό άγιος Γρηγόριος ό Παλαμάς ακολουθώντας την συμφωνία της παραδόσεως των Πατέρων ότι τα πάθη δεν είναι μέρος τής ανθρώπινης φύσεως και δεν αποτελούν απ' αρχής φυσικά στοιχεία της, αναφέρει ότι είναι κινήσεις και πράξεις ξένες προς την κατά φύσιν ζωή του άνθρωπου. "Διεστραμμέναι δε", λέγει, "οδοί πάντως και σκολιαί, το μίσος, το ψευδός, ό δόλος, ό φθόνος, ή πλεονεξία, ή υπερηφάνεια και τα παραπλήσια τούτοις", τα οποία όχι μόνο πραττόμενα, αλλά και "'αγαπώμενα" και "μελετώμενα κατά νουν" αξιώνουν τον άνθρωπο "της θείας αποστροφής". Οι αιτίες δε που τα δημιουργούν, αναφέρει στον υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων λόγο του, είναι ή "αμετρία" και ή "παράχρηση". Π.χ. των πονηρών παθών που σχετίζονται με τη γεύση δεν είναι ή τροφή αίτια, "αλλά η αμετρία ταύτης ό εστίν ή τρυφή". Δηλαδή ή γαστριμαργία, η λαιμαργία, η πολυποσία, η μέθη. Όταν ό άνθρωπος αρνείται την κατά φύσιν ζωή και την φυσική αναφορά του και σχέση του με τον Θεό και δια των αισθήσεων του εκπίπτει στην εμπαθή προσκόλληση του κόσμου, κάνει "παράχρηση των δυνάμεων της ψυχής του" απ' όπου αναπόφευκτα φύονται τα μυσαρά και βδελυκτά πάθη. Επομένως ή "αμετρία" και ή "παράχρηση" έχουν αρχή πρώτον στην απάτη του πονηρού και δεύτερον στη σύμπραξη τής βουλήσεως του άνθρωπου μ' αυτόν. Αυτή λοιπόν ή απατηλή και φθονερή ενέργεια του διαβόλου και ή εκούσια άγνοια του Θεού δημιουργούν την υπερβολική προσήλωση στον αισθητό κόσμο που εν συνεχεία γεννά την εμπαθή αγάπη σ' αυτόν και γεμίζει τη ζωή του πεπτωκότος άνθρωπου από εμπαθείς ενέργειες δημιουργώντας το νόμο τής αμαρτίας, τον όποιο ό Απόστολος ονομάζει "φρόνημα της σαρκός". Την αρχή της εμφανίσεως των παθών ό άγιος Γρηγόριος την ανάγει στο γεγονός της πτώσεως, όπως άλλωστε και όλοι οι υπόλοιποι πατέρες τής Εκκλησίας .Ή απάτη των πρωτοπλάστων ήταν αυτή που αναφέρει ό άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής: ήθελαν "προ Θεού, δίχα Θεού και ου κατά Θεόν" να γευθούν τον καρπό τής ζωής, δηλαδή τη θέωση, αδιαφορώντας για την εντολή που τούς έδωσε ό Θεός. Η εσφαλμένη αυτή κατεύθυνση τής ψυχής τους επέφερε πολλά και θλιβερά αποτελέσματα σε όλο τον ψυχοσωματικό εαυτό τους, αλλά και σε όλους τούς απογόνους τους. Δημιούργησε την διαστροφή και τη σύγχυση των δυνάμεων τής ψυχής και γέννησε τις παρά φύσιν και πονηρές επιθυμίες του σώματος.
Ἡ αἰτία τῶν παθῶν: ἡ ἄγνοια
Ἡ πρωταρχική αἰτία τῶν παθῶν δέν εἶναι τά συναισθήματα ἤ οἱ ἐπιθυμίες ἀλλά ἡ ἄγνοια τοῦ Θεοῦ καί τοῦ νόμου Του[i]. Ἡ ἄγνοια(ἡ ὁποία βέβαια εἶναι ἔνοχη διότι ὀφείλεται στήν ἀμέλεια καί τήν ἀδιαφορία καί τήν ἀπιστία τοῦ ἀνθρώπου) σκοτίζει τόν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί τόν προσηλώνει στίς αἰσθήσεις[12] . Ὅταν ὁ νοῦς[ii], πού εἶναι ὁ ὀφθαλμός τῆς ψυχῆς, ὑποταχθεῖ στίς αἰσθήσεις, στή συνέχεια ὑποτάσσονται καί οἱ ἄλλες ψυχικές δυνάμεις. Μέ αὐτόν τόν τρόπο μολύνεται ὁλόκληρη ἡ ψυχή, ἀνατρέπεται ἡ ὁμαλή λειτουργία της καί δημιουργοῦνται τά πάθη. Ὅμως ὁ μολυσμός μπορεῖ νά προέλθει καί ἀπό τήν κακή λειτουργία ὁποιουδήποτε ἄλλου μέρους τῆς ψυχῆς (δηλ. εἴτε τοῦ θυμικοῦ ,εἴτε τοῦ ἐπιθυμητικοῦ). Ἐπειδή ἡ ἀνθρώπινη ψυχή εἶναι ἑνιαία καί πολυδύναμη, ὁ μολυσμός περνᾶ σέ ὁλόκληρη καί τήν καταλαμβάνει[13].
Ἡ μητέρα ὅλων τῶν παθῶν: ἡ φιλαυτία.
Μητέρα ὅλων τῶν παθῶν εἶναι ἡ φιλαυτία. Ὁρίζεται ὡς: «ἡ πρός τό σῶμα ἐμπαθής καί ἄλογος φιλία». Ὀφείλεται στήν ἄγνοια τοῦ Θεοῦ[14]. Ὑπάρχει βέβαια καί ἡ καλή φιλαυτία, δηλ. ἡ σωστή ἀγάπη πρός τόν ἑαυτό μας πού εἶναι ἀπαραίτητη γιά τήν πνευματική μας τελείωση. Αὐτή προβάλλεται ἀπό τόν Κύριο σάν μέτρο γιά τήν ἀγάπη μας πρός τόν πλησίον[15].  Ἡ κακή ὅμως φιλαυτία, δηλ. ἡ ἐμπαθής καί ἄλογη φιλία πρός τό σῶμα καθηλώνει τόν ἄνθρωπο στήν ἀγάπη τοῦ κόσμου καί τήν δουλεία τῶν παθῶν[iii]. Γι’ αὐτό ἡ πνευματική ζωή ἀρχίζει μέ τήν καταπολέμηση τῶν παθῶν καί μάλιστα τῆς κακῆς φιλαυτίας.
Σχέση παθῶν καί ἁμαρτίας
Μία ἁμαρτία ὅταν ἐπαναληφθεῖ πολλές φορές γίνεται συνήθεια, κακή ἕξις, κατάστασις ἡ ὁποία λέγεται πάθος. Πάθη εἶναι ἁμαρτωλές καταστάσεις τῆς ψυχῆς, πού ἐνεργοποιοῦνται μέ τίς ἁμαρτίες[iv]. Μπορεῖ νά ὑπάρχουν ὅμως καί πάθη κρυφά τά ὁποῖα δέν τά ἔχουμε ἀντιληφθεῖ διότι δέν δόθηκαν οἱ ἀφορμές δηλ. οἱ ἀντίστοιχες ἁμαρτίες οἱ ὁποῖες θά τά ἐνεργοποιοῦσαν. Λέγει ὁ ἅγιος Δωρόθεος: «Ἄλλα γάρ εἰσι τά πάθη καί ἄλλαι εἰσίν αἱ ἁμαρτίαι· τά πάθη εἰσίν θυμός, κενοδοξία, φιληδονία, μῖσος, ἐπιθυμία κακή καί ὅσα τοιαῦτα· αἱ δέ ἁμαρτίαι εἰσίν, αὗται αἱ ἐνέργειαι τῶν παθῶν ὅτε τις ἐνεργῶς ποιεῖ αὐτά· ὅτε πράττει διά τοῦ σώματος ἐκεῖνα τά ἔργα ἅ ὑπαγορεύουσιν αὐτῷ τά πάθη. Ἀμέλει ἐνδέχεταί τινα ἔχειν μέν τά πάθη, μή ἐνεργεῖν δέ αὐτά»[16]. Τά κρυφά αὐτά πάθη δέν εἶναι λιγότερο βλαβερά ἀπό τά φανερά ἐνῶ ταυτόχρονα εἶναι καί περισσότερο ἐπικίνδυνα γιατί μένουν ἀπαρατήρητα καί δέν καταπολεμοῦνται[v].
Τά τρία βασικά πάθη
Τά τρία βασικά πάθη, τά ὁποῖα πηγάζουν ἀπό τήν φιλαυτία εἶναι ἡ γαστριμαργία, ἡ φιλαργυρία καί ἡ κενοδοξία. Αὐτά ἀντιστοιχοῦν στούς τρεῖς πονηρούς λογισμούς, πού ὑπέβαλε ὁ διάβολος στόν Χριστό, ὅταν τόν «ἐπείρασε» στήν ἔρημο (μετά τήν τεσσαρακονθήμερη νηστεία τοῦ Κυρίου Μας). Ἡ πρότασή του νά μετατρέψει τίς πέτρες σέ ψωμιά ὑπέβαλλε τήν γαστριμαργία. Ἡ πρόσκληση του νά πέσει νά τόν προσκυνήσει γιά νά πάρει ὅλα τά βασίλεια τῆς γῆς καί τά ὑλικά ἀγαθά τοῦ ὑπέβαλλε τήν φιλαργυρία. Τέλος ἡ πρόκληση νά πέσει ἀπό τό πτερύγιο τοῦ Ναοῦ καί νά ἐπιδείξει τό θαῦμα τῆς θαυματουργικῆς διασώσεως Του, ὑπέβαλλε τήν κενοδοξία. Ἀπό τά τρία αὐτά πάθη πηγάζουν ὅλα τά ὑπόλοιπα. Οἱ τρεῖς αὐτές ἄρρωστες ἀγάπες κυβερνοῦν τόν «κόσμο». Εἶναι ἡ φιλία πρός τίς σαρκικές ἡδονές, ἡ φιλία πρός τήν ὕλη καί ἡ φιλία πρός τήν κενή δόξα.
Γαστριμαργία
Ἡ πρώτη θέση συνήθως δίνεται στήν γαστριμαργία. Αὐτό μαρτυρεῖ τήν βαρύτητα πού ἔχει. Ἐξ αἰτίας της χάσαμε τόν Παράδεισο καί μ’ αὐτήν ἄρχισε ἡ ἐμπαθής ζωή[17]. Ἀπό τή γαστριμαργία γεννιέται ἡ πορνεία καί κάθε σαρκική ἀκαθαρσία. Ἰσχυρό ὅπλο γιά τήν καταπολέμηση τῆς γαστριμαργίας εἶναι ἡ νηστεία. Αὐτή δόθηκε ὡς ἐντολή στόν Παράδεισο. Ἀλλά καί ἡ νηστεία ὅπως καί ὅλες οἱ ἀσκήσεις χρειάζονται διάκριση καί πρέπει νά γίνονται μέ εὐλογία καί ὑπακοή στόν πνευματικό μας πατέρα. Ἡ γαστριμαργία ὅπως καί ἡ πορνεία καί γενικά ὅλα τά πάθη εἶναι παραχρήσεις φυσικῶν κινήσεων τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ἡ διαστραμμένη κατεύθυνση καί κακή χρήση τῶν ψυχικῶν καί σωματικῶν μας δυνάμεων.
Ἡ φιλαργυρία
Στά πάθη γενικά ἐπικρατεῖ ἡ δαιμονική ἀταξία καί σύγχυση. Σύμφωνα μέ μία ἄλλη ἐκδοχή τήν πρώτη θέση κατέχει ἡ φιλαργυρία ὡς βαρύτερη ἀπό τήν γαστριμαργία. Εἰδικότερα ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης παρατηρεῖ ὅτι τό πρῶτο πάθος γιά τούς μοναχούς εἶναι ἡ γαστριμαργία ἐνῶ γιά τούς κοσμικούς ἡ φιλαργυρία[18].Ἡ φιλαργυρία δέν ἔχει κανένα ἐλαφρυντικό, γιατί ἡ ἀφορμή της δέν βρίσκεται στή φύση, ὅπως συμβαίνει μέ τή γαστριμαργία, ἀλλά στήν προαίρεση τοῦ ἀνθρώπου[19]. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μάλιστα χαρακτηρίζει τήν φιλαργυρία ὡς τήν «ρίζα πάντων τῶν κακῶν»[20]. «Ἀπό αὐτήν γεννιέται ἡ πλεονεξία, ἡ κλοπή, ἡ ἁρπαγή καί ὅλα τά παρόμοια. Ἡ φιλαργυρία σκοτίζει τόν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί ματαιώνει τή σωστή λειτουργία τοῦ λογικοῦ του»[21].
Ἡ κενοδοξία
Ἡ κενοδοξία εἶναι λεπτότατο καί δυσκολοεξιχνίαστο πάθος. Δύσκολα θεραπεύεται καί εἶναι αὐτό πού ἄν δέν καταπολεμηθεῖ ὁδηγεῖ στήν ὑπερηφάνεια καί στόν φθόνο. Χαρακτηριστικό της γνώρισμα εἶναι ὅτι συμπλέκεται μά κάθε ἐνάρετο ἔργο καί ἐμφανίζεται μαζί μέ τίς ἀρετές[22]. Διά τοῦτο εἶναι ἰδιαίτερα ἐπικίνδυνη καί ἐπιζήμια (μᾶς «κλέβει» τόν θεϊκό μισθό). Καταπολεμεῖται μέ πολλή δυσκολία καί εἶναι μεγάλο ἐμπόδιο γιά τήν ἀρετή. Σημειώνει χαρακτηριστικά ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος: «Μέγα τοῖς ἀνθρώποις ἡ κενοδοξία πρός ἀρετήν ἐμπόδιον. Ἰάσασθαι δέ καί στῆσαι τήν νόσον Πέτρου ἄν εἴη τινός ἤ Παύλου, τῶν μεγάλων Χριστοῦ μαθητῶν καί μετά τῆς ἐν λόγῳ καί ἔργῳ κυβερνήσεως εἰληφότων τό χάρισμα καί πᾶσι πάντα γινομένων, ἵνα τούς πάντας κερδίσωσιν· ἡμῖν δέ τοῖς ἄλλοις μέγα, κἄν εἰ καλῶς κυβερνοίμεθα καί ἀγοίμεθα πρός τῶν ἐπανορθοῦν τά τοιαῦτα καί διευθύνειν πεπιστευμένων»[23]. Ἀποτελεσματικά μέσο γιά τήν καταπολέμηση τῆς κενοδοξίας εἶναι ἡ ταπείνωση, ἡ ὑπακοή, καί τό νά κάνουμε ὅσο γίνεται κρυφά ὅλα τά καλά ἔργα.
Συνέπειες τῶν παθῶν
Τά πάθη διαστρέφουν τόν ἄνθρωπο καί τόν καθηλώνουν στό κακό. Τόν ἀλλοτριώνουν ἀπό τήν ἀρετή καί ματαιώνουν τήν ὁμοίωσή του  πρός τόν Θεό. Καταστρέφουν τήν ζωή του, τήν ψυχή καί τό σῶμα του[vi]. Ἀφανίζουν τήν ὑπόστασή του. Λέγει ἕνα Θεοτοκίον τοῦ Τριωδίου: «Εἰς ἰλύν ἐνεπάγην ἁμαρτιῶν, καί οὐκ ἔστιν ὑπόστασις ἐν ἐμοί»[24].«Τό κακό ὅμως δέν εἶναι ἰσχυρότερο ἀπό τό ἀγαθό οὔτε ἀπεριόριστο ὅπως ἐκεῖνο. Ἀποτελεῖ κατάσταση διαλύσεως, πού ἄθελά της συντελεῖ στήν ἀνάδειξη καί προβολή τοῦ ἀγαθοῦ»[25].                                                                                    
ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΠΑΘΩΝ
Καταπολέμηση τῶν παθῶν
Τό κακό φωλιάζει στόν ἄνθρωπο μέ τά πάθη. Ἡ καταπολέμηση του δέν εἶναι δυνατή παρά μόνο μέ τήν καταπολέμηση τῶν παθῶν. Αὐτή ἀποτελεῖ τό κύριο ἔργο τῆς ζωῆς τοῦ μοναχοῦ ἀλλά καί τοῦ κάθε πιστοῦ[vii] ,viii.Ἡ τακτική τοῦ πολέμου εἶναι ποικίλη. Ἄλλοι ἐπιμένουν στήν ἄμεση καταπολέμηση τῶν παθῶν ἐνῶ ἄλλοι ρίχνουν τό κύριο βάρος τοῦ ἀγῶνα στήν καλλιέργεια τοῦ Θείου Ἔρωτα. Ἡ μεγάλη ἀγάπη στόν Χριστό ἀδρανοποιεῖ καί μεταστρέφει τά πάθη μετατρέποντάς τα σέ θεοφιλῆ. Ὅταν τά πάθη πολεμοῦνται κατά μέτωπο ὁ ἀγῶνας εἶναι αἱματηρός, τραχύς καί ἔχει ἀρνητική μορφή. Στήν περίπτωση πού τό κύριο βάρος πέφτει στό νά ἀγαπήσουμε τόν Χριστό ὁ ἀγῶνας γίνεται ἠπιότερος καί προσλαμβάνει θετικό χαρακτῆρα. Ἀντί ὁ χριστιανός νά ἀγωνιᾶ γιά τά πάθη του, προσπαθεῖ νά ἐνισχύσει τήν ἀγάπη του πρός τόν Χριστό καί νά τηρεῖ φιλότιμα τό θέλημά Του καλλιεργώντας παράλληλα ὅλες τίς ἀρετές. Ἔτσι ὁ πνευματικός ἀγῶνας γίνεται εὐκολώτερα καί ἀποτελεσματικότερα. Εἶναι ὁ ἁγιασμός πού γίνεται «ἀναίμακτα» ὅπως ἔλεγε ὁ π. Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης. Ἀρκεῖ βέβαια ὁ πιστός πάντα νά εἶναι σέ ἐγρήγορση ἔχοντας συναίσθηση τῆς θανάσιμης ἀπειλῆς τῶν παθῶν. Ὁ Ὅσιος Ἱσαάκ ὁ Σύρος παρομοιάζει τά πάθη μέ σκυλιά πού συχνάζουν στά κρεοπωλεῖα. Μέ μιά φωνή φεύγουν. Ὅταν ὅμως παραμεληθοῦν (δηλ. ὁ ἄνθρωπος ἐφησυχάσει, λησμονήσει, ραθυμήσει καί ἀμελήσει), ὁρμοῦν σάν τεράστια λεοντάρια[26].
Μετάνοια και πένθος: προϋποθέσεις της απάθειας.
Για να εξέλθει κανείς από τη δουλεία των παθών και να επιστρέψει στην περιοχή της "ελευθερίας της δόξης των τέκνων του Θεού", χρειάζονται στην αρχή απαραιτήτως ή μετάνοια και το πένθος. Ή μετάνοια είναι ή δυνατότητα που έδωσε ό Θεός στον άνθρωπο σ ' αυτή τη ζωή να συνειδητοποίηση την εγκληματική πράξη του, το να εγκατάλειψη δηλαδή τον Δημιουργό του, και να επιστρέψει κοντά του. Εξ άλλου ή προτροπή του Προδρόμου και αυτού του Χριστού στην αρχή κι όλας της δημοσίας δράσεως τους είναι το "Μετανοείτε, ήγγικε γαρ ή βασιλεία των ουρανών".
Γι` αυτό και σε όλη την πατερική παράδοση ή μετάνοια θεωρείται απαραίτητη προϋπόθεση, αλλά και μόνιμο όπλο της ζωής του Χριστιανού, έως θανάτου για την θεραπεία, την πνευματική κατεύθυνση προς τον Θεό και την τελική άφιξη του σ ' Αυτόν. Λέγει σ ' ένα λόγο του ο άγιος Γρηγόριος: Ό άνθρωπος που μετανοεί με την ψυχή του δια μεν της αγαθής προαιρέσεως και της αποχής από την αμαρτία φθάνει προς τον Θεό". Απέχει όμως από την τελική σωτηρία "τυραννούμενος υπό της κακής συνήθειας και των προλήψεων". Γι` αυτό χρειάζεται ισόβια μετάνοια δια της οποίας αποσπά "την άνωθεν ευσπλαγχνίαν". Από πουθενά άλλου δεν εξασφαλίζεται ή ελπίδα της σωτηρίας και απαλλαγής από τα πάθη τόσο, όσο από την διαρκή μετάνοια. Σε πολλούς λόγους του ό άγιος είναι προτρεπτικός στα έργα της μετανοίας. Υποστηρίζει δε, ότι μαζί με το πνευματικό πένθος, μπορεί να φτάσει κανείς στα μεγάλα και θαυμαστά επιτεύγματα, που χαρακτηρίζουν τη ζωή των Αγίων.
Το κατά Θεόν πένθος είναι ή μήτρα μέσα στην οποία κυοφορείται και μεταλλάσσεται ή ζωή τής μετανοίας Έχει δυο καταστάσεις: Μια οδυνηρή και μια ευφρόσυνη, απ ' τις οποίες χρειάζεται να περάσει ο Χριστιανός για να ζήση την αληθινή ζωή. Ή οδύνη είναι ή επίγνωση του ότι "πολλά πταίομεν" και ή αναγνώριση, κατά την κατόπτευση του εσωτερικοί μας ανθρώπου "του ειδεχθούς προσωπείου". Αυτό γίνεται αισθητό περισσότερο κατά την ώρα της προσευχής που με κατάνυξη επικαλούμαστε το έλεος του Θεού. Η δε ευφροσύνη που εν συνεχεία αισθανόμαστε είναι ή γνώση τις "θεοφιλούς ενεργείας" που αναδημιουργεί την πεπτωκυία ψυχή και φέρνει τα καρποφόρα δάκρυα τής μετανοίας. Το κατά Θεόν πένθος είναι ή λύπη που αισθάνονται οι γνήσιοι μαθηταί του Χριστού α) για την έκπτωση από το χώρο της απάθειας του παραδείσου στο χώρο του πόνου των παθών, β) για την είσοδο της ψυχής στη γέεννα του πυρός, σε περίπτωση που δεν αξιωθεί της σωτηρίας και γ) για τη στέρηση του όντως αγαθού διδασκάλου Χριστού εξ αιτίας της οικείας γυμνώσεως. Ένδειξη του κατά Θεόν πένθους και της ειλικρινούς μετανοίας είναι ή αυτομεμψία, ή αληθινή ταπείνωση, ή συνεχής κατανυκτική επίκληση του ελέους του Θεού και ή σταθεροποίηση στην αρετή.
Κάθαρση των παθών και ή συμβολή του άνθρωπου.   Αν ή μετάνοια και το πένθος οδηγούν στην κάθαρση της ψυχής από τα πάθη, αυτή ή απάθεια είναι έργο της Χάριτος του Θεού. Είναι απαραίτητη όμως και ή συμβολή του ανθρώπου. Είναι αναγκαίος ο αγώνας της ανθρωπινής θελήσεως, ο οποίος ενισχύεται πλουσιοπάροχα από τη θεία Χάρη. Όταν μια ψυχή ασκείται και αγωνίζεται να απελευθερωθεί από τις προκαταλήψεις αρχίζει σταδιακά να ζει την κάθαρση. Παρατηρεί ο άγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς τρία στάδια καθάρσεως: του αρχαρίου, του μέσου και του τελείου. Στα δύο πρώτα φαίνεται περισσότερο ή αγωνιστικότητα του ανθρώπου και ή έμμεση παρουσία του Θεού. Στο τρίτο γίνεται εμφανής ή παρουσία του Θεού ως επιβράβευση των προτέρων αγώνων του ανθρώπου. "εις μεν τους αρχαρίους", λέγει, "επιβεβαιώσεις ότι τα διαβήματα των είναι κατά Θεόν, είναι ή απόκτησης της ταπεινώσεως, εις δε τους μέσους ή απομάκρυνσης των πολέμων, εις δε τους τελείους ή μετά περίσσειας απόκτησις του θείου φωτός".
Πρακτικά ή κάθαρση επιτυγχάνεται με την προσπάθεια να προσέγγιση ο άνθρωπος τον Θεό με την προσευχή, την εξομολόγηση και τη θεία Ευχαριστία. Πριν απ ' αυτά χρειάζεται αγώνας επίπονος για να εξέλθει κανείς από το εγώ με διάφορες ταπεινωτικές πράξεις, να εγκατάλειψη τις αισθησιακές απολαύσεις και να καθαρίσει τους λογισμούς που κατακλύζουν και κατακυριεύουν τον νουν. Αυτή ή προσπάθεια ονομάζεται από τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο "πρώτη απάθεια", ενώ ή μυστική ένωση με το θείον που είναι ή προσέγγιση του Θεού με τον "κεκαθαρμένον" άνθρωπο ονομάζεται "δευτέρα απάθεια . Για να επέλθει δε ή δεύτερη απάθεια είναι ανάγκη να συντελεστεί ή πρώτη. Οί ασκήσεις νηστεία, κακοπάθεια, αγρυπνία και όλες γενικά οι στερήσεις στη ζωή του Χριστιανού γίνονται επ ' ελπίδι της ελεύσεως της ημέρας της απολυτρώσεως και της υποδοχής της αφθαρσίας, "όπου το φθαρτό τούτο ενδύσασθαι δει αφθαρσίαν και το θνητό αθανασίαν", κατά τον Απόστολο Παύλο. Αυτές ο άγιος τις ονομάζει σωματικές ή εξωτερικές ασκήσεις, όπου σκοπό έχουν να οδηγήσουν την ψυχή στο πένθος και την μετάνοια. Αν όμως παραμείνουν μόνον αυτές χωρίς την εγρήγορση του νοός δεν θα έχουν να προσφέρουν ουσιαστική κάθαρση και ο αγώνας δεν καταξιώνεται και δεν θα μπορεί ο άνθρωπος να απεγκλωβίζεται από τον αισθητό κόσμο, όσο και ενάρετος και αν γίνεται. Είναι απαραίτητη ή εξάσκηση του νοός, που την ονομάζει ο άγιος εσωτερική άσκηση. Αυτή την εσωτερική άσκηση τη θεωρεί πιο αξιόλογη γιατί είναι ή προσπάθεια να μεταστρέψει ό άνθρωπος τον νου του πιέζοντας με ισχυρή βία "το πολυπόρευτον τής διανοίας", όπως χαρακτηριστικά λέγει, να πλησιάζει νοερά τον Θεό, όπου επιτυγχάνει τα άρρητα, γεύεται τον μέλλοντα αιώνα και γνωρίζει με νοερά αίσθηση ότι χρηστός ό Κύριος. Οπότε επιτυγχάνει τη μακαριά εκείνη κατάσταση που υψώνει τον άνθρωπο πάνω από κάθε επίγειο και κτιστό πράγμα και απελευθερώνοντας τον να πηγάσει εντός του ή μακαριά απάθεια. Όταν μηδέ ειπείς, μηδέ πράξης αισχρό κατά διάνοια και όταν τω ζημιώσαντι ή κακολογήσαντι μη μνησικακήσης και όταν εν τω καιρώ τής προσευχής άυλον και ανείδεον αεί έχεις τον νουν, τότε γνώθι, ότι έφθασες εις το μέτρον της απάθειας και τής τελείας αγάπης".
Οἱ σωματικοί καί οἱ ψυχικοί πειρασμοί
Οἱ πειρασμοί πού εἶναι προκλήσεις πρός τήν ἁμαρτία μποροῦν νά διακριθοῦν στούς σωματικούς καί τούς ψυχικούς. Οἱ σωματικοί εἶναι ἀπαραίτητοι γιά τήν πνευματική πρόοδο τοῦ πιστοῦ. Τέτοιοι εἶναι οἱ διάφορες θλίψεις καί οἱ ἀκούσιες συμφορές τῆς ζωῆς. Ὅποιος ἀποφεύγει τούς πειρασμούς αὐτούς, ἀποφεύγει τήν ἀρετή[27]. Βέβαια ἄν ὁ ἄνθρωπος μέ τήν ἐπήρρεια καί τοῦ πονηροῦ, δέν τούς ἀντιμετωπίσει μέ εὐχαριστία πρός τόν Θεό, τότε αὐτοί λειτουργοῦν βλαπτικά γιά τόν πιστό. «Ἐκεῖνοι ὅμως πού εἶναι σαφῶς ἀρνητικοί καί ἀπευκταῖοι εἶναι οἱ ψυχικοί. Τέτοιοι πειρασμοί εἶναι αὐτοί πού συνδέονται μέ τήν πίστη, μέ τό πνεῦμα τῆς βλασφημίας ἤ καί μέ τήν ἄμεση παρουσία τοῦ διαβόλου. Ἀπό τέτοιους πειρασμούς πρέπει νά προσευχόμαστε νά μᾶς προστατεύει ὁ Θεός[28]. Ἀλλά καί ἡ ἄμεση πολεμική τοῦ διαβόλου μπορεῖ νά ἐπιτραπεῖ ἀπό τόν Θεό γιά τήν δοκιμασία τοῦ πιστοῦ. Αὐτή ὅμως παρατηρεῖται συνήθως στή ζωή τῶν ἁγίων. Χαρακτηριστική εἶναι ἡ στιχομυθία μεταξύ κάποιου ὑποτακτικοῦ καί τοῦ Ἀββᾶ Ποιμένα. Στό ἐρώτημα τοῦ ὑποτακτικοῦ, «γιατί μέ πολεμοῦν οἱ δαίμονες» ὁ ἀββᾶς Ποιμήν ἀπήντησε: «Δέν μᾶς πολεμοῦν οἱ δαίμονες, ὅσο κάνουμε τά θελήματά μας. Γιατί τά θελήματά μας ἔγιναν δαίμονες. Αὐτά μᾶς πιέζουν, γιά νά τά ἱκανοποιήσουμε. Ἄν θέλεις νά δεῖς μέ ποιούς πολέμησαν οἱ δαίμονες, σκέψου τόν Μωυςῆ καί τούς ὁμοίους του»[29].
Ἀπελευθέρωση ἀπό τά πάθη καί τελείωση.
Ἐνῶ ἡ γένεση τῶν παθῶν ἀρχίζει ἀπό τόν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου,( ὁ ὁποῖος πάσχει ἀπό ἄγνοια)καί καταλήγει στή θέλησή του, ὁ πόλεμος ἐναντίον τους ἀκολουθεῖ τήν ἀντίθετη πορεία. «Ἀρχίζει ἀπό τή θέληση καί φτάνει στό νοῦ. Ἀρχίζει μέ τήν ὑποταγή τοῦ θελήματος τοῦ ἀνθρώπου στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί μέ τήν τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν, πού φωτίζουν τόν ἀνθρώπινο νοῦ. Γιά νά καθαρθεῖ τέλος ὁ νοῦς καί νά μπορέσει νά διατηρήσει τόν θεῖο φωτισμό, πρέπει νά ἐλευθερωθεῖ ἀπό τά ἐμπαθῆ νοήματα  πού καθηλώνουν τόν ἄνθρωπο στήν ἁμαρτία καί τήν παράχρηση τοῦ κόσμου. Ἐπιπλέον πρέπει νά προσηλωθεῖ στήν πνευματική ζωή»[30], στήν ἀδιάλειπτη προσευχή καί στόν Θεῖο Ἔρωτα. Δι αφορετικά διατρέχει τόν κίνδυνο νά ἐπανέλθει στήν ἐμπαθῆ κατάσταση, καί μάλιστα μέ οἴηση γιά τήν πνευματική γνώση πού ἀπέκτησε[31] καί γίνονται «τά ἔσχατα τοῦ ἀνθρώπου χείρονα τῶν πρώτων»[32].
Τά ἐμπαθῆ νοήματα = οἱ σύνθετοι λογισμοί πού ἀποτελοῦνται ἀπό : α)πάθος(=ἡ ἄλογη ἀγάπη ἤ τό ἄκριτο μίσος κάποιου πράγματος) καί β)νόημα(= ἡ ἁπλή μνήμη κάποιου πράγματος).
Ἀναλύοντας τήν ἔννοια τοῦ ἐμπαθοῦς νοήματος ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής σημειώνει: Ἄλλο εἶναι τό πρᾶγμα, ἄλλο τό νόημα καί ἄλλο τό πάθος. Πράγμα εἶναι π.χ. ὁ ἄνδρας, ἡ γυναίκα, ὁ χρυσός κ.τ.λ. Νόημα εἶναι ἡ ἁπλή μνήμη κάποιου πράγματος. Πάθος εἶναι ἡ ἄλογη φιλία κάποιου πράγματος ἤ τό ἄκριτο μίσος ἀπέναντί του.Ἐμπαθές νόημα τέλος εἶναι ὁ λογισμός πού εἶναι σύνθετος ἀπό πάθος καί νόημα. Πῶς μπορεῖ λοιπόν ὁ ἄνθρωπος καί πιό συγκεκριμένα ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τά ἐμπαθῆ νοήματα; Ἡ ἀπάντηση εἶναι ἁπλή: Πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά χωρίσει τά πάθη ἀπό τά νοήματα γιά νά παραμείνουν ἁπλοί καί καθαροί οἱ λογισμοί[33]. Ὅλος ὁ ἀγώνας τοῦ μοναχοῦ (ἀλλά καί τοῦ κάθε πιστοῦ) ἐναντίον τοῦ πονηροῦ εἶναι νά χωρίσει τά πάθη ἀπό τά νοήματα· νά ἀπαλλάξει δηλαδή τίς μνῆμες ἤ τίς παραστάσεις τῶν πραγμάτων ἀπό τίς ἐμπαθεῖς διαθέσεις πρός αὐτά καί νά τά ἔχει μέσα του ἁπλά καί καθαρά[34]. Δέν χρειάζεται νά ἀναλάβει ὁποιονδήποτε ἀγῶνα ἐναντίον τῶν πραγμάτων ἤ τῶν νοημάτων τους, ἀλλά ἐναντίον τῶν παθῶν πού συνδέονται μέ τά νοήματα τῶν πραγμάτων. Λέγει χαρακτηριστικά ὁ ἅγιος Μάξιμος: «Οὐ πρός τά πράγματα «ὁ νοῦς πολεμεῖ τοῦ θεοφιλοῦς, οὐδέ πρός τά τούτων νοήματα· ἀλλά πρός τά πάθη τά τοῖς νοήμασι συνεζευγμένα»[35] .Ὅταν τά πάθη χωριστοῦν ἀπό τά νοήματα τῶν πραγμάτων, τότε τά πράγματα θεωροῦνται ἀπαθῶς. Γιά νά γίνει ὅμως  αὐτό, χρειάζεται πνευματική ἀγάπη καί ἐγκράτεια[36], [37].           
Ἡ ἀτελής καταπολέμηση
«Ὁ πόλεμος ἐναντίον τῶν παθῶν γίνεται καί ἀπό ἀνθρώπους πού βρίσκονται ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ πόλεμος ὅμως αὐτό γίνεται ἐπιλεκτικά καί περιορίζεται συνήθως σέ πάθη πού εἶναι κοινωνικῶς  ἐπιλήψιμα. Τό κυριότερο μάλιστα στίς περιπτώσεις αὐτές εἶναι ὅτι δέν ὑπάρχει ἡ ἐπίγνωση τῆς ρίζας τῆς ἁμαρτίας πού εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια (=φιλαυτία ἡ ὁποία εἶναι αὐτολατρεία, αὐτοθέωση, αὐτοπεποίθηση, αὐτοΰψωση ὑπεράνω πάντων).Καί ἐφόσον αὐτή παραμένει ζωντανή, τά πάθη διατηροῦνται ἀπρόσβλητα. Ἀντίθετα στήν Ἐκκλησία στόχος τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι ἡ ταπείνωση(=«τό ἔχειν ἑαυτόν ὑποκάτω πάντων καί ἐπιγράφειν Θεῷ τά κατορθώματα»).
Ἡ ἀπάθεια
Ἀπάθεια κατά τήν ὀρθόδοξη χριστιανική παράδοση σημαίνει ἀποστροφή τοῦ παθητικοῦ μέρους τῆς ψυχῆς (δηλ. τοῦ θυμικοῦ καί τοῦ ἐπιθυμητικοῦ ἤ ἀλλοιῶς τοῦ θυμοῦ καί τῆς ἐπιθυμίας) ἀπό τά πονηρά καί ἡ ἐπιστροφή του πρός τά καλά. Δέν εἶναι μία αὐτοεγκατάλειψη σέ κάποιο πεπρωμένο ἤ μιά ἀναισθησία ἤ ψυχική ἀναλγησία. Ὁ ἀπαθής ἄνθρωπος εἶναι ὁ θεραπευμένος ἀπό τά πάθη του. Εἶναι αὐτός πού ἔχει ἀποβάλλει τίς πονηρές συνήθειες (δηλ. τήν ἄλογη ἀγάπη καί τό ἄκριτο μῖσος  πρός τά πράγματα ἤ τά πρόσωπα ἤ τά νοήματα αὐτῶν) καί πλουτίζει μέ καλές. «Ἀλλ’ ἡμεῖς οὐ τοῦτ’ εἶναι ἀπάθειαν ἐδιδάχθημεν, ὦ φιλόσοφε, τήν τοῦ παθητικοῦ νέκρωσιν, ἀλλά τήν ἀπό τῶν χειρόνων ἐπί τά κρείττω μετάθεσιν αὐτοῦ καί τήν ἐπί τά θεῖα καθ’ ἕξιν ἐνέργειαν, ὁλικῶς ἀπεστραμμένου τά πονηρά ἐπεστραμμένου πρός τά καλά, καί οὖτος ἡμῖν ἀπαθής, ὁ τάς πονηράς ἕξεις ἀποκτησάμενος καί ἐν τοῖς ἀγαθοῖς πλουτήσας»[38] . Ὁ ἀπαθής κατάφερε νά ἐπαναπροσανατολίσει τίς τρεῖς δυνάμεις τῆς ψυχῆς του καί νά τίς ἐπαναφέρει στή σωστή τους λειτουργία. Ὅλες οἱ φυσικές δυνάμεις καί λειτουργίες τοῦ ἀνθρώπου εἶναι καλές καί χρήσιμες γιά τήν προκοπή καί τήν τελείωσή του. Εἶναι ἡ Πατρική περιουσία πού μᾶς δόθηκε γιά νά ἐπιτύχουμε τό «καθ’ ὁμοίωσιν»[viii]. Εἰδικότερα τό θυμικό καί τό ἐπιθυμητικό τοῦ ἀνθρώπου, πού κατά τήν κλασσική ψυχολογία συναπαρτίζουν τό παθητικό μέρος τῆς ψυχῆς του δέν πρέπει νά νεκρωθοῦν ἤ νά ἀφανιστοῦν ἀλλά νά ἀνορθωθοῦν καί νά ἐπαναπροσανατολιστοῦν[ix]. Ἀντί γιά παράδειγμα ὁ θυμός νά στρέφεται ἐναντίον τῶν ἀδελφῶν μας νά στραφεῖ ἐναντίον τοῦ πονηροῦ καί τῶν ἐμπαθῶν λογισμῶν (διά τοῦτο μᾶς δόθηκε ἀπό τόν Θεό).
Ἀπάθεια καί ἀγάπη
«Εἰδικότερα μάλιστα ἡ ἀπάθεια συνδέεται μέ τήν ἀγάπη καί βιώνεται ὡς ἔνθεο πάθος, πού ἐξαφανίζει τά ἁμαρτωλά πάθη καί ἀνθοφορεῖ τίς ἀρετές. Ὁ ὅσιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης παρατηρεῖ: «Ἀπάθειαν ἔχει ψυχή[x], ἡ οὕτω ποιωθεῖσα ταῖς ἀρεταῖς, ὡς οἱ ἐμπαθεῖς ταῖς ἡδοναῖς»[39]. Μέ τήν τέλεια ἀγάπη καί τήν ὁλοκληρωτική ἀπάθεια εὐρύνεται ὁ ἄνθρωπος σέ καθολικό πρόσωπο, πού ἀγκαλιάζει μέσα του ὁλόκληρη τήν ἀνθρωπότητα καί ζεῖ τήν ἑνότητα τῆς ἀνθρώπινης φύσεως»[40]. Διδάσκει ὁ ὅσιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής: «Ὁ τέλειος ἐν ἀγάπῃ καί εἰς ἄκρον ἀπαθείας ἐλθών οὐκ ἐπίσταται διαφοράν ἰδίου καί ἀλλοτρίου, ἤ ἰδίας καί ἀλλοτρίας, ἤ πιστοῦ καί ἀπίστου, ἤ δούλου καί ἐλευθέρου ,ἤ ὅλως ἄρσενος καί θηλείας· ἀλλ’ ἀνώτερος τῆς τῶν παθῶν[xi] τυραννίδος γενόμενος, καί εἰς τήν μίαν φύσιν τῶν ἀνθρώπων ἀποβλεπόμενος, πάντας ἐξ ἴσου θεωρεῖ, καί πρός πάντας ἴσως διάκειται»[41].
Τό κακό καί οἱ ἄλλοι
Ἡ πείρα μαρτυρεῖ ὅτι ὁ ἄνθρωπος διακρίνει εὔκολα τό κακό πού βρίσκεται στούς ἄλλους ἤ γενικότερα στήν κοινωνία, ἀλλά δύσκολα ἀναγνωρίζει τό κακό πού φωλιάζει μέσα του. Γι’ αὐτό εὔκολα ἐπισημαίνει ἤ καί καυτηριάζει τά πάθη καί τίς κακίες στά πρόσωπα τῶν ἄλλων ἤ τό κοινωνικό κακό, ἐνῶ δύσκολα κάνει τό ἴδιο στόν ἑαυτό του. Τό κακό ὅμως δέν καταπολεμεῖται στά πρόσωπα τῶν ἄλλων ἤ στήν ἀπρόσωπη κοινωνία. Ἡ ἰδεαλιστική ἄποψη τοῦ Καντίου ὅτι ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἀνήθικος, ὅταν ἔρχεται σέ ἐπαφή μέ τήν κοινωνία[42], ἔχει ὁλέθριες ἠθικές καί κοινωνικές συνέπειες. Ἔτσι ἀντιδιαστέλλεται ὁ «ἠθικός ἄνθρωπος» ἀπό τήν «ἀνήθικη κοινωνία» καί δημιουργεῖται ἡ ἐντύπωση ὅτι ἡ ἠθικότητα καλλιεργεῖται μέ τήν καταπολέμηση τοῦ κακοῦ στά πρόσωπα τῶν ἄλλων ἤ γενικότερα στήν κοινωνία. Ἡ ἰδεαλιστική ὅμως αὐτή θεώρηση τῆς ἠθικότητας εἶναι σέ τελική ἀνάλυση ἀνήθικη καί ἀντιχριστιανική, γιατί ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στήν ἐμπάθεια καί τήν ἔπαρση, ἐνῶ παράλληλα συντελεῖ στήν καλλιέργεια καί ἐνίσχυση τοῦ κακοῦ στήν προσωπική καί τήν κοινωνική ζωή»[43].
Τό κακό στόν κόσμο ὀφείλεται στό προσωπικό κακό τοῦ καθενός μας
Λέγει ὁ Μ. Βασίλειος:«Μή τοίνυν ἔξωθεν τό κακόν περισκόπει, μηδέ ἀρχέγονόν τινα φύσιν πονηρίας φαντάζου· ἀλλά τῆς ἐν ἑαυτῷ κακίας ἕκαστος ἑαυτόν ἀρχηγόν γνωριζέτω»[44]. Τό κακό, ἡ ἁμαρτία εἶναι μία κακή χρήση τοῦ αὐτεξουσίου, τῆς ἐλευθερίας μας. Γιά νά καταπολεμηθεῖ πρέπει τό αὐτεξούσιο θέλημά μας νά ὑποταχθεῖ ἑκούσια στό Θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά συναισθανθεῖ τήν προσωπική του εὐθύνη γιά τήν παρουσία τοῦ κακοῦ στόν κόσμο καί νά τό πολεμήσει στόν ἑαυτό του. Ἡ μετάθεση τῆς εὐθύνης γιά τό κακό στούς ἄλλους ἀποτελεῖ βαρύτατο λάθος, πού ἐπαναλαμβάνει οὐσιαστικά τό ἁμάρτημα τοῦ Ἀδάμ[45].
Ὅλοι εἴμαστε συνυπεύθυνοι
Ὁ ἄνθρωπος δέν πρέπει νά περιορίζεται στόν ἑαυτό του καί νά ἀδιαφορεῖ γιά ὅ,τι συμβαίνει γύρω του. Ἡ ζωή τοῦ καθενός συνδέεται ὀργανικά μέ ὁλόκληρο τόν κόσμο, γιατί κάθε ἄνθρωπος εἶναι ὁλόκληρος ὁ κόσμος. Καί καθετί πού χρειάζεται ὁ κόσμος πρέπει νά πραγματοποιηθεῖ στόν συγκεκριμένο ἄνθρωπο. Ἡ ἐλευθερία, ἡ δικαιοσύνη, ἡ ἀποφυγή  τοῦ κακοῦ, ἡ ἄρνηση τῆς βίας, ἡ ἐξάλειψη τοῦ μίσους πρέπει νά καταστοῦν προσωπικές ἐπιδιώξεις, γιά νά ὑπάρξουν καί ὡς ἐπιτεύγματα ὁλόκληρης τῆς ἀνθρωπότητας. Κάθε ἄνθρωπος ὡς μέλος τῆς ἀνθρωπότητας μετέχει στό κακό ἤ στό καλό πού ὑπάρχει γύρω του. Καί ὅταν τά πραγματοποιεῖ ὁ ἴδιος, βαραίνει ἤ ἀνακουφίζει ἀντίστοιχα ὁλόκληρη τήν ἀνθρωπότητα. Συνέπειες κοσμικῶν διαστάσεων δέν εἶχε μόνο τό ἁμάρτημα τοῦ Ἀδάμ. Κάθε ἁμάρτημα ὁποιουδήποτε ἀνθρώπου ἐπηρεάζει ὁλόκληρο τόν κόσμο[46].  Ἀντίστροφα καί κάθε νίκη ἐνάντια στήν ἁμαρτία πού φωλιάζει μέσα μας εἶναι νίκη ὅλης τῆς ἀνθρωπότητας. Διά τοῦτο ἡ μεγαλύτερη προσφορά ἑνός ἀνθρώπου πρός ὁλόκληρη τήν ἀνθρωπότητα εἶναι ὁ προσωπικός του ἐξαγιασμός. «Εἰρήνευσε σύ καί θά δεῖς χιλιάδες ἀνθρώπους νά ἔλθουν νά εἰρηνεύσουν κοντά σου» ἔλεγε ὁ μεγάλος ὅσιος Στάρετς Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ. Οἱ ἅγιοι ἐπειδή χαλιναγώγησαν τά πάθη τους καί τά μεταμόρφωσαν στό ἔνθεο πάθος τοῦ Θείου Ἔρωτα εἶναι (καί ὄχι ἁπλῶς κάνουν) τήν μεγαλύτερη ἱεραποστολή καί τό ὑψηλότερο κήρυγμα στόν ἀλλοτριωμένο ἀπό τά πάθη κόσμο.
Ἡ ὑπερηφάνεια: τό εὔκρατο κλῖμα τῶν παθῶν
Ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι τό εὔκρατο κλῖμα μέσα στό ὁποῖο δημιουργοῦνται καί ἀναπτύσσονται τά διάφορα πάθη. Ἡ ὑπερήφανος ἄνθρωπος θεωρώντας τόν ἑαυτό του αὐθεντία καί ἀνώτερο πάντων καί αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ, ἐμπιστεύεται στό λογισμό του (πού οὐσιαστικά εἶναι συνήθως ἐπηρρεασμένος ἀπό τόν πονηρό).Αὐτό ἔχει σάν ἀποτέλεσμα νά μήν μπαίνει στόν κόπο νά γνωρίσει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ πού εἶναι οἱ προδιαγραφές τοῦ Κατασκευαστοῦ του γιά νά Ζήσει πραγματικά καί νά χαρεῖ τήν ὄντως ζωή. Μένει στήν ἄγνοια ἀπό τήν ὁποία γεννιοῦνται ὅλα τά πάθη. Ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ ἐμπιστοσύνη στήν ἰδία κρίση, ἔκανε τόν ἄνθρωπο νά ἀρνηθεῖ τήν τάξη πού εἶχε ὁρίσει ὁ Θεός στόν Παράδεισο καί τόν ὁδήγησε στήν παρακοή, τήν ἀνταρσία κατά τοῦ Θεοῦ καί τήν ἐμπαθή ζωή. Χαρακτηρίζεται  ἀπό τούς Πατέρες ἡ ὑπερηφάνεια ὡς πολύμορφο καί ἀκάθαρτο πνεῦμα, πού ἀγωνίζεται νά παγιδεύσει τόν καθένα ἀνάλογα μέ τήν κατάσταση στήν ὁποία βρίσκεται. Προσπαθεῖ τό πνεῦμα αὐτό νά παγιδεύσει τόν σοφό μέ τήν σοφία (ρίχνοντάς τον πρῶτα στήν κενοδοξία), τόν δυνατό μέ τήν δύναμη, τόν πλούσιο μέ τόν πλοῦτο κ.ο.κ.[47]. Ἀπέναντι ὅμως σέ ὅλα αὐτά μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά ἀντιτάξει τή σκέψη γιά τή γήινη προέλευσή του, δηλ. ὅτι εἶναι πηλός, χῶμα. Ἄν στρέψει «κάτω τό βλέμμα» ἐξουδετερώνει κάθε προσβολή, γιατί μέ τόν τρόπο αὐτόν ἐξαφανίζεται ἡ ὑπερηφάνεια[48]. Ὁ «πηλός», τό χῶμα εἶναι κάτω ἀπό ὅλους καί ὅταν τό πατοῦν δέν διαμαρτύρεται[49].
Ἡ ταπείνωση
Δέν ὑπάρχει τίποτε πιό ἰσχυρό ἀπό τήν ταπείνωση. Μέ αὐτήν ἐπανέρχεται ὁ ἄνθρωπος στήν τάξη πού ὅρισε ὁ Θεός. Αὐτή μαραίνει τά πάθη καί ἀπομακρύνει τούς πειρασμούς[50]. Ὅσο περισσότερο ταπεινώνεται ὁ ἄνθρωπος, τόσο περισσότερο ἀνυψώνεται ἀπό τόν Θεό. «Ὁ Θεός ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δέ δίδωσι χάριν»[51]. Γιαυτό καί ἡ αὐτομεμψία ἀποτελεῖ βασική προϋπόθεση γιά τήν πνευματική προκοπή. Ὅσο προχωρεῖ ὁ ἄνθρωπος στή γνώση τοῦ ἑαυτοῦ του, τόσο προχωρεῖ στήν ταπείνωση. Καί ὅσο προχωρεῖ στήν ταπείνωση, τόσο πιό ἀνώδυνη καί φυσική τήν αἰσθάνεται. Ὁ ἅγιος Δημήτριος τοῦ Ροστώβ μᾶς διδάσκει στό Πνευματικό Ἀλφάβητο: «Η μετάνοια, η συντριβή και το πένθος για τις αμαρτίες είναι ή αρχή της ταπεινώσεως. Και όταν βάλης αρχή στην ταπείνωσι, τη γνήσια και ειλικρινή, το πρώτο πράγμα πού θα αισθανθείς θα είναι το μίσος προς κάθε έπαινο και κάθε ανθρώπινη δόξα. Έπειτα θα εξορισθούν σταδιακά από μέσα σου ο θυμός, η οργή, η μνησικακία, ο φθόνος και όλα τα κακά. Ύστερα θ' αρχίσης να θεωρής τον εαυτό σου ως τον αμαρτωλότερο όλων των ανθρώπων και άξιο της κολάσεως. Αυτή ή συνείδησις όμως θ' αυξάνη και θα τρέφη την ταπείνωσι, κι έτσι όλο και περισσότερο θα προχωρής προς την κατάκτησι της κορυφής αυτής της θείας αρετής.     Όποιος γνώρισε πραγματικά τον εαυτό του έκανε την αρχή για την άποκτησι της ταπεινώσεως, Γιατί είδε το μέγεθος της αδυναμίας του αλλά και τον βόρβορο πού κρύβει μέσα της ή ψυχή του. Απελπισμένος τότε από τον εαυτό του, στράφηκε "συντετριμμένος και τεταπεινωμένος" προς τον Θεό ζητώντας ακατάπαυστα το έλεος Του.     Να λοιπόν με ποίον τρόπο, λένε οι Πατέρες, θα διαπίστωσης αν άρχισες ν' αποκτάς τη μακαριά ταπείνωσι: αν κυριευθής από μόνιμο και φλογερό έρωτα της προσευχής.     Τι είναι λοιπόν ταπείνωσις; Είναι, όπως είπε κάποιος άγιος, η γνώσις του εαυτού σου και της μηδαμινότητος σου. Και ο δρόμος πού οδηγεί στην ταπείνωσι είναι α)οι σωματικοί κόποι, πού γίνονται με επίγνωσι του σκοπού τους, β)το να θεωρής ειλικρινά τον εαυτό σου χειρότερο άπ' όλους τους ανθρώπους και, περισσότερο ακόμη, κάτω απ’ όλη την κτίσι, καθώς και γ)η αδιάλειπτη προσευχή. Αυτός ο δρόμος φέρνει στην ταπείνωσι. Η φύσις της ταπεινώσεως όμως είναι θεϊκή και ακατάληπτη. Γι' αυτό και κανείς δεν μπορεί να σε διδάξη με λόγια το πώς δημιουργείται και αναπτύσσεται στην ψυχή, αν δεν το διδαχθής νοερά από τον Κύριο και από την πείρα του πνευματικού αγώνος σου.     Γιατί οι σωματικοί κόποι οδηγούν στην ταπείνωσι; Διότι οι κόποι ταπεινώνουν το σώμα. Και όταν ταπεινώνεται με επίγνωσι το σώμα, ταπεινώνεται και η ψυχή. Γιατί το να θεωρή κανείς τον εαυτό του κάτω άπ' όλη την κτίσι οδηγεί στην ταπείνωσι; Διότι όταν τοποθετηθής εσωτερικά έτσι. είναι αδύνατο να θεώρησης τον εαυτό σου καλύτερο από τον αδελφό σου ή να υπερηφανευθής για κάτι ή να κατακρίνης ή να εξουθένωσης κάποιον.     Και γιατί η αδιάλειπτη προσευχή οδηγεί στην ταπείνωσι; Διότι, αν κοιτάξης στα βάθη της ψυχής σου, θα δης ότι κανένα καλό δεν έχεις και ότι τίποτε δεν μπορείς να κατορθώσης χωρίς τη βοήθεια και τη χάρι του Θεού. Και τότε δεν θα κουραστής να Τον ικετεύης να σ' ελεήση και να σε σώση. Κι αν κατορθώσης κάτι, γνωρίζεις καλά ότι στη δύναμι του Θεού το οφείλεις και όχι στή δική σου δύναμι Και ταπεινώνεσαι βαθιά, τρέμοντας μήπως χάσης τη Βοήθεια και τη χάρι του Θεού. Κι έτσι με ταπείνωσι προσεύχεσαι και με την προσευχή ταπεινώνεσαι και προοδεύεις πνευματικά Τέτοια ταπείνωσι είχαν οι άγιοι. Αυτή η ταπείνωσις, μας διδάσκει ο αββάς Δωρόθεος, είναι η τέλεια ταπείνωσις και αναπτύσσεται στην ψυχή σαν φυσικό αποτέλεσμα της ακριβούς τηρήσεως των εντολών του Κυρίου»[52].
Ἡ ταπείνωση τῶν ἁγίων. Τά δύο εἴδη.
Στήν πατερική παράδοση διακρίνονται δύο εἴδη ταπεινώσεως. Μέ τήν πρώτη ταπείνωση τοποθετεῖ ὁ ἄνθρωπος τόν ἑαυτό του «ὑποκάτω πάντων», ἐνῶ μέ τή δεύτερη ἀποδίδει ὅλα τά κατορθώματα στόν Θεό. Ὅπως χαρακτηριστικά σημειώνει ὁ Ἀββᾶς Δωρόθεος, οἱ ἅγιοι ἔχοντας ὡς βάση τήν ταπείνωση αὐτοῦ τοῦ δευτέρου αὐτοῦ εἴδους ἀποφεύγουν τήν ἀνθρώπινη δόξα, γιά νά μή λερώσουν τό ἔνδυμά τους. Ἀντίθετα ὅσοι ἐπιζητοῦ τήν ἀνθρώπινη δόξα μοιάζουν  μέ γυμνούς πού θέλουν νά βροῦν κάποιο κουρέλι ἤ κάτι παρόμοιο, γιά νά καλύψουν τή γυμνότητά τους[53]. Ἡ ταπείνωση αὐτή δέν εἶναι ἁπλῆ ἠθική ἀρετή, ἀλλά ὀντολογικό γνώρισμα τῆς ὑπάρξεώς τους.  
Ἡ κακοπάθεια-ἐγκράτεια καί ἡ ταπείνωση.(Ἡ συσταύρωση μέ τόν Χριστό).       ῾Η κακοπάθεια καί ἡ τάπείνωση μᾶς διδάσκει ὁ ῝Αγιος Μάξιμος ὁ ῾Ομολογητής  ἐλευθερώνουν τόν ἂνθρωπο ἀπό κάθε ἁμαρτία.  ῾Η μέν (τάπείνωση περικόπτει) τά ψυχικά, ἡ δέ (κακοπάθεια) τά σωματικά ἁμαρτήματα.   Αὐτό φανερώνεται ὃτι ἒκανε καί ὁ μακάριος Δαβίδ, μέ τό νά προσεύχεται πρός τόν Θεό λεγοντας «ἲδε τήν ταπείνωσή μου καί τόν κόπο μου καί ἂφες πάσας τάς ἁμαρτίας μου»»[54]. Εἲμαστε πλασμένοι ἀπό δύο συστατικά: Σῶμα (σάρκα) καί ψυχή (πνεῦμα)· είμαστε ψυχοσωματική ἑνότητα. Διά τοῦτο καί ἡ κάθαρση πρέπει νά εἶναι διπλῆ· σώματος καί ψυχῆς. Γιατί ὃμως αὐτά τά δύο, ἡ κακοπάθεια καί ἡ ταπείνωση, εἶναι αὐτά πού καθαρίζουν τόν ὃλο ἂνθρωπο ἀπό κάθε κακία; Διότι μᾶς ἀπαντᾶ ὁ ῝Αγιος ῾Ιωάννης τῆς Κλίμακος «αὐτά πού γεννοῦν ὃλες τίς κακίες εἶναι ἡ ἡδονή καί ἡ πονηρία». ῾Η μέν κακοπάθεια ἐξολοθρεύει τήν ἡδονή ὃπως μᾶς διδάσκει   ὁ ᾿Αββᾶς ᾿Ισαάκ[55], ἡ δέ ταπείνωση, πού εἶναι σύμβιος τῆς ἁπλότητος,ὃπως μᾶς λέγει ὁ ῝Αγιος ῾Ιωάννης τῆς Κλίμακος ἐξαλείφει τήν πονηρία[56]  .   Κακοπάθεια(ἑκούσια, ἀκούσια)-Ἐγκράτεια
 ῾ Η  κακοπάθεια ἐξολοθρεύει τήν ἡδονή, τήν φιληδονία, ἁγνίζει τό σῶμα, περικόπτοντας τά σωματικά ἁμαρτήματα. ᾿Αλλά καθαρίζει παράλληλα καί τήν ψυχή. Διότι ταπεινώνει τό σῶμα καί μαζί μέ τό  σῶμα-πρᾶγμα φαινομενικά παράδοξο- συνταπεινώνεται καί ἡ ψυχή. ῾Η ταπεινή ψυχή ἑλκύει τή χάρη τοῦ Θεου,άφοῦ ὁ Θεός ταπεινοῖς δίδωσι χάριν. Κατέρχεται ἡ καθαρτική Θ. Χάρις καί ἒτσι ἡ ψυχή καθαρίζεται. ᾿Επειδή τό δηλητήριο τῆς ἁμαρτίας πού ἒχει συσσωρευθεῖμέσα μας εἶναι πολύ, (μᾶς διδάσκει ὁ ῝Οσιος Νικήτας Στηθᾶτος) ἒχει ἀνάγκη καί ἀπό πολύ καθαρτική φωτιά τῆς μετανοίας μέ δάκρυα καί θεληματικούς κόπους τῆς ἀσκήσεως.Γιατί καθαριζόμαστε ἀπό τούς μολυσμούς τῆς ἁμαρτίας ἢ μέ θεληματικούς κόπους ἢ μέ ἀθέλητες ὀδύνες πού ἐπιτρέπει ὁ Θεός. Ἄν προηγοῦνται τά θεληματικά δέν μᾶς ἒρχονται τά ἀθέλητα. ῝Οταν ὃμως τά θεληματικά δέν καθαρίζουν τό ἐσωτερικό τοῦ ποτηρίου καί τοῦ πιάτου, τότε ἒρχονται οἱ ὀδύνες σφοδρότερες καί συντελοῦν στήν ἀποκατάστασή μας στό ἀρχικό κάλλος, γιατί ἒτσι τά οἰκονόμησε ὁ Τεχνίτης>>[1][37].Δέν ὑπάρχει ἂλλος δρόμος καί ἂλλος τρόπος. Χρειάζεται  ἑκούσια κακοπάθεια καί ἀποδοχή τῆς ἀκούσιας, ἂν δέν εἶναι ἀρκετή ἡ προσπάθειά μας γιά τήν κάθαρση μέ τήν ἑκούσια μίμηση τῶν παθημάτων καί τοῦ θανάτου τοῦ Κυρίου. Γιά νά καθαρθοῦμε, νά ἀναστηθοῦμε, πρέπει νά σταυρωθοῦμε, νά πονέσουμε, να χύσουμε αίμα <<πνευματικό>> υπακοής και <<σωματικό>> (άσκησης), νά θλιβοῦμε· εἲτε ἑκούσια εἲτε ἀκούσια.   Διά πολλῶν θλίψεων δεῖ ἡμᾶς εἰσελθεῖν εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν.  Μερικοί θέλουν νά φθάσουν στήν ᾿Ανάσταση χωρίς νά περάσουν ἀπό τό Γολγοθᾶ. Δέν γίνεται.   ῝Οπως ὁ ᾿Απόστολος Πέτρος ἐξελθών ἒξω ἒκλαυσε πικρῶς, ὃπως ἡ πόρνη, ὃπως ὁ τελώνης, ὃπως ὃλοι οἱ ἃγιοι, ἒκλαιγαν καί κακοπαθοῦσαν, <<ὑστερούμενοι θλιβόμενοι κακουχούμενοι συνεχῶς, μιμούμενοι τόν Κύριο, ἒτσι ὁφείλουμε καί ἐμεῖς νά κάνουμε· μάλιστα δέ, νά ἀγαπήσουμε τά δάκρυα, τήν κακοπάθεια. ᾿Εκεῖνος πού θέλει νά κόψει τά πάθη μέ τόν κλαυθμό τά κόβει, καί ἐκεῖνος πού θέλει νά ἀποκτήσει τίς ἀρετές μέ τόν κλαυθμό τίς άποκτᾶ μᾶς διδάσκει ὁ ῝Αγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος[1][38]· καί ῝Οπως ἡ τροφή καί ἡ πόσις εἶναι ἀναγκαία γιά τό σῶμα, ἒτσι καί τά δάκρυα γιά τήν ψυχή, ὣστε αὐτός πού δέν κλαίει κάθε ἡμέρα (δειλιάζω νά πῶ κάθε ὣρα, γιά νά μή φανῶ βαρύς) καταστρέφει τήν ψυχή του μέ τήν πείνα καί χάνεται...᾿Αφαίρεσε τά δάκρυα καί συναφαίρεσες μ᾿ αὐτά τήν κάθαρση· χωρίς δέ κάθαρση κανείς δέν θά δεῖ τόν Θεό>>[1][39]
«Ὥσπερ ἀδύνατον ὄφιν τήν ἑαυτοῦ παλαιότητα ἐκδύσασθαι, μή στενήν εἰσδύντα ὀπήν, οὕτω καί ἡμεῖς τάς παλαιάς προλήψεις, καί τήν τῆς ψυχῆς παλαιότητα, καί τόν τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου χιτῶνα οὐ μή ἀποβάλωμεν, ἐάν μή τήν στενήν καί τεθλιμμένην τῆς νηστείας καί ἀτιμίας ὁδόν παρέλθωμεν». Νηστεία καί ἀτιμία συντελοῦν τά μέγιστα στήν προσπάθεια γιά νά ἀποβληθεῖ τό ἐκ τῆς κάτωθεν περιπλανήσεως ἀποκτηθέν εἰδεχθές προσωπεῖον ὥστε νά γιορτάσει ὁ ἄνθρωπος τήν προσωπική του ἀνάσταση ἀπό τά πάθη, νά γίνει ἡ κάθαρση τῆς καρδίας του.
Ὁ Κύριος κακοπαθοῦσε ἑκούσια ἀπό τήν πρώτη μέχρι τήν τελευταία στιγμήτῆς ζωῆς Του· καί βέβαια  δέν εἲχε ἀνάγκη ὁ Κύριος ἀσκήσεως καί μετανοίας, ἀλλά ἒζησε ἒτσι, γιά νά διδάξει  ἐμᾶς, γιά νά μᾶς δώσει πρότυπο ζωῆς· τήν κακοπάθεια καί τήν ταπείνωση καί τρόπο ζωῆς· τήν μετάνοια. Γιαυτό νήστεψε 40 ἡμέρες, πού εἶναι πολύ μεγάλη ἂσκηση. Γιά νά μᾶς διδάξει ὃτι ὅπως διά τῆς ἀκρασίας (τῆς μή τηρήσεως  τῆς ἐγκρατείας), τῆς μή τηρήσεως τῆς πρώτης ἐντολῆς, πού ἦταν ἡ  νηστεία (<<μή φάγετε  χάσαμε τόν παράδεισο, ἒτσι διά τῆς νηστείας, τῆς ἐγκρατείας καί τῆς ὑπακοῆς θά τόν ξανακερδήσουμε.  Γι᾿ αὐτό καί μεῖς καλούμεθα νά μιμηθοῦμε-τό κατά δύναμη- τόν Κύριο. Κοπιάζοντας σωματικά μέ δάκρυα, νηστεῖες, ἀγρυπνίες, γονυκλισίες, ἐγκράτεια σωματικῆς ἀνάπαυσης, χειρωνακτική ἐργασία. Εἶναι ὃλα αὐτά ἀπό τά ἰσχυρότερα ὃπλα πού ἒχουμε. Ἄν τό πρῶτο πάθος εἶναι, ὅπως καί εἶναι πράγματι, ἡ φιλαυτία, ἡ πρώτη ἀρετή, κατά τόν ἀββᾶ Ἰσαάκ, εἶναι ἡ περιφρόνηση τῆς ἀνάπαυσης. Πρό πάντων τῶν παθῶν, ἡ φιλαυτία· πρό δέ πασῶν τῶν ἀρετῶν, ἡ τῆς ἀναπαύσεως καταφρόνησις[57].Ἀπό τή φιλαυτία προέρχονται ὅλα τά ἄλλα πάθη, ἐνῶ ἡ περιφρόνηση τῆς ἀνάπαυσης γεννᾶ ὅλες τίς ἀρετές. Ἡ ἀνάπαυση καί ἡ ἀργία ἔχουν καταστροφικά ἀποτελέσματα στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, σημειώνει ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ, καί μποροῦν νά βλάψουν κάποιον περισσότερο ἀπό τίς ἐνέργειες τῶν δαιμόνων. Ὅταν τό σῶμα  ἀποδεχθεῖ τήν ἀνάπαυση καί τήν ἀργία, κάθε κακία τελειοποιεῖται στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Καί ἄν κανείς ἐπιθυμεῖ ἔντονα τό καλό, ἡ ἀνάπαυση καί ἡ ἀργία σιγά-σιγά ἀφαιροῦν ἀπό αὐτόν ἀκόμη καί αὐτή τή διάθεση τοῦ καλοῦ, τήν ὁποία εἶχε.[58] Γι' αὐτό εἶναι ἀπαραίτητο νά περιφρονεῖ κανείς τήν ἀνάπαυση τοῦ σώματος καί νά ἀγαπᾶ καί νά ἐπιδιώκει τόν κόπο καί τίς δυσκολίες, τά ὁποῖα ὁδηγοῦν στήν τελείωση τῶν ἐντολῶν, ἀποτελοῦν τήν αἰτία τῆς ἀρετῆς καί θεραπεύουν τά πάθη.[59]Οἱ θλίψεις καί οἱ κίνδυνοι ἐξαφανίζουν τήν ἡδυπάθεια τῶν παθῶν, πού τρέφει καί αὐξάνει ἡ ἀνάπαυση. Καί <<ὥσπερ καθαίρουσι τά φάρμακα τήν ἀκαθαρσίαν τῶν χυμῶν τῶν πονηρῶν ἐκ τοῦ σώματος, οὕτως ἡ σφοδρότης τῶν θλίψεων καθαίρει τά πονηρά ἐκ τῆς καρδίας>>[60].
  Marc 9.29.1  to    Marc 9.29.2 <Τοῦτο τό  γένος (τῶν δαιμόνων, τῶν παθῶν) οὐκ ἐκπορεύεται εἰ μή ἐν προσευχῇ καί νηστείᾳ>> εἶπε ὁ Κύριος. Γιαυτό καί οἱ ἃγιοι πέρασαν τή ζωή τους μέ ἂκρα νηστεία καί ἐγκράτεια γενικότερα. Γράφει ὁ Μ. Βασίλειος γιά τή νηστεία: [61]<<Βλέπεις τί κάνει ἡ νηστεία· καί ἀρρώστειες θεραπεύει καί ρεύματα σωματικά ξηραίνει καί δαίμονες βγάζει καί λογισμούς πονηρούς ἀποδίώχνει καί τόν νοῦ λαμπικάρει καί καρδιά καθαρή καί σῶμα ἁγιασμένο καί στό θρόνο τοῦ Θεοῦ μπροστά στήνει τόν ἄνθρωπο. Καί γιά νά μή νομίσεις, ὅτι αὐτά εἶναι μόνο λόγια, ἔχεις τήν μαρτυρία τοῦ εὐαγγελίου πού λέει ὁ Κύριος . Τόν ρώτησαν οἱ μαθητές Του λέγοντας: Κύριε δεῖξε μας, μέ ποιό τρόπο ἐκδιώκονται τά ἀκάθαρτα πνεύματα. Καί εἶπε ὁ Κύριος: << αὐτό τό γένος δέν βγαίνει, παρά μέ νηστεῖες καί προσευχές>>. Καθένας λοιπόν πού ἐνοχλεῖται ἀπό πνεῦμα ἀκάθαρτο, ἐάν νοήσει καί χρησιμοποιήσει αὐτό τό φάρμακο, ἐννοῶ τή νηστεία, ἀμέσως  τό πνεῦμα τό πονηρό στενοχωρούμενο φεύγει, ἐπειδή φοβᾶται τή νηστεία. Διότι πάρα πολύ εὐχαριστιοῦνται οἱ δαίμονες μέ τήν κραιπάλη καί τήν ἀνάπαυση τοῦ σώματος. Μεγάλη δύναμη ἡ νηστεία, καί μεγάλα κατορθώματα γίνονται μ' αὐτήν. Διότι ἀπό ποῦ οἱ ἄνθρωποι κάνουν μεγάλες δυνάμεις καί θαύματα γίνονται διά μέσου αὐτῶν, καί θεραπεῖες στούς πάσχοντες δωρίζει ὁ Θεός διά μέσου αὐτῶν, παρά διά τῆς ἀσκήσεως καί τῆς ταπεινοφροσύνης καί τοῦ ὀρθοῦ τρόπου ζωῆς; διότι ἡ νηστεία εἶναι ἡ ζωή τῶν ἀγγέλων, καί ἐκεῖνος πού τήν χρησιμοποιεῖ βρίσκεται στήν ἀγγελική τάξη>>.Ἔ­χει γρα­φτεῖ:    Ez 4.10.1  to    Ez 4.11.24.104.11 υι­έ αν­θρώ­που μέ ζυ­γα­ρι­ά νά τρώς τό ψω­μί σου καί μέ μέ­τρο νά πί­νεις τό νε­ρό σου (Ί­ε­ζε­κι­ήλ δ΄,10-11) ἐ­πει­δή αυ­τό εί­ναι αρ­κε­τό γι­ά νά δι­α­τρέ­φε­ται ε­κεί­νος πού α­γω­νί­ζε­ται κα­τά Θε­όν. Δι­ό­τι άν δέν δώ­σεις αί­μα...δέν θά λά­βεις πνεύ­μα. Καί  ο θεί­ος Δα­βίδ:    Ps 108.24.1  to    Ps 108.24.2108.24 τά γό­να­τά μου α­σθέ­νη­σαν α­πό τή νη­στεί­α καί η ό­ψη μου αλ­λοι­ώθη­κε μέ τήν στέ­ρη­ση του λα­δι­ού>> (Ψαλ­μ. 108, 24). Καί ο Θε­ο­λό­γος (άγ. Γρη­γό­ρι­ος): « Μέ τί­πο­τε άλ­λο δέν ευ­α­ρε­στεί­ται ο Θε­ός, ό­σο μέ τήν κα­κο­πά­θει­α, καί στά δά­κρυ­α α­ντα­πο­δί­δει τό έ­λε­ός Του».  Καί ο ά­γι­ος Ι­σα­άκ: «Ο­πως η μη­τέ­ρα φρο­ντί­ζει γι­ά τό παι­δί της, έ­τσι καί ο Χρι­στός φρο­ντί­ζει γι­ά τό σώ­μα πού κα­κο­πα­θεί δι΄ Αυ­τόν, καί εί­ναι πά­ντο­τε κο­ντά στό σώ­μα αυ­τό καί τό βο­η­θεί καί δέν τό α­φη­νει νά κα­τά­πέ­σει τε­λεί­ως» καί πά­λι: <<σέ κοι­λι­ά γε­μά­τη δέν ὑ­πάρ­χει γνώ­ση τῶν μυ­στη­ρί­ων τοῦ Θε­οῦ & [ Ἄ­ρα θά λέ­γα­με, δέν ὑ­πάρ­χει γνώ­ση καί θέ­α οὔ­τε καί τοῦ μυ­στη­ρί­ου τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως στό ὁποῖο ἔσπευδε νά φθάσει ὁ ἅγιος ἀπόστολος Παῦλος, συσταυρούμενος καί συννεκρούμενος μέ τόν Κύριο]. Ὅ­πως ἀ­κο­λου­θοῦν σέ ἐ­κεί­νους πού σπέρ­νουν δά­κρυ­α τά δε­μά­τι­α τῆς ἀ­γαλ­λι­ά­σε­ως, ἔ­τσι ἀ­κο­λου­θεῖ ἡ χα­ρά, στήν κα­κο­πά­θει­α γι­ά τόν Θε­ό. Καί μα­κά­ρι­ος εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νος πού ἔ­κλει­σε τό στό­μα του σέ κά­θε ἡ­δυ­πάθει­α πού τόν χω­ρί­ζει ἀ­πό τόν δη­μι­ουρ­γό Του>>. Καί πά­λι λέγει ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ: <<Γι­ά πο­λύ και­ρό ἀ­φοῦ δο­κί­μα­σα πει­ρα­σμούς ἀ­πό δε­ξι­ά καί ἀ­πό ἀ­ρι­στε­ρά καί ἀ­φοῦ δέ­χτη­κα ἀ­μέ­τρη­τες πλη­γές ἀ­πό τόν ἀ­ντί­πα­λο καί ἀ­φοῦ ἀ­ξι­ώ­θη­κα με­γά­λων πα­ρη­γο­ρι­ῶν κρυ­φά, ἀ­πό τόν Θε­ό, ἀ­πέ­κτη­σα προ­σω­πι­κή πεί­ρα ἀ­πό τά πολ­λά χρό­νι­α, δο­κι­μα­ζό­με­νος ἀ­πό τό Θε­ό καί μέ τή χά­ρη Του  ἔ­μα­θα τοῦ­τα: τό θε­μέ­λι­ο ὅ­λων τῶν κα­λῶν καί ἡ ἀ­νά­κλη­ση τῆς ψυ­χῆς ἀ­πό τήν αἰ­χμα­λω­σί­α τοῦ ἐ­χθροῦ καί ὁ δρό­μος πού ὁ­δη­γεῖ τό φῶς καί στή ζω­ή, εἶ­ναι αὐ­τοί οἱ δύ­ο τρό­ποι: 1)Νά πε­ρι­ο­ρί­σει κα­νείς τόν ἑ­αυ­τό του σέ ἕ­να τό­πο (ἐ­γκρά­τει­α με­τα­κι­νή­σε­ων- ὄ­χι πε­ρι­σπα­σμός,δι­ά­χυ­ση, ἐ­ξω­στρέ­φει­α, ἀλ­λά κα­τά τό πα­τε­ρι­κό <<κά­θου εἰς τό κελ­λί­ον σου καί αὐ­τό σέ δι­δά­ξει πά­ντα>>)2)νά νη­στεύ­ει πά­ντο­τε, δηλ,  νά κα­νο­νί­σει τόν ἑ­αυ­τό του σο­φά καί μέ συ­νε­τά ὥ­στε νά ἔ­χει ἐ­γκρά­τει­α στήν κοι­λί­α, ἀ­με­τα­κί­νη­τη δι­α­μο­νή (τό ἀ­ντί­θε­το μέ ὅ,τι γι­νε­ται σή­με­ρα: ἀ­κα­τα­στα­σί­α στίς με­τα­κι­νή­σεις, του­ρι­σμός κ.λ.π.) στήν ἡ­συ­χί­α καί ἀ­δι­ά­λει­πτη σχο­λή (θά λέ­γα­με ἐ­να­σχό­λη­ση μέ τόν Θε­ό καί ἀ­με­ρι­μνί­α γι­ά ὅ,τι ἄλ­λο κα­τά τό:σχο­λά­σα­τε καί γνῶ­τε ὅ­τι ἐ­γώ εἰ­μί ὁ Θε­ός καί με­λέ­τη Θε­οῦ. Ἀ­πό ἐ­δῶ προ­έρ­χε­ται ἡ ὑ­πο­τα­γή τῶν αἰ­σθή­σε­ων· ἀ­πό ἐ­δῶ ἡ νή­ψη τοῦ νοῦ· ἀ­πό ἐ­δῶ ἐ­ξη­με­ρώ­νο­νται τά ἄ­γρι­α πά­θη πού κι­νοῦ­νται μέ­σα στό σῶ­μα· ἀ­πό ἐ­δῶ προ­έρ­χε­ται ἡ πρα­ό­τη­τα τῶν λο­γι­σμῶν·  ἀ­πό ἐ­δῶ οἱ δι­ά­φο­ρες φω­τει­νές κι­νή­σεις τῆς δι­α­νοί­ας· ἀ­πό ἐ­δῶ ἡ σπου­δή πρός τά ἱ­ε­ρά ἔρ­γα τῆς ἀ­ρε­τῆς· ἀ­πό ἐ­δῶ τά ὑ­ψη­λά καί λε­πτά νο­ή­μα­τα· ἀ­πό ἐ­δῶ τά ἄ­με­τρα δά­κρυ­α πού χύ­νο­νται κά­θε ὥ­ρα καί ἡ μνή­μη τοῦ θα­νά­του· ἀ­πό ἐ­δῶ ἡ κα­θα­ρή σω­φρο­σύ­νη ἡ ὁ­ποί­α ἀ­πέ­χει τε­λεί­ως ἀ­πό κά­θε φα­ντα­σί­α πού πει­ρά­ζει τή δι­ά­νοι­α· ἀ­πό ἐ­δῶ ἡ ὀ­ξυ­δέρ­κει­α καί ἡ ὀ­ξύ­τη­τα τῆς γνώ­σε­ως ὅ­σων βρί­σκο­νται μα­κρι­ά· ἀ­πό ἐ­δῶ πη­γά­ζουν τά βα­θύ­τε­ρα μυ­στι­κά νο­ή­μα­τα... καί ἡ δι­ά­κρι­ση τῶν πο­νη­ρῶν πνευ­μά­των ἀ­πό τίς ἀγ­γε­λι­κές Δυ­νά­μεις καί τῶν ἀ­λη­θι­νῶν ὁ­ρά­σε­ων ἀ­πό τίς μά­ται­ες φα­ντα­σί­ες... Καί μέ λί­γα λό­γι­α ἀ­πό ἐ­δῶ προ­έρ­χε­ται ἡ ἐ­λευ­θε­ρί­α τοῦ ἀν­θρώ­που τοῦ ἀ­λη­θι­νοῦ καί ἡ χα­ρά τῆς ψυ­χῆς καί ἡ ἀ­νά­στα­σις καί ἡ ἀ­νά­παυ­ση στή Βα­σι­λεί­α τῶν Οὐ­ρα­νῶν μα­ζί μέ τό Χρι­στό (ΑΓ. ΚΑΛ­ΛΙ­ΣΤΟΥ ΚΑΙ Ι­ΓΝΑ­ΤΙ­ΟΥ ΞΑΝ­ΘΟ­ΠΟΥ­ΛΩΝ: Μέ­θο­δος καί κα­νό­νας ἀ­κρι­βής...Φι­λο­κα­λί­α τομ. Ε , σελ.55,56)­ Γιαυτό <<λέει  στό Γεροντικό ὃτι ρώτησε ἓνας ἀδελφός  κάποιο Γέροντα λέγοντας· Τί εἶναι ἡ ταπείνωση;>> Κι ὁ Γέροντας εἶπε·<<῾Η ταπείνωση εἶναι μεγάλο καί θεϊκό ἒργο.  ῾Ο δέ δρόμος πού ὁδηγεῖ στήν ταπείνωση εἶναι οἱ σωματικοί κόποι πού γίνονται μέ έπίγνωση καί τό νά θεωρεῖς τόν ἑαυτό σου κάτω ἀπό ὃλη τήν κτίση καί τό νά προσεύχεσαι ἀδιάλειπτα.
Ὁ σωματικός κόπος ταπεινώνει τό σῶμα καί μαζί μέ τό  σῶμα-πρᾶγμα φαινομενικά παράδοξο- συνταπεινώνεται καί ἡ ψυχή.
Γιατί ὃμως ἡ ταπείνωσις τοῦ σώματος προκαλεῖ τήν συνταπείνωση τῆς ψυχῆς; Τό πρᾶγμα δέν εἶναι καθόλου παράδοξο.  ῝Οταν ξέπεσε ἡ ψυχή ἀπό τήν τήρηση τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ στήν παράβαση, παραδόθηκε ἡ ἂθλια, ὃπως λέει ὁ ῝Αγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος(P.G.36.341BC),στήν φιληδονία καί στήν αὐτονομία, πού ὁδηγεῖ στήν πλάνη, καί ἀγάπησε τά σωματικά καί κατά κάποιο τρόπο ταυτίστηκε μέ τό σῶμα καί ἒγινε ὃλη σάρκα, ὃπως λέει ἡ ῾Αγ. Γραφή. Δέν θά παραμείνει τό πνεῦμα μου σ᾿ αὐτούς τούς ἀνθρώπους, ἐπειδή εἶναι σάρκες (Γεν.6,3).᾿Από τότε λοιπόν ἡ ταλαίπωρη αὐτή ψυχή ὑποφέρει μαζί μέ τό σῶμα καί συμφωνεῖ μ᾿ ὃσα αὐτό διαπράττει .Λέγει πάλι ὁ ἀββᾶς Δωρόοθεος· Διαφορετική κατάσταση ἒχει ἡ ψυχή τοῦ γεροῦ καί διαφορετική τοῦ ἀρρώστου, ἂλλη τοῦ πεινασμένου καί ἂλλη τοῦ χορτάτου. Παρόμοια πάλι, ἂλλη κατάσταση ἒχει ἡ ψυχή αὐτοῦ πού ἱππεύει καί ἂλλη ἐκείνου πού κάθεται πάνω σέ γαϊδουράκι,ἂλλη ἐκείνου πού κάθεται σέ θρόνο καί ἂλλη αὐτοῦ πού κάθεται καταγῆς, ἂλλη τοῦ καλοντυμένου καί ἂλλη τοῦ κουρελῆ. Γι᾿ αὐτό ἐπειδή γνωρίζει ὁ Κύριος ὃτι ἀνάλογα μέ τήν ἐξωτερική συμπεριφορά συσχηματίζεται καί ἡ ἀρετή τῆς ψυχῆς, ἀφοῦ πῆρε λέντιο(πετσέτα), μᾶς ὑπέδειξε μέθοδο γιά νά φθάσουμε στήν ταπείνωση.Διότι μέ τά ἒργα τοῦ σώματος ἐξομοιώνεται ἡ ψυχή καί μέ ὃσα πράττει, τυπώνεται καί σχηματίζεται σύμφωνα μέ αὐτά.Διαφορετικά νιώθει αὐτός πού κάθεται σέ θρόνο καί διαφορετικά αὐτός πού κάθεται στήν κοπριά.
῾Ο σωματικός κόπος  ταπεινώνει τό σῶμα. Συνταπεινώνει δέ, καί τήν ψυχή. Γιαυτό ὃταν πολεμήθηκε ὁ Εὐάγριος ἀπό τήν βλασφημία, ἐπειδή γνώριζε ὃτι ἡ βλασφημία προέρχεται ἀπό τήν ὑπερηφάνεια καί ὃτι ὃταν ταπεινώνεται τό σῶμα ταπεινώνεται μαζί καί ἡ ψυχή, γιά σαράντα ὁλόκληρες ἡμέρες δέν ἒμεινε σέ στεγασμένο χῶρο, ὣστε τό σῶμα του, ὃπως λέει ὁ βιογράφος του, νά γεμίσει τσιμπούρια σάν τά ἂγρια ζῶα.῝Ωστε ὁ κόπος αὐτός δέν ἒγινε γιά νά θεραπεύσει τήν βλασφημία ἀλλά γιά νά προκαλέσει τήν ταπείνωση. Τότε στἠν ταπεινωμένη ψυχή, κατέρχεται ἡ Θ. Χάρις καί τήν καθαρίζει. <<Εἶναι πρᾶγμα θαυμαστό νά βλέπεις τόν ἀσώματο νοῦ νά μολύνεται ἀπό τό σῶμα καί νἀ σκοτίζεται· καί πάλι διά μέσου τοῦ πηλοῦ (σώματος) ὁ ἂϋλος (νοῦς) ν ά ἀνακαθαίρεται καί νά λεπτύνεται .Εἲμαστε ψυχοσωματική ἑνότητα.Σῶμα (σάρκα) καί ψυχή (πνεῦμα)· καί  ἡ σάρξ ἐπιθυμεῖ κατά τοῦ πνεύματος, τό δέ πνεῦμα κατά τῆς σαρκός>>. Διά τοῦτο <<ὃσο τό σῶμα θάλλει (εἶναι δυνατό), τόσο ἡ ψυχή ἀδυνατίζει (στερεῖται τῆς Θείας Χάριτος ἀφοῦ ὐπερηφανεύεται μαζί μέ τό σῶμα)· καί ὃσο τό σῶμα ἀδυνατίζει, τόσο ἡ ψυχή θάλλει (λαμπρύνεται,γεμίζει ἀπό τή Θεία Χάρη, ἀφοῦ ταπεινώνεται μαζί μέ τό σῶμα)
Ἀπό τά ἀνωτέρω εἶναι φανερό ὅτι ἡ κακοπάθεια, ἡ ἀγάπη γιά τόν σωματικό κόπο, αὐτή καθ᾿ ἑαυτή ὁδηγεῖ στήν ταπεινοφροσύνη. Γι᾿ αὐτό καί εἶναι αἰτία καθάρσεως καί τῆς ψυχῆς. Πότε ὃμως; ῝Οταν γίνεται μέ έπίγνωση. Διότι: ῾Υπάρχει, πολύ μεγάλος, ὁ κίνδυνος τῆς ὑπερηφάνειας ὃταν κακοπαθοῦμε σωματικά, χωρίς ἐπίγνωση, χωρίς σωστό φρόνημα.Διά τοῦτο χρειάζονται καί τά δύο ἀλλα πράγματα· α) τό νά βάζουμε τόν ἑαυτό μας κάτω ἀπό ὃλη τήν κτίση καί β)τό νά προσευχόμαστε ἀδιάλειπτα, ζητώντας τό ἒλεος τοῦ Θεοῦ.
 Ὑπάρχει πολύ μεγάλος ὁ κίνδυνος τῆς ὑπερηφάνειας ὃταν κακοπαθοῦμε σωματικά, χωρίς ἐπίγνωση, χωρίς σωστό φρόνημα.   Μπορει νά ὑπερηφανευθοῦμε, κατακρίνοντας τούς ἀδελφούς μας, ἀφοῦ.... δέν εἲμαστε ὣσπερ οἱ λοιποί τῶν ἀνθρπων πού εἶναι ἀμελεῖς· ἢ μπορει νά ὑπερηφανευθοῦμε πιστεύοντας λανθασμένα ὃτι ἡ κάθαρση ἐπιτυγχάνεται μέ τίς δικές μας προσπάθειες καί ὂχι μέ τήν Θεία Χάρη πού συνεργεῖ καί ὁλοκληρώνει τήν δική μας προσπάθεια.Διά τοῦτο ἂν θέλουμε νά φθάσουμε στήν ταπείνωση πού εἶναι ἡ δεύτερη ἀπαραίτητη ἀρετή γιά τήν κάθαρση ἀπό τά πάθη πρέπει οἱ σωματικοί κόποι καί γενικά ἡ κακοπάθεια νά συνοδεύεται καί ἀπό δύο ἂλλα πράγματα·   α) τό νά βάζουμε τόν ἑαυτό μας κάτω ἀπό ὃλη τήν κτίση καί β)τό νά προσευχόμαστε ἀδιάλειπτα,ζητώντας τό ἒλεος τοῦ Θεοῦ, ὁπότε ὃ,τι κατορθώνουμε θά τό ἐπιγράφουμε (θά θεωροῦμε αἲτιο) στό Θεό καί ὂχι στόν ἑαυτό μας.῾Επομένως  φθάνουμε στήνταπείνωση:  α)᾿Αγαπώντας τόν σωματικό κόπο ,  β)Βάζοντας τόν ἑαυτό μας πάντα κάτω ἀπ᾿ ὃλη τήν κτίση και  γ)Προσευχόμενοι ἀδιάλειπτα. Εἶναι αὐτά ὅλα μίμηση τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου τοῦ Κυρίου, ἀφοῦ  1) ὁ Κύριος ταπεινώθηκε καί ἒβαλε τόν ἑαυτό Του κάτω ἀπ᾿ ὃλη τήν κτίση (ἂκρα ταπείνωση τοῦ Κυρίου μέσα στόν τάφο) καί 2)ἀφοῦ προσευχόταν ἀδιάλειπτα, ἐπικοινωνόντας μέ τόν ἐν οὐρανοῖς Πατέρα Του καί ἀφοῦ ἀπέδιδε τά πάντα στόν Θεό-Πατέρα λἐγοντας ὃτι τά ρήματα ἃ ἐγώ λαλῶ ἀπ᾿ ἐμαυτοῦ οὐ λαλῶ· ὁ δέ Πατήρ ὁ ἐν ἐμοί μένων αὐτός ποιεῖ τά ἒργα (᾿Ιω. ιδ, 10).Αὐτά μάλιστα τά δύο τελευταία, δηλ. ἡ αὐτοτοποθέτησή μας κάτω ἀπ’ὅλη τήν κτίση καί ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή, μᾶς προφυλάσσουν καί ἀπό τόν σκόπελο τῆς ὑπερηφανείας.῍Ας δοῦμε γιατί.   ῾Η ὑπερηφάνεια εἶναι δύο εἰδῶν                                                                                       1)῾Υπερηφάνεια ἒναντι τῶν ἀδελφῶν μας.Συγκρίνοντας τόν ἑαυτό μας μέ αὐτούς καί κατακρίνοντάς τους, ὑψώνουμε τόν ἑαυτό μας καί τόν τοποθετοῦμε πάνω ἀπ᾿ αὐτούς. Αὐτή εἶναι ἡ πρώτη ὑπερηφάνεια καί καταπολεμεῖται μέ τό νά βάζουμε τόν ἐαυτό μας κάτω ἀπό ὃλη τήν κτίση. ῾Ο ῝Αγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης μᾶς βοηθεῖ νά τό ἐπιτύχουμε αὐτό συμβουλεύοντάς μας νά θεωροῦμε τόν ἑαυτό μας α) ἁμαρτωλότερο ὃλων τῶν ἀνθρώπων, διά τήν ἂγνοιαν (δέν γνωρίζουμε τήν ψυχική κατάσταση κανενός· τό σίγουρο εἶναι νά πιστεύουμε ὃτι εἲμαστε ἁμαρτωλότεροι ὃλων) β)κατώτερο ὃλων τῶν δαιμόνων, ἀφοῦ τούς ὐπακούουμε ἐκπληρώνοντας τίς ὑποβολές τους καί γ) αἰσχρότερο ὃλων τῶν κτισμάτων, ἀφοῦ αὐτά εἶναι στό κατά φύσιν (ὃπως τά δημιούργησε ὁ Θεός), ἐνῶ ἐμεῖς εἲμαστε στό παρά φύσιν (ἀφοῦ εἲμαστε στήν ἁμαρτία, στήν κατάσταση τῆς πτώσεως καί ἐμπαθείας).
2)῾Υπερηφάνεια ἑωσφορική, ἒναντι καί αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἡ δεύτερη ὑπερηφάνεια.῍Αν δέν προσέξουμε, ἀπό τήν πρώτη ὑπερηφάνεια φθάνουμε στήν δεύτερη. Τίς εὐεργεσίες καί τά ἐπιτεύγματα τοῦ Θεοῦ τά ἀποδίδουμε στόν ἑαυτό μας. ῾Από αὐτή μᾶς προφυλασει ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή, ἡ συνεχής ἐκζήτηση τῆς Θείας βοήθειας, ὁπότε ὃ,τι καταφέρνουμε τό ἀποδίδουμε στή Θ. Χάρη.
ΑΝΑΚΑΙΦΑΛΑΙΩΤΙΚΑ  ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΠΑΘΩΝ
Καλούμαστε νά ἀνορθώσουμε τά τρία μέρη τῆς ψυχῆς μας καί νά τά ἐπαναφέρουμε διά τῆς Θείας Χάριτος στήν φυσιολογική τους λειτουργία. Οἱ ἅγιοι Πατέρες μᾶς δίδουν γιά κάθε μέρος τῆς ψυχῆς καί ἀπό ἕνα φάρμακο. Τό λογιστικό θεραπεύεται μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή, τό θυμικό μέ τήν ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη καί τό ἐπιθυμητικό μέ τήν ἐγκράτεια, ἡ ὁποία καθαρίζει καί τήν σάρκα καί παύει τίς σωματικές ἁμαρτίες. Χωρίς ἀμφιβολία μαζί μέ αὐτά εἶναι ἀναγκαιοτάτη, ἐκ τῶν «ὧν οὐκ ἄνευ», ἡ συνειδητή μυστηριακή ζωή. Μέ τήν καθοδήγηση τοῦ Πνευματικοῦ μας Πατρός, ἡ τακτική συμμετοχή στό Μυστήριο τῆς Θείας Κοινωνίας παρέχει τήν Θεία ἐνίσχυση πού εἶναι ἀπαραίτητη διά τήν κάθαρση ἀπό τά πάθη. Γιά νά ἐπιτύχουμε ἑπομένως τήν κάθαρση:
Α1) ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΓΑΠΗΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΚΑΚΟΠΑΘΕΙΑ-ΕΓΚΡΑΤΕΙΑ
 α. ΤΗΝ ΕΚΟΥΣΙΑ (ΔΙΑΚΟΝΙΑ ΣΤΟΝ ΠΛΗΣΙΟΝ, ΓΟΝΥΚΛΙΣΙΕΣ, ΧΑΜΑΙΚΟΙΤΙΑ Κ.Λ.Π.) καί
 β.ΤΗΝ ΑΚΟΥΣΙΑ. ΠΡΕΠΕΙ ΔΗΛ. ΝΑ ΕΧΟΥΜΕ ΥΠΟΜΟΝΗ ΚΑΙ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ ΣΤΙΣ ΑΚΟΥΣΙΕΣ ΚΑΚΟΠΑΘΕΙΕΣ Ἤ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ ΠΟΥ ΜΑΣ ΧΑΡΙΖΕΙ Ο ΘΕΟΣ ΣΑΝ ΕΥΚΑΙΡΙΕΣ ΓΙΑ ΚΑΘΑΡΣΗ (ΑΣΘΕΝΕΙΕΣ, ΘΑΝΑΤΟΙ, ΑΚΗΔΙΑ, ΣΥΚΟΦΑΝΤΙΑ, ΔΙΩΓΜΟΙ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΕΣ Κ.Λ.Π.)
Α2) ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΓΑΠΗΣΟΥΜΕ ΚΑΙ ΝΑ ΕΠΙΔΙΩΞΟΥΜΕ(ΔΙΑ ΤΗΣ ΑΔΙΑΛΕΙΠΤΟΥ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ, ΤΗΣ ΑΥΤΟΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗΣ ΜΑΣ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΟΛΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΙΚΟΥ ΚΟΠΟΥ) ΤΗΝ ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ. ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ ΓΙΑ ΝΑ ΦΘΑΣΟΥΜΕ ΣΤΗΝ ΑΝΙΔΙΟΤΕΛΗ ΑΓΑΠΗ.
Η ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ ΠΑΤΕΡΑΣ (ΟΠΩΣ ΤΟΝΙΣΤΗΚΕ ΠΑΡΑΠΑΝΩ) ΕΠΙΤΥΓΧΑΝΕΤΑΙ ΜΕ: 1) ΤΟ ΝΑ ΒΑΖΟΥΜΕ ΤΟΝ ΕΥΤΟ ΜΑΣ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΟΛΟΥΣ (ΝΑ ΠΙΣΤΕΥΟΥΜΕ ΟΤΙ ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΜΑΡΤΩΛΟΤΕΡΟΙ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΔΙΑ ΤΗΝ ΑΓΝΟΙΑΝ, ΚΑΤΩΤΕΡΟΙ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΔΑΙΜΟΝΩΝ ΑΦΟΥ ΤΟΥΣ ΥΠΑΚΟΥΟΥΜΕ ΚΑΙ ΑΙΣΧΡΟΤΕΡΟΙ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΚΤΙΣΜΑΤΩΝ ΑΦΟΥ ΑΥΤΑ ΕΙΝΑΙ ΣΤΟ ΚΑΤΑ ΦΥΣΙΝ ΕΝΩ ΕΜΕΙΣ ΣΤΟ ΠΑΡΑ ΦΥΣΙΝ, ΔΗΛ. ΣΤΗΝ ΑΜΑΡΤΙΑ) ΚΑΙ 2) ΜΕ ΤΟ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΥΠΑΚΟΗ (ΔΗΛ. ΝΑ ΚΟΨΟΥΜΕ ΤΟ ΘΕΛΗΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΦΡΟΝΗΜΑ ΜΑΣ ΤΟ ΥΠΕΡΗΦΑΝΟ) ΣΤΟΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΚΑΙ- ΕΑΝ ΥΠΑΡΧΕΙ-ΣΤΟΝ Ἤ ΣΤΗΝ ΣΥΖΥΓΟ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΣΕ ΚΑΘΕ ΕΝ ΧΡΙΣΤῼ ΑΔΕΛΦΟ, ΠΛΗΝ ΑΜΑΡΤΙΑΣ. ΓΙΑ ΝΑ ΦΘΑΣΟΥΜΕ ΣΤΗΝ ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΕΠΙΣΗΣ 3) ΤΟ ΝΑ ΑΓΑΠΗΣΟΥΜΕ ΤΟ ΣΩΜΑΤΙΚΟ ΚΟΠΟ (ΔΙΟΤΙ Ο ΣΩΜΑΤΙΚΟΣ ΚΟΠΟΣ ΤΑΠΕΙΝΩΝΕΙ ΤΟ ΣΩΜΑ ΟΠΟΤΕ ΣΥΝΤΑΠΕΙΝΩΝΕΤΑΙ ΚΑΙ Η ΨΥΧΗ) ΚΑΙ 4) ΤΟ ΝΑ ΕΞΑΣΚΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΔΙΑΛΕΙΠΤΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ.
Πολύ βοηθητικά γιά τήν κάθαρση ἀπό τά πάθη εἶναι καί τά ἑξῆς:
Α3) Η ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΚΕΛΛΙ, ΣΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΚΕΛΛΙ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ ΤΗΣ ΕΠΙΤΥΧΙΑΣ. ΑΠΑΙΤΕΙΤΑΙ ΑΠΟΚΟΠΗ ΑΠΟ ΟΛΟΥΣ ΚΑΙ ΟΛΑ ΕΣΤΩ ΓΙΑ ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ. ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΑΔΙΑΛΕΙΠΤΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΜΕ ΤΟ ΣΤΟΜΑ ΚΑΙ ΜΕ ΤΟ ΝΟΥ. ΜΕΤΑ-ΝΟΙΑ (ΜΕΤΑ-ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΝΟΥ ΑΠΟ ΤΑ ΜΑΤΑΙΑ ΣΤΟ ΘΕΟ).
Α4) ΕΚΚΟΠΗ ΤΟΥ ΜΕΤΕΩΡΙΣΜΟΥ ΣΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΟΛΟΥ ΤΟΥ 24ΩΡΟΥ.
Α5) ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ. ΠΡΕ­ΠΕΙ ΝΑ ΓΙΝΟΥΜΕ ΦΙΛΑΚΟΛΟΥΘΟΙ, ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ. Η ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΑΡΧΙΖΕΙ ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΤΟ ΚΛΕΙΣΙΜΟ ΤΗΣ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ.
Α6) ΗΣΥΧΑΣΤΙΚΗ ΖΩΗ ΚΑΤΑ ΤΟ ΔΥΝΑΤΟΝ.
Α7) ΧΩΡΙΣΜΟΣ ΑΠΟ ΤΟΝ «ΚΟΣΜΟ» ΔΗΛ. ΤΟ ΚΟΣΜΙΚΟ ΦΡΟΝΗΜΑ.
Ἐκτός ἀπό τά ἀνωτέρω πού ἀφοροῦν θά λέγαμε κυρίως στή εὐθυγράμμιση τοῦ θελήματός μας μέ τήν θέληση τοῦ Θεοῦ ἀξιοποιώντας τίς προσωπικές μας δυνάμεις (τό «κατ’ εἰκόνα»)εἶναι  ἀπαραίτητα γιά τήν μεταστροφή καί διόρθωση τῶν παρά φύσιν λειτουργιῶν τῆς ψυχῆς:
Β)Η ΜΥΣΤΗΡΙΑΚΗ ΖΩΗ
Γ)Η ΑΝΙΔΙΟΤΕΛΗΣ ΑΓΑΠΗ
8/1/2010
ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ Τῼ ΘΕῼ ΔΟΞΑ!
                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                         

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου